Το πολιτικό σύστημα και η ανάγκη μιας διαφορετικής πορείας για τη χώρα

 

 Η υποστροφή του λαϊκού παράγοντα οδήγησε σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια σε μετατόπιση του πολιτικού άξονα επί το συντηρητικότερον. Αυτή είναι η «κανονικότητα» που όλοι υποδέχονται περιχαρείς. Για αυτό σήμερα η δημόσια συζήτηση έχει μετατοπιστεί και δεν γίνεται, για παράδειγμα, λόγος για το χρέος, το πολιτικό σύστημα, την έκπτωση της δημοκρατίας ή την εξάρτηση της χώρας. Αντίθετα, έχει υιοθετηθεί μια πολιτική ατζέντα κομμένη και ραμμένη στις προδιαγραφές της μνημονιακής πραγματικότητας.

Από κυβερνητικής πλευράς, βέβαια, λέγονται χοντρά ψέματα, όπως ότι η επόμενη ΔΕΘ θα διοργανωθεί σε μια χώρα εκτός μνημονίων, αφού τον Αύγουστο του 2018 θα έχει τελειώσει η μνημονιακή επιτροπεία. Τι κι αν ο πολύς Μοσκοβισί, αυτός που ομολογεί ότι καταπατήθηκε κάθε δημοκρατική διαδικασία στην περίπτωση της Ελλάδας, τονίζει ότι έξοδος από τα μνημόνια θα υπάρξει μόνο όταν αποπληρωθεί το 75% του χρέους. Του Αγίου Τάδε ανήμερα δηλαδή…

 

Επιστροφή στην «κανονικότητα»

Η προπαγανδιστική μηχανή του Μαξίμου, θέλει να παρουσιάσει μια εικόνα στροφής στην οικονομική ζωή της χώρας. Αναγγέλλει μια νέα εποχή επενδύσεων και εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα, μαζί με ένα υποτιθέμενα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο. Η αντιπολίτευση από τη μεριά της, θέλει να δείξει ότι η κυβέρνηση είναι ανίκανη να οδηγήσει την χώρα στην «κανονικότητα», άρα έρχεται η δική της ώρα. Πίσω από το συνηθισμένο σεπτεμβριανό παιχνίδι εντυπώσεων, στο οποίο επιδίδονται κόμματα και πολιτικός κόσμος, υπάρχει ένα θέμα ουσίας.

Με την «απολίπανση» των μεσαίων και μικρομεσαίων στρωμάτων, την εξάπλωση της μερικής απασχόλησης, της απλήρωτης εργασίας και της φορο-ληστείας, οι δυναμικοί παράγοντες της μεγαλοαστικής τάξης (οι εγχώριες παραδοσιακές οικογένειες-όμιλοι και οι αναδυόμενοι μισομαφιόζικοι κύκλοι), έχουν προσαρμοστεί στο περιβάλλον που διαμορφώνεται μετά από 8 χρόνια Μνημόνια. Προσαρμόστηκαν είτε στέλνοντας δραστηριότητες στο εξωτερικό, είτε κάνοντας υπεργολαβικούς «γάμους» συμφερόντων με ξένους ομίλους που έχουν αναλάβει την εκποίηση της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, προς όφελός τους φυσικά.

Ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος (πρώην αντιμνημονιακός ή μη), αν θέλει να έχει σήμερα έναν ρόλο, οφείλει να διευκολύνει αυτό το περιβάλλον. Να υπάρξει και να αναπαραχθεί μέσα σε αυτό, χωρίς φυσικά να το αμφισβητεί.

Επί της ουσίας, δεν υπήρξε σε όλη την μεταπολιτευτική περίοδο τόσο καθολική υπαγωγή του πολιτικού κόσμου στον ξένο και εγχώριο οικονομικό παράγοντα. Υπαγωγή είτε προς τους ξένους «θεσμούς» που υπαγορεύουν «μεταρρυθμίσεις» και πλήρη απορρύθμιση, είτε προς τους εγχώριους «λούμπεν» μαφιόζικους κύκλους που δραστηριοποιούνται στον έλεγχο τζόγου, λιμανιών, λαθρεμπορίου, ποδοσφαίρου, περιοχών, δήμων και ΜΜΕ. Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου, στις δεκαετίες του 70 και του 80, αντιπροσώπευαν έναν βαθμό αυτονομίας του πολιτικού στοιχείου που οι σημερινοί επίγονοι ούτε μπορούν να φανταστούν.

Επιστροφή στην «κανονικότητα», σημαίνει πως το πολιτικό προσωπικό αντιλαμβάνεται καθαρά και χωρίς περιστροφές πως οι κανόνες άσκησης της πολιτικής και της διαχείρισης θα οριοθετούνται εντός του πλαισίου που δημιούργησαν οι μνημονιακές ρυθμίσεις και όσα υπαγορεύονται από το νέο γεωπολιτικό πλαίσιο. Ορισμένοι πολιτικοί θα «καούν» γιατί δεν θα είναι σε θέση να ισορροπήσουν και να εξυπηρετήσουν όλες τις πλευρές, κι άλλοι γιατί θα βιαστούν ή θα ποντάρουν σε λάθος παίκτες μέσα στον κανιβαλικό χορό που θα στηθεί γύρω από τα μεγάλα «φιλέτα».

Επομένως, δεν χρειάζεται κανένα μεγάλο όραμα ή σύνθημα για μια μεγάλη αλλαγή οποιουδήποτε τύπου. Δεν χρειάζεται ο αντιμνημονιακός λόγος των προηγούμενων χρόνων, ούτε καν στην πιο ρηχή εκδοχή του. Η πλήρης υπαγωγή και συνενοχή του πολιτικού κόσμου στην διαμορφωθείσα κατάσταση, απαιτεί έναν λόγο συστημικό και απαλλαγμένο από κάθε «λαϊκισμό». Επενδύσεις, παραγωγικότητα, κέρδος, επιχειρηματικότητα, Gre-invest, έξοδος στις αγορές, με ολίγη από κοινωνική οικονομία, εταιρική ευθύνη και καινοτομία.

Επιστροφή στην κανονικότητα, σημαίνει για τον πολιτικό κόσμο να βγούμε από την «σκληρή επιτροπεία», εφαρμόζοντας ακριβώς όσα αυτή παραγγέλλει και χωρίς να ενδιαφερόμαστε για το πού οδηγεί τη χώρα. Στην ουσία, πρόκειται για αποδοχή του «γύψου» των μνημονίων και κυρίως των αποτελεσμάτων του, σε μόνιμη βάση. Αποδοχή του νομικού – πολιτικού οικοδομήματος που έχει εγκαθιδρύσει, της κατεδάφισης που έχει προκαλέσει σε δικαιώματα και κατακτήσεις. Αποδοχή της διάλυσης της χώρας και της μετατροπής της σε βορρά των ευρύτερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Στο πλαίσιο αυτό, ο «εθνολαϊκισμός», και ιδιαίτερα αυτός των χρόνων 2010-2012, πρέπει να ριχθεί στην πυρά.

 

Το κενό στην πολιτική ατζέντα

Στον νέο πολιτικό λόγο, δεν διακρίνεται καθόλου η ανάγκη κάποιας διαφορετικής πορείας για τη χώρα. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, ο πολιτικός κόσμος προτιμά να δημιουργεί σύγχυση. Η απάντηση που δίνει είναι, επί της ουσίας, η ανάγκη πλήρους ευθυγράμμισης με ορισμένα δυτικά οικονομικά και πολιτικά στάνταρντς. Τα λένε «ευρωπαϊκά», αλλά μάλλον εκείνο που προωθείται είναι μια «αμερικανοποίηση» της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας. Με τριτοκοσμικά ή ανατολικοευρωπαϊκά επίπεδα μισθών και δικαιωμάτων, βεβαίως.

Άλλωστε, η Ελλάδα «δεν μπορεί αλλιώς». Είναι υποχρεωμένη να υπομείνει αυτή την πορεία προδιαγεγραμμένης υποβάθμισης και διάλυσης, ίσως και διαμελισμού και δημογραφικού μαρασμού. Λογικά, σύμφωνα πάντα με την αστική σκέψη, δεν χρειάζεται αλλαγή ρότας, αφού δεν υπάρχει καμία άλλη εναλλακτική. Απαγορεύεται γενικώς να φανταστεί κανείς μια κοινωνία καλύτερη, μια χώρα και έναν λαό με στόχους. Από το «δεν υπάρχει εναλλακτική» ξεκινά και εκεί τελειώνει η κυρίαρχη συστημική πρόταση και σε αυτή τη βάση είναι που στηρίζεται η «αυτοκτονία της σκέψης» των υποτελών τάξεων, του λαού. Στην πραγματικότητα, βέβαια, μάλλον για «φόνο εκ προθέσεως» πρόκειται και λιγότερο για αυτοκτονία..

Δεν απασχολεί κανέναν μια μεγάλη πολιτική μεταβολή ή αλλαγή. Αυτό είναι το «κάτι» που όλοι αποσιωπούν. Το πλαίσιο και τα όρια που έχουν επιβληθεί, τα γνωρίζουν όλοι, τα σέβονται και κυρίως σχεδιάζουν μέσα σε αυτά. Κι όμως, βασική προϋπόθεση για οποιαδήποτε θετική εξέλιξη, είναι μια μεγάλη πολιτική αλλαγή. Μια νέα μεταπολίτευση, που θα καθαρίσει τον κόπρο του Αυγεία (και όχι φυσικά του… Αυγέα, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό). Για να το πετύχει αυτό, σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής έστρεψε δύο ποτάμια προς τα εκεί, τον Αλφειό και τον Πηνειό. Από τα ορμητικά τους νερά, καθάρισε η κόπρος.

Είναι δεδομένο ότι ο πολιτικός κόσμος και οι οικονομικές ελίτ δεν θέλουν και δεν μπορούν να καθαρίσουν την σύγχρονη κόπρο, μέσα στην οποία βουλιάζει η χώρα. Δεν υπάρχει βέβαια Ηρακλής, ούτε και κανένας άλλος σωτήρας. Η ορμητική δύναμη που είναι εντελώς απαραίτητη είναι, χωρίς αμφιβολία, εκείνη του λαϊκού παράγοντα. Πρόκειται, όμως, για δύναμη που τελεί αυτή τη στιγμή εν υπνώσει, σε καθεστώς ήττας και απώλειας προοπτικής με κομβικό στην εξέλιξη αυτή τον ρόλο της Αριστεράς.

Να προσαρμοστεί κανείς στην «κανονικότητα» που όλοι καλωσορίζουν, αλλά καθόλου δεδομένη δεν είναι η έλευσή της, ή να επισημαίνει με επιμονή τον απαραίτητο όρο μια μεγάλης θεμελιακής πολιτικής αλλαγής; Τα μεγάλα ρεύματα δημιουργούνται από πλήθος ρυάκια. Δίχως μεγάλες ιδέες και οράματα, δεν έγινε καμιά σημαντική κοινωνική στροφή. Ο στόχος μιας μεγάλης πολιτικής αλλαγής, όρου αναγκαίου για την κάθαρση από τον μνημονιακό κόπρο, είναι κρίσιμο να μην υποσταλεί.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!