Οι επίσημοι εορτασμοί για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση ήταν σίγουρα αναντίστοιχοι με την ιστορική, πολιτική, κοινωνική και εθνική αξία και σημασία που είχε και έχει ως γεγονός το 1821. Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην πανδημία που περιόρισε το μέγεθος και την έκταση των εορταστικών εκδηλώσεων ‒ που ίσως τελικά να ήταν και καλό αφού ο αρχικός σχεδιασμός περιελάμβανε μια επανάληψη του 2004. Οφείλεται κυρίως στο πώς η επιτροπή είχε «συλλάβει» την ουσία αυτού του εορτασμού. Που δεν ήταν άλλη από το να ξαναγραφτεί η ιστορία, όχι μόνο του ‘21 αλλά συνολικά των 200 χρόνων, σύμφωνα με τις ανάγκες τού σήμερα και τις επιθυμίες των εγχώριων διεθνοποιημένων και παγκοσμιοποιημένων ελίτ μας. Και αυτές οι ανάγκες υπαγορεύουν: Εναρμόνιση με το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο του καθεστώτος της μεταμοντέρνας αποικίας, εμπέδωση της ενδοτικότητας στα εθνικά θέματα και της υποχωρητικότητας απέναντι στον τούρκικο επεκτατισμό, μεγέθυνση της εκσυγχρονιστικής αποδόμησης -εθνικής και ιστορικής- και βάθεμα της πανδημικής κανονικότητας και όλων των παραγόμενών της.

Όλα αυτά είχαν όμως κάποια αποτελέσματα: Να μην υπάρξει καμία σύνδεση του τότε και του τώρα ‒βασικό ζητούμενο κάθε επετείου‒, να υποβαθμιστεί ο λαϊκός, κοινωνικός και δημοκρατικός χαρακτήρας του ’21 αλλά και να διαστρεβλωθεί ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας του. Να εξαλειφθεί η μαζική συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην Ελληνική Επανάσταση, να ανθίσουν και να υπερπροβληθούν οι θεωρίες του στυλ «μας σώσανε οι ξένοι» και «το ’21 δημιουργήθηκε τεχνητά το ελληνικό έθνος». Και βέβαια οι αγωνιστές της Επανάστασης να παρουσιαστούν ως ένα μάτσο αγροίκων, μεθύστακων, γυναικάδων, ψευτών, ρατσιστών, παιδεραστών κ.ο.κ. με αμφίβολη εθνική συνείδηση και καταγωγή. Βέβαια αυτοί έδωσαν τα υπάρχοντά τους, το αίμα τους και τη ζωή τους, ενώ όσοι τα λένε όλα αυτά το μόνο που τους νοιάζει είναι να μην χάσουν καμιά μίζα. Έτσι, κόντρα στο λαϊκό αίσθημα και τη θέση που έχει στη λαϊκή συνείδηση το 1821 είχαμε ‒και συνεχίζουμε να έχουμε‒ το ξαναγράψιμο της Ιστορίας από την ελληνική ελίτ με όρους ραγιαδισμού και αναθεωρητισμού.

Αυτή είναι η ουσία του έργου της επιτροπής και ό,τι περιτύλιγμα κι αν προσπαθήσεις να του βάλεις… ζάχαρη δεν πρόκειται να γίνει. Είτε αυτό είναι ακαδημαϊκό είτε προϊόν μάρκετινγκ ‒σε πολλές περιπτώσεις και κιτσαριό‒, το αποτέλεσμα θα παραμείνει το ίδιο.

Οι εορτασμοί πήγαν κόντρα στο λαϊκό αίσθημα και στη θέση που έχει το «1821» στη λαϊκή συνείδηση. Η ελληνική ελίτ επιδίωξε το ξαναγράψιμο της Ιστορίας με όρους ραγιαδισμού και αναθεωρητισμού

Δουλικότητα και γελοιοποίηση

Όλα τα παραπάνω αναδείχτηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την ημέρα του εορτασμού και της παρέλασης. Αυτό που χτύπαγε στο μάτι ήταν η δουλικότητα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις που τάχα μας «απελευθέρωσαν». Ότι δηλαδή μπορεί να ξεκινήσαμε μόνοι μας την Επανάσταση αλλά δεν θα τα καταφέρναμε αν δεν ήταν οι ξένοι, που και την ανεξαρτησία μας έδωσαν, και κράτος προσπάθησαν να μας κάνουν… αλλά που να καταλάβουμε εμείς οι απολίτιστοι Βαλκάνιοι.

Αυτή η θεωριούλα έγινε πράξη και έτσι καλέστηκαν και οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, να πάρουν μέρος στην επετειακή παρέλαση. Η Αγγλία έστειλε τον διάδοχο του θρόνου πρίγκιπα Κάρολο με τη σύζυγό του Καμίλα. Δεν μπορείς να την πεις και την πιο πετυχημένη επιλογή όταν θες να τιμήσεις ένα έθνος. Η Γαλλία έστειλε την υπουργό Άμυνας, Φλοράνς Παρλί. Λογικό, αν δεν μπορεί να έρθει ο πρόεδρος Μακρόν, τότε ας έρθει η υπουργός Άμυνας αφού δεν έχουν κλείσει ακόμα όλες οι συμφωνίες (βλ. φρεγάτες). Μόνο η Ρωσία κράτησε μια πιο σοβαρή στάση, στέλνοντας τον πρωθυπουργό της ‒ άλλωστε πάντα είναι προσεκτική, ειδικά τώρα που την έχει στην μπούκα όλη η Δύση και θέλει να στείλει και ένα μήνυμα στην Τουρκία. Συνολικά όμως και οι τρεις χώρες υποβάθμισαν τη συμμετοχή τους αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αρχικά είχαν καλεστεί οι Τζόνσον, Μακρόν και Πούτιν.

Για την επιτροπή και τα καμώματά της, τη μεγαλύτερη ευθύνη την έχει προφανώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη που διόρισε την κ. Αγγελοπούλου. Όμως συνένοχο σε αυτή την κατάσταση είναι συνολικά το πολιτικό σύστημα. Άλλωστε όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, στις καλοκαιρινές συναντήσεις που έκανε η Πρόεδρος με αυτά, είχαν πολλές και «εποικοδομητικές» προτάσεις και όλα επί της ουσίας νομιμοποίησαν με τον τρόπο τους την επιτροπή και το έργο της.

Έτσι εύκολα μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα: Κανένας σεβασμός στην επέτειο και στη σημασία της και μάλιστα σε διάφορες περιπτώσεις είχαμε και τη γελοιοποίησή της. Όμως αυτό θα έπρεπε να το περιμένουμε όταν υπεύθυνοι για τους εορτασμούς είναι αυτοί που έχουν αποκτήσει πολιτική εξειδίκευση στην αρπαχτή, στο ξεπούλημα, στο γλείψιμο και στις υποκλίσεις.

Φτάνεις στο σημείο να λες: Άγιο και καλό το άλογο που εκτονώθηκε μπροστά από την εξέδρα των επισήμων…


Αποτυχημένο κιτσαριό

Περίσσεψε η έμπνευση για τις επίσημες εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Με ευκολία θα μπορούσαμε να πούμε ότι περισσότερη φαιά ουσία ξοδεύτηκε από την κ. Αγγελοπούλου για τα συνολάκια και τα τσαντάκια παρά για τις εκδηλώσεις. Το ίδιο ισχύει και για την κυβέρνηση που έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για να αναδειχτεί επικοινωνιακά.

Έτσι η αρχή έγινε με ένα μεγάλο ατόπημα. Με την εγχάρακτη επιγραφή στο κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης, όπου το όνομα του χορηγού ‒Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος‒ εκτόπισε το «Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου» και καπέλωσε ακόμα και την ίδια την επιγραφή της Εθνικής Πινακοθήκης. Και τα πολυσυζητημένα εγκαίνια έγιναν χωρίς την παρουσία μόνιμης έκθεσης αφού οι εργασίες δεν είχαν ολοκληρωθεί. Τι να τα κάνεις τα έργα τέχνης, οι χορηγοί είναι το παν. Ακόμα μια μεγάλη επιτυχία της κ. Μενδώνη που είχε αναλάβει προσωπικά το πρότζεκτ αλλά και του πρωθυπουργού που είχε προαναγγείλει ότι όλα θα είναι έτοιμα για τους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου.

Η συνέχεια διαδραματίστηκε στο δείπνο του Προεδρικού Μεγάρου με ένα μενού ανάξιο της επετείου. Προφανώς γι’ αυτό έχει την ευθύνη η Πρόεδρος της Δημοκρατίας που έπρεπε να σκεφτεί ότι με έναν διαφορετικό τρόπο θα έπρεπε να τιμηθεί η ελληνική παράδοση και η επέτειος και όχι με μια δυτικότροπη δεξίωση. Αλλά και αυτή δεν έχει δείξει ιδιαίτερα τέτοια δείγματα κατά τη διάρκεια της θητείας της.

Πάντως η μεγαλύτερη επιτυχία ήταν η «εκτέλεση» του Εθνικού Ύμνου στον Ιερό Βράχο της. Μια εκδήλωση κατά τα αμερικάνικα πρότυπα όπου διάφορες διασημότητες τραγουδούν τον αμερικάνικο ύμνο πριν την έναρξη αγώνων. Αλήθεια, αυτό ποιος το σκέφτηκε;

Και για το τέλος δύο ακόμα ερωτήματα: α) Ο Πόντιος εύζωνας γιατί δεν παρέλασε; Θα χάλαγε την έξωθεν καλή μαρτυρία; β) Έπρεπε σώνει και ντε να φοράνε μάσκες οι παρελαύνοντες; Δηλαδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος; Λεπτομέρειες θα πει κάποιος…


Απούσα η ελευθερία

Ντροπή αποτέλεσε η διεξαγωγή του εορτασμού της 25ης Μαρτίου και της επετειακής παρέλασης, εν μέσω απαγορεύσεων, μέσα σε μια σιδερόφρακτη Αθήνα λόγω της παρουσίας ξένων αντιπροσωπειών και χωρίς την παρουσία κόσμου με πρόσχημα την πανδημία. Για ακόμα για φορά εργαλειοποιήθηκε ο κορωνοϊός για να περιοριστεί ο δημόσιος χώρος και να «σπρωχτεί» έξω από αυτόν η κοινωνία και ο λαϊκός παράγοντας. Δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ότι μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούσε να γίνει ο εορτασμός. Μια πολιτεία που σέβεται τους πολίτες της και επιθυμεί να τιμηθεί και να γίνει κομμάτι της κοινωνίας η 200ή επέτειος, σίγουρα θα μπορούσε να βρει τρόπους για να το κάνει. Με αποκεντρωμένες εκδηλώσεις και δράσεις και με μέτρα προφύλαξης θα μπορούσε να δοθεί ένας διαφορετικός τόνος.

Όμως αυτό δεν ήταν καθόλου μέσα στην αντίληψη τόσο της επιτροπής εορτασμού όσο και της κυβέρνησης. Όλα σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν με την αντίληψη ότι η κοινωνία περισσεύει από την επέτειο. Ότι όπως απουσίαζε από την Επανάσταση το λαϊκό στοιχείο ‒αυτή είναι η αντίληψη των κρατούντων‒ έτσι μπορεί να απουσιάζει και από τους εορτασμούς. Ότι όπως αυτή την περίοδο η κοινωνία πρέπει, τιμωρητικά, να μένει κλειδωμένη σπίτι της, για να περνάνε μια σειρά αντικοινωνικά μέτρα και νόμοι, έτσι θα πρέπει να μην της δοθεί χώρος και στην επέτειο.

Δεν έχουμε να κάνουμε με την ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας αλλά με ένα ιδεολογικό και πολιτικό σχήμα που υπαγορεύει σε όλους τους τόνους ότι η κοινωνία και ο λαϊκός παράγοντας πρέπει να είναι στο περιθώριο. Αυτό βέβαια δε φάνηκε μόνο την ίδια τη μέρα της επετείου αλλά και σε όποιες άλλες εκδηλώσεις έγιναν ‒ή δεν έγιναν για το πούμε καλύτερα‒ μέχρι τότε.

Τι ειρωνεία. Στα 200 χρόνια από την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους, έλειψαν η ελευθερία και ο λαός που την διεκδίκησε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!