του Μάκη Μαλαφέκα*
Τελικός PSG-Ίντερ στο Μόναχο. Η Παρί συντρίβει την Ίντερ. Παρά την ισχυρότατη αστυνομική παρουσία στις πλατείες και στις λεωφόρους της γαλλικής πρωτεύουσας, μια ανθρώπινη παλίρροια διονυσιακού και καταστροφικού γλεντιού (από αυτές ακριβώς που φοβόντουσαν οι αρχές) ξεχύνεται στο Παρίσι και ξεσπά πάνω στο επίκεντρο της ιερής παριζιανικής αυτοεικόνας: τα Ηλύσια Πεδία. Είναι σταθερά μια «κατάκτηση» αυτή, η οικειοποίηση των Ηλυσίων Πεδίων από το «αγενές» κομμάτι του λαού, από το περίφημο πλήθος – εκεί γινόταν εξάλλου ένα φεγγάρι όπως θυμόμαστε, κάθε Σάββατο επί ενάμιση χρόνο, και η βροντερή επέλαση των αγενέστατων Κίτρινων Γιλέκων. Νωρίτερα την ίδια μέρα, στους δρόμους του Μονάχου οι οπαδοί της Παρί διαδήλωναν με παλαιστινιακές σημαίες τραγουδώντας ρυθμικά «Nous sommes tous des enfants de Gaza» (είμαστε όλοι παιδιά της Γάζας). Τα ίδια και στο Παρίσι – παλαιστινιακές σημαίες.
Μια διευκρίνηση εδώ. Η Παρί είναι μεν η ομάδα του «Παρισιού», αλλά πιο συγκεκριμένα είναι η ομάδα των προαστίων του Παρισιού. Ο λαός της είναι βασικά τα παιδιά των μετοίκων, των στoιβαγμένων στις περιφέρειες, στο περιθώριο, τα παιδιά των μεταναστών από την Αφρική και το Μαγκρέμπ. Ένα κομμάτι της Γαλλίας γκετοποιημένο, χωρίς φωνή, που η δημόσια εικόνα του περιορίζεται εν πολλοίς στον αθλητισμό και στη μουσική βιομηχανία, και που μέχρι πρόσφατα ήταν σε μεγάλο βαθμό απολιτίκ – ένα νεοφιλελεύθερο wet dream. Μα όχι πια. Κι είναι η Παλαιστίνη που έβγαλε το όλο ζήτημα στην επιφάνεια. Η Παλαιστίνη έδωσε στον λαό των παρισινών προαστίων το αυτονόητο ζωντανό αφήγημα που χρειαζόταν ώστε να υπάρξει και να εκφραστεί πολιτικά στη Γαλλία. Τα παιδιά των πρώην αποικιών και τα θύματα της σημερινής πολύ υπαρκτής αποικιοκρατίας συμπτύχθηκαν σε ένα ενιαίο ιστορικό υποκείμενο, και ένοιωσαν την επαλήθευση αυτού του σχήματος στο πετσί τους μέσα απ’ τη μαύρη αντίδραση της παραδοσιακά φιλοϊσραηλινής γαλλ. ιθύνουσας τάξης: η νίκη της PSG χαρακτηρίζεται ως νίκη «εντός εισαγωγικών», καθώς όχι μόνο οι οπαδοί της είναι αγενείς χουλιγκάνοι, αλλά και ο σπόνσορας της φανέλας της είναι η Qatar Airways, και το Κατάρ είναι βασικός χρηματοδότης της Χαμάς – λέμε τώρα τι ακούγεται με κάθε σοβαρότητα αυτές τις μέρες στα ευήλια σαλόνια του Παρισιού, όπου κατά τα άλλα δηλώνεται τηλεοπτική προτίμηση προς το κομψό Ρολάν Γκαρός. (Ο ακροδεξιός υπουργός Εσωτερικών, Μπρυνό Ρεταγιό, δεν δίστασε μάλιστα να αναζητήσει παλαιότατη αποικιακή φρασεολογία για τα επεισόδια στα Ηλύσια Πεδία μιλώντας για «αγρίους»).

Ταυτόχρονα, στην Αθήνα είχαμε μιαν άλλου είδους αθλητική πανδαισία. Ο κατευθυνόμενος, τυφλός οπαδισμός του προαιώνιου Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός έβγαλε στην επιφάνεια μια αντίστροφη εικόνα, έναν πνευματικό εγκλεισμό παρά ένα άνοιγμα προς τα έξω, μια ερμητική tribal περιγραφή τού υποκειμένου. Πρέπει να το δούμε και να το πούμε, εδώ, ότι η Ελλάδα, μαζί με πολλούς άλλους πάτους, είναι και στον πάτο των κινητοποιήσεων για την Παλαιστίνη. Και να διαπιστώσουμε με μια κάποια φρίκη, ότι ο συγκεκριμένος τυφλός οπαδισμός που αφορά και τελικά κατευθύνει σημαντικό κομμάτι της νεολαίας (και όχι μόνο) την κινητοποιεί συστηματικά προς την απόλυτη πνευματική εξαχρείωση, όχι μόνο προς τη θρασύδειλη απειλή προς τον όποιον άλλο, αλλά και την απειλή προς τα παιδιά του – πράγμα αρκετά καινούριο στα ήδη βορβορώδη γηπεδικά ήθη της χώρας. Το «θα κάνω κακό στα παιδιά σου» τείνει να είναι ένα γενικό μότο της εποχής μας, μιας εποχής όπου καθημερινά βλέπουμε να διαπράττονται μαζικά και εκ προμελέτης εγκλήματα ενάντια σε μικρά παιδιά, ενάντια σε βρέφη, με βασική αφηγηματική αιτιολόγηση την εκδίκηση.

Υπάρχει μια κάθοδος εδώ, που πρέπει με θάρρος να αναγνωρίσουμε. Δεν μιλάμε για κάποια «ηθική» κατάπτωση, για τις «βρισιές», κ.λπ. Και μακριά από μας οποιοσδήποτε σνομπισμός για το «γήπεδο» και την υπέροχη υπαρξιακή καφρίλα του Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός στην οποία συχνά καταφεύγουμε με διόλου ένοχη απόλαυση. Μιλάμε για την οικειοθελή υποταγή της «αγένειας» προς την κατεύθυνση και την έννοια της εξουσίας: τον δημόσιο λόγο της εξουσίας, την αισθητική της εξουσίας, την αυστηρή οριοθέτησή της. Όσο στην Ελλάδα δεν αισθάνεσαι τη νομιμοποίηση να είσαι αγενής προς τη δική σου εξουσία (την εξουσία που υφίστασαι), και να το δείχνεις έμπρακτα κραδαίνοντας όχι τα «δικά σου» σύμβολα αλλά ενός άλλου, κραδαίνοντας ακριβώς την απαγορευμένη σημαία-ταμπού, όσο είσαι ικανός να επιφυλάσσεις τη χρήση του όρου «σφαγή» μόνο στην περίσταση που αδικείται η ομάδα σου ξέρω ’γω, τότε είσαι ολοένα καταδικασμένος να αναφέρεσαι μόνο σε μια μικρονοϊκή και κατασκευασμένη πραγματικότητα με επιτρεπτά και καταγέλαστα σύμβολα, και να εύχεσαι με εσωτερική ένταση την κακοποίηση των παιδιών του αντιπάλου σου – χειρότερα, να φαντάζεσαι ότι την διαπράττεις εσύ αυτοπροσώπως. Κι η τιμωρία σου, εκείνη την τραγική στιγμή, η οριστική σου μεταφυσική καταδίκη, είναι ότι δεν είσαι εν δυνάμει Παλαιστίνιος όπως τα παιδιά των υποβαθμισμένων γαλλικών προαστίων, αλλά εν δυνάμει μάγκας Ισραηλινός.
Όλες οι οπαδικές επάλξεις έχουν τολμήσει, κάπου κάπου, να υπερβούν το no politica και να ανοίξουν το στόμα τους – κανένα πρόβλημα, και μπράβο. Στο φινάλε της σεζόν όμως, στα φινάλε πάντα, στην ώρα της απογείωσης βγαίνει και φαίνεται ο πραγματικός εαυτός, ο πραγματικός τρόπος ύπαρξης. Είτε εκείνος για τον οποίο οι εν λόγω υπερβάσεις είναι λεπτομέρειες, είτε εκείνος για τον οποίο αποτελούν το όλο θέμα.
* Ο Μάκης Μαλαφέκας είναι συγγραφέας