Του Φώτη Τερζάκη

Μέρος Α’ (Διαβάστε εδώ το μέρος Β’)

 

Στις ημέρες μας γίνεται πολύς λόγος για γεωπολιτική και γεωστρατηγική. (1) Οι όροι συχνά χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι, και όχι αδικαιολόγητα. Πολιτική και στρατηγική θα έπρεπε από θέση αρχής να θεωρούνται αντιτιθέμενες, βέβαια, για τον εξής λόγο. Από τη σύστασή της, η έννοια της πολιτικής δηλώνει διαδικασίες διαλογικής μεσολάβησης επιδιώξεων και σκοπών μέσα σε έναν κοινά θεσπισμένο δημόσιο χώρο· από αυτή την άποψη (πρέπει να) αντιτίθεται τόσο στη διακυβέρνηση, ως μονόδρομη άρθρωση των διαδικασιών εντολής-υπακοής, όσο και στον πόλεμο, ως άρση των ίδιων των διαλογικών διαδικασιών που συνυφαίνονται με την έννοιά της. Και τα δύο αυτά –συμμετρικά- όρια της πολιτικής ανήκουν στη σφαίρα της τεχνικής, η οποία, σύμφωνα με μια μακρά παράδοση στοχασμού που συνεχίζεται από τον Αριστοτέλη ως τις μέρες μας, διαστέλλεται ρητά προς τη σφαίρα του πολιτικού· κι εφόσον η έννοια της στρατηγικής ανήκει στη σφαίρα των πολεμικών σχεδιασμών, πρέπει να λογίζεται ως τεχνική και όχι πολιτική δραστηριότητα.

Στην πράξη, ωστόσο, σπανίως υφίσταται πολιτική η οποία να μην περιέχει ένα, οσοδήποτε δευτερεύον και ελεγχόμενο, τεχνικό στοιχείο. Ιστορικά, η άνοδος αυτού του στοιχείου εντός της πολιτικής χαρακτηρίζει τη μετάβαση από τις αρχαίες στις νεωτερικές μορφές «δημοκρατίας», και μπορεί αναμφίβολα να θεωρηθεί ως η κύρια πολιτική παθολογία της κεφαλαιοκρατικής νεωτερικότητας. Εμπειρικά, όπως έχω υποστηρίξει και αλλού (2), η πολιτική, με τον τρόπο που την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, αρθρώνεται σε τέσσερα διακριτά επίπεδα: το μικροπολιτικό (πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων)· το κοινωνικό (πεδίο της δράσης των κοινωνικών κινημάτων)· το κρατικό-πολιτειακό (επίπεδο της διαχείρισης του έθνους-κράτους)· και το γεωπολιτικό (επίπεδο των διακρατικών σχέσεων). Εκείνο που συμβαίνει, από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι όσο ανεβαίνουμε προς «υψηλότερα» επίπεδα της πολιτικής αυξάνει ο βαθμός του υπεισερχόμενου τεχνικού στοιχείου. Αν η ρήση τού Κλαούζεβιτς «Πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» έχει κάποιον βαθμό αλήθειας, ισχύει κυρίως αυτό στο πεδίο της γεωπολιτικής. Από αυτή την άποψη και μόνο θεωρώ πως η ταύτιση γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής δεν είναι εμπειρικά άστοχη.

Από τη σύστασή της ως έννοια, η γεωπολιτική συνυφαίνεται με το καπιταλιστικό κοσμοσύστημα. Πρακτικά, είναι αδύνατο να διαχωριστεί η ανάλυση της διεθνούς στρατηγικής και διπλωματίας από την ανάλυση των διεθνών οικονομικών σχέσεων, ωστόσο οι συνάψεις ανάμεσα στα δύο πεδία δεν είναι πάντα διαφανείς: εξ ου και η αστοχία πολλών φιλόδοξων αναλύσεων που περιορίζονται από το πεδίο ειδίκευσης του αναλυτή. Τα χρόνια γύρω στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πιο επιτυχημένη έννοια που προτάθηκε για να περιγράψει τη δεσπόζουσα γεωπολιτική λογική ήταν ο ιμπεριαλισμός. Περιέγραφε τον αιματηρό ανταγωνισμό μιας χούφτας αποικιακών αυτοκρατοριών για το μοίρασμα του κόσμου, δηλαδή πρώτων υλών και αγορών, μέσω των οποίων χρηματοδοτούσαν τη δική τους ανάπτυξη και επέκταση. Η οικονομική εκμετάλλευση ήταν ακόμα συνυφασμένη με τη στρατιωτική κατάκτηση και με τον άμεσο πολιτικό έλεγχο. Στην πραγματικότητα, μέρος τής επιτυχίας τής έννοιας του ιμπεριαλισμού οφείλεται στο ότι συνελάμβανε τη βαθύτερη δομή τής αποικιοκρατίας πέρ’ από τις εμφανείς στρατιωτικές της διαστάσεις.

Το τοπίο άλλαξε άρδην μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – τα χρόνια της επικράτησης, δηλαδή, του κρατικογραφειοκρατικού μοντέλου καπιταλισμού. Φαινομενικά, ο κόσμος έμοιαζε με μια γιγαντιαία παρτίδα σκακιού ανάμεσα σε δύο υπερδυνάμεις γύρω από τις οποίες συσπειρώνονταν αναρίθμητες δορυφορικές χώρες, πολλές διεκδικούμενες εκατέρωθεν – αυτό που ονόμασαν «Ψυχρό Πόλεμο». Στο βάθος, η πραγματικότητα ήταν αρκετά πιο πολύπλοκη. Υπήρχαν τουλάχιστον τρία διακριτά μέρη: ένα σύνολο χωρών που έσπαζαν η μία μετά την άλλη τα δεσμά τής αποικιοκρατίας, συχνά πληρώνοντας δυσανάλογο φόρο αίματος, και διεκδικούσαν μια θέση στο παγκόσμιο σύστημα από βάση σχεδόν μηδενική, ενώ τα ριζοσπαστικότερα τμήματά τους απέβλεπαν σε ένα ποθητό σοσιαλιστικό μέλλον πέρ’ από τον ορίζοντα του παγκόσμιου καπιταλισμού· υπήρχε ο μεγάλος ωφελημένος του πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που διαδέχθηκαν τις θρυμματισμένες αποικιακές αυτοκρατορίες και έγιναν ο προμαχώνας τού κεφαλαιοκρατικού κόσμου χάρη σε ένα πυκνά υφασμένο δίκτυο στρατιωτικοβιομηχανικής, οικονομικής και ιδεολογικής ισχύος, μέσω του οποίου εγκλώβιζαν τόσο τις εργατικές τάξεις τού ανεπτυγμένου κόσμου (των «συμμάχων») όσο και τις αποβλέψεις των νεοδημιουργούμεων χωρών αντικαθιστώντας τις δομές τής στρατιωτικής κυριαρχίας με χαλύβδινους μηχανισμούς οικονομικής εξάρτησης (δεν δίσταζαν όμως να παρεμβαίνουν με πρωτοφανή ωμότητα όπου εξεγερμένοι λαοί απειλούσαν ν’ ανοίξουν ρωγμές στο παγκόσμιο σύστημα)· και υπήρχε η Σοβιετική Ένωση (αργότερα και η Κίνα) που, έχοντας φέρει εις πέρας επιτυχημένες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, και ύστερα καταπνίξει εσωτερικά τη δυναμική τους με γραφειοκρατικά μέσα, οδήγησαν σε μια εθνοπατριωτική μετάλλαξη το σοσιαλιστικό αίτημα για να το τρέψουν σε κάποιου είδους «σύντομο δρόμο» προς την καπιταλιστική ανάπτυξη, ενώ στο εξωτερικό δρούσαν ως υποστηρικτές των αντιαποικιακών κινημάτων και των νέων χωρών, σ’ έναν «δι’ εκπροσώπου» πόλεμο με το δυτικό μπλοκ, μέσω του οποίου εξομοιώνονταν όλο και περισσότερο μαζί του.

Παρ’ όλο που οι «αγώνες για σοσιαλισμό» ήταν, ονομαστικά τουλάχιστον, στην ημερήσια διάταξη όλη εκείνη την περίοδο, η αμερικανική ηγεμονία υπήρξε ακαταμάχητη. Δημιούργησε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα με άξονα το δολάριο και δύο εξαρτημένες ζώνες απορρόφησης των κραδασμών (του μάρκου και του γιεν), έναν πανίσχυρο, άκρως τεχνολογικοποιημένο στρατό με βάσεις στρατηγικά διεσπαρμένες σε όλη την υφήλιο, και έναν άνευ προηγουμένου βαθμό πολιτισμικής ηγεμονίας με διείσδυση στο στρατόπεδο των ανταγωνιστών της (στις κοινωνίες όσο και στα ηγετικά στρώματα) αλλά και στις αστικές τάξεις των αναπτυσσόμενων χωρών που επρόκειτο να διευθύνουν τη μελλοντική τους πορεία. Γύρω στο 1968, όταν αλλεπάλληλα εξεγερσιακά κύματα συντάραζαν τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές μητροπόλεις, ο Ψυχρός Πόλεμος έβαινε ουσιαστικά στο τέλος του (που θα γινόταν φανερό μια δεκαετία αργότερα): ο καπιταλισμός δεν είχε εξωτερικό ανταγωνιστή.

 

1. Η αναγωγή αυτών των πεδίων σε ακαδημαϊκές ειδικότητες, μάλιστα, όχι μόνο τα έχει περιβάλει με ένα αδιαμφισβήτητο κύρος αλλά και συνυποβάλλει μια βεβαιότητα περί της ορθολογικής τους δομής. Ουσιαστικά, βασίζονται σε έναν τύπο ανάλυσης που ήταν ανέκαθεν εμπειρικά οικείος στους κάθε λογής σχεδιαστές στρατηγικής, προπαντός στο πολεμικό πεδίο· τα πρόσφατα χρόνια, ωστόσο, έχει αρθρωθεί σε ένα ιδιάζον επιστημολογικό μοντέλο, τη λεγόμενη θεωρία των παιγνίων. Όπως κάθε φορμαλιστική θεωρία, προϋποθέτει έναν τυπικό ορθολογισμό των παικτών, με την έννοια ότι είναι σε θέση αυτοί να προϋπολογίσουν το επιδιωκόμενο κέρδος, και να περιλάβουν στον προϋπολογισμό τους τούς πιθανούς σχεδιασμούς τού αντίπαλου παίκτη (ο οποίος εκλαμβάνεται ως εξίσου ορθολογικός σχεδιαστής). Δυστυχώς, στους πραγματικούς ιστορικούς ανταγωνισμούς ισχύος σπανίως τα πράγματα λειτουργούν έτσι…

2. Βλ. τα άρθρα μου «Ανοιχτή επιστολή στον Σωτήρη Λυκουργιώτη (για το κράτος και πάλι)», Σκαντζόχοιρος 2 (Ελευθεριακές Εκδόσεις Κουρσάλ: Πάτρα 2015): 117-8· και «Το πρόβλημα της πολιτικής εκπροσώπησης», Δρόμος της Αριστεράς, 14 Μαΐου 2016.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!