Το να μη χαραμιστεί η νεότητα δεν είναι μικρό ζήτημα. Ούτε για έναν τόπο ούτε για τη μοναδική ζωή του καθενός. Η αίσθηση ότι αυτό συμβαίνει στη χώρα τα τελευταία χρόνια είναι πνιγηρή. Και είναι πολλοί οι τρόποι που αυτό το συνονθύλευμα αναγκών και δυνατοτήτων, δοκιμών και ονείρων τραυματίζεται, ακυρώνεται, διαστρέφεται. Μισό εκατομμύριο νέοι ξενιτεύτηκαν για να βρουν την τύχη τους, πολλοί περισσότεροι την αναζητούν εδώ. Συνθήκες δύσκολες, κυρίως χωρίς την προσδοκία για καλύτερες ημέρες. Η τελευταία καλομαθημένη γενιά μεγάλωσε, η τωρινή δεν πρόλαβε τις «καλές εποχές» για να συγκρίνει και να «πέσει από τα σύννεφα», τα «έτοιμα» λιγοστεύουν. Τα όρια των ηλικιών και τα περάσματα σε μετέπειτα φάσεις ανακατεύτηκαν. Σχολεία, σπουδές, δουλειά, ταξίδια και λιμάνια, οικογένειες παλιές και νέες, σαν να έχασαν την παλιά τους σειρά και τα προηγούμενα κάδρα. Ενίοτε καμιά σειρά δεν είναι εφικτή. Απλά κάπως επιβιώνεις. Η αλλαγή είναι συντριπτική, θα γράψουν κάποτε οι ιστορικοί. Μα ο καθένας σήμερα τη ζει με το δικό του τρόπο. Κι αυτό δεν είναι λεπτομέρεια.

Προτιμότερη από την εύκολη κριτική ότι οι νεότεροι «δεν ενδιαφέρονται» είναι η αναγνώριση ενός ιδιότυπου ρεαλισμού –έως και κυνισμού– που γεννιέται σ’ αυτό το έδαφος. Ο καθένας θα κοιτάξει κυρίως τη ζωή του. Με όσα εφόδια και βοήθειες διαθέτει, ο αγώνας δρόμου θα είναι κυρίως ατομικός. Θα εξαρτηθεί από τις προσπάθειες και τις ικανότητες του καθενός. Έγινε δουλίτσα στο μυαλό όλα αυτά τα χρόνια για να καταντήσουμε εδώ, δεν είναι μόνο οι συνθήκες. Κι αν αυτό δεν έχει απαραίτητα τη μορφή ενός άκρατου ανταγωνισμού ή μιας ζούγκλας, εντούτοις λειτουργεί παντού διάχυτα και διευρυμένα. Ακόμα και μέσα σε αυτό που –για να συνεννοηθούμε– λέμε κίνημα, η αφετηρία δεν είναι το τι θα χρειαζόταν αλλά το τι γεμίζει τον καθένα, τι τον καλύπτει, τι τον κάνει να νιώθει χρήσιμος. Το εάν αυτό αποτελεί πλήγμα στην Πολιτική ή απαίτηση για διεύρυνσή της είναι ένα ανοιχτό και πρακτικό ερώτημα.

Καμιά εμπιστοσύνη δεν υπάρχει απέναντι στην πολιτική και τους πολιτικούς. Το να πει κάποιος «δικαίως» δεν λέει και πολλά. Γιατί το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι το σε τι και σε ποιους μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη. Πού δηλαδή μπορούν να επενδυθούν ελπίδες, προσπάθειες και συνεισφορές. Το γεγονός ότι οι «σωτήρες» αποδεικνύονται μονίμως ανεπαρκείς, κάνει τον όποιο αγώνα να φαντάζει βουνό. «Ασ’ το καλύτερα». Τελικά, το «παίρνουμε τη ζωή στα χέρια μας» είναι πολύ δύσκολο. Κάτι πολύ παραπάνω από την πανεύκολη πια αναγνώριση ότι «κάποιοι» μας την κλέβουν. Ένα τεράστιο φορτίο που τίποτα δεν εξασφαλίζει εξ’ ορισμού ότι μπορούμε να σηκώσουμε. Δυστυχώς και από μία άποψη, κανείς δε μας χρωστάει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!