του Δημήτρη Κοδέλα
Η πολύπλευρη κρίση που πλήττει την οικονομία και την κοινωνία δεν θα μπορούσε να αφήσει αλώβητο τον αγροτικό τομέα. Μόνο η ενέργεια, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, αποτελεί άνω του 30% του κόστους παραγωγής, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις το ξεπερνά κατά πολύ. Ο υπερδιπλασιασμός του αγροτικού ρεύματος και οι μεγάλες αυξήσεις στο πετρέλαιο ροκανίζουν καθημερινά το αγροτικό διαθέσιμο εισόδημα. Παράλληλα, οι πρώτες ύλες έχουν εκτιναχθεί, ενώ η σύνδεση βασικών αζωτούχων λιπασμάτων με το φυσικό αέριο έχει διπλασιάσει την τιμή τους. Αν κανείς συνυπολογίσει και τις επαναλαμβανόμενες ζημιές εξαιτίας καιρικών φαινομένων, τότε η κατάσταση γίνεται ασφυκτική για τους παραγωγούς με εμφανή τα σημάδια αδυναμίας καλλιέργειας και εγκατάλειψης.
Οι συνέπειες μιας τέτοιας τάσης που προϋπήρχε αλλά οι παρούσες συνθήκες την παροξύνουν, δεν αφορά μόνο την κατηγορία των αγροτών αλλά ευρύτερα την παραγωγική δυνατότητα της χώρας, την επάρκεια σε βασικά προϊόντα, την οικονομία της υπαίθρου.
Με βάση αυτά τα εκρηκτικά προβλήματα, είναι δεδομένο ότι οι κινητοποιήσεις των αγροτών είναι δίκαιες και εν πολλοίς αναμενόμενες. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι απέχουν αρκετά από το να εκφράσουν την πραγματική έκταση του προβλήματος και να εκφραστεί μέσα από αυτές η υπαρξιακή πλέον αγωνία της πλειοψηφίας του κόσμου της παραγωγής.
Από την πλευρά της κυβέρνησης, είναι εμφανής ο σπασμωδικός τρόπος αντίδρασης στο αρνητικό κλίμα που διαμορφώνεται στον αγροτικό κόσμο και το οποίο εισπράττουν οι τοπικοί της εκπρόσωποι. Ο τρίτος κατά σειρά υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης της παρούσας κυβέρνησης προσπαθεί να διαχειριστεί την κατάσταση και το Μαξίμου γράφει, σβήνει και ξαναγράφει κάποια μέτρα που έχει εξαγγείλει,. Η ρήτρα αναπροσαρμογής στο αγροτικό ρεύμα, ο φόρος κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο και μια πιθανή ενίσχυση στο κόστος των λιπασμάτων είναι αυτά που συζητιούνται, αλλά τα κυβερνητικά μέτρα φαίνονται τελείως ανεπαρκή για να ανακουφίσουν τους παραγωγούς και να εκτονώσουν την υπαρκτή δυσαρέσκεια.
Κάπως έτσι, η επιδότηση της ρήτρας αναπροσαρμογής εξαγγέλθηκε ότι θα αφορά στο 80% για το τελευταίο τετράμηνο του 2021 αλλά έφτασε στους παραγωγούς μόλις το 40%, η δέσμευση για το πρώτο δίμηνο του 2022 είναι η επιστροφή του 50% και για μετά τον Απρίλη είναι στόχος (!), σύμφωνα με τον υπουργό Ενέργειας, να φτάσει το 80%. Η αρχική εξαγγελία επιστροφής του φόρου στο πετρέλαιο ήταν 40 εκατ. ευρώ, η οποία έγινε 60 εκατ. ευρώ για μερίδα των αγροτών και με ορίζοντα καταβολής το Νοέμβρη, πολύ μακριά από τα 160 εκατ. ευρώ που βρισκόταν το σύνολο της επιστροφής που λάμβαναν οι αγρότες πριν αυτή καταργηθεί το 2016.
Η αξιωματική αντιπολίτευση θυμήθηκε τις τελευταίας μέρες και αυτή τους αγρότες και προσπαθεί να αξιοποιήσει την κυβερνητική φθορά με περιοδείες και ερωτήσεις, παραπέμποντας τις λύσεις στις εκλογές και στην… προοδευτική διακυβέρνηση, η οποία δεν θα είναι σαν την προηγούμενη που φόρτωσε με φόρους και επίσης αύξησε το κόστος παραγωγής των αγροτών.
Τούτων δοθέντων, το πολιτικό σύστημα αρκείται σε ασκήσεις πολιτικής επικοινωνίας, προεκλογικής ετοιμότητας και μικροπολιτικής, μακριά από τα πραγματικά προβλήματα της παραγωγής.
Από την άλλη, είναι εμφανής η αδυναμία συγκρότησης του αγροτικού κόσμου. Τόσο το γενικότερο κλίμα απογοήτευσης και έλλειψης προσδοκιών, όσο και οι χρόνιες παθογένειες των συλλογικών εκφράσεων στον αγροτικό χώρο, δεν συμβάλλουν στη δυνατότητα μιας ουσιαστικής συζήτησης και ενεργοποίησης γύρω από τα άμεσα προβλήματα επιβίωσης των παραγωγών αλλά και γύρω από κομβικά ζητήματα της αγροτικής παραγωγής. Ωστόσο, η απογοήτευση όσο αυξάνεται η πίεση και αγγίζει τα όρια της επιβίωσης, συχνά μετατρέπεται σε πιο ενεργητικές στάσεις…