Του Φώτη Τερζάκη
Μέρος Β΄ (Διαβάστε το Μέρος Α’)
Παρότι τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου η αμερικανική ηγεμονία δεχόταν σκληρή αμφισβήτηση, εκείνα τα χρόνια ακριβώς στερεώθηκε η ακαταμάχητη κυριαρχία του Ατλαντικού άξονα, που διαδέχθηκε τις προηγούμενες αποικιακές αυτοκρατορίες και τις ανασύνταξε σε ένα παγκόσμιο νεο-ιμπεριαλιστικό μπλοκ. Μία από τις πολλές αντιφατικές συνέπειες της αποαποικιοποίησης ήταν ότι, στην πραγματικότητα, έσυρε όλες τις περιοχές τού κόσμου σε μία μοναδική, ενοποιημένη αγορά, τους κανόνες τής οποίας επέβαλλε η αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη. Οι σοσιαλιστικές επιδιώξεις τσακίστηκαν – στρατιωτικά, οικονομικά και ιδεολογικά.
Απεναντίας και μάλλον παραδόξως, μετά την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ το 1989, όταν η παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ φαινόταν αδιαμφισβήτητη πλέον –και πανηγυριζόταν ως τέτοια από τους απολογητές της–, είχε σημάνει η αρχή τής καθόδου της. Μολονότι δεν είναι εκ πρώτης όψεως εμφανές, οι λεγόμενοι «πόλεμοι της Νέας Τάξης» ήταν με μια ιδιότυπη έννοια πόλεμοι αμυντικοί. Αυτό θα φανεί αν κοιτάξει κάποιος προσεκτικά, νομίζω, τις μεταβολές στη στρατηγική λογική τής υπερδύναμης ανάμεσα στην περίοδο του κρατικογραφειοκρατικού καπιταλισμού, μέχρι τις αρχές τής δεκαετίας του ’70, και την περίοδο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που κυοφορείται έκτοτε αλλά ωριμάζει ακριβώς μετά το 1989 – μέχρι σήμερα. Μπορεί να συνοψιστεί σχηματικά ως η διαφορά ανάμεσα σε μια θετική και μία αρνητική γεωπολιτική.
Η στρατηγική του Ψυχρού Πολέμου μπορεί να περιγραφεί ως «θετική» με την έννοια ότι επεδίωκε την εδαφική κατάληψη θέσεων που εξασφάλιζαν την πολιτική, διπλωματική και οικονομική κυριαρχία, τη διαρκή εξοπλιστική υπεροχή και τον έλεγχο ενεργειακών αποθεμάτων και αγορών, αποκλείοντας τους αντιπάλους. Από την επιτυχία αυτού του παιχνιδιού εξαρτήθηκε η «χρυσή τριακονταετία» της ευμάρειας και της κορυφούμενη ισχύος του δυτικού κόσμου. Μετά το 1989, εν μέσω μιας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης αυτού του κόσμου που ολοένα βαθαίνει, οι όροι μοιάζουν να έχουν αντιστραφεί. Κεντρικό μέλημα των ΗΠΑ (και των στενών τους συμμάχων) είναι η απόπειρα να διατηρήσουν μια θέση που κλονίζεται, και αυτό εμποδίζοντας προκαταβολικά τον σχηματισμό οιουδήποτε ισχυρού μορφώματος, οπουδήποτε στον κόσμο, που θα μπορούσε να αναδυθεί ως δυνητικός ανταγωνιστής. Αυτό σημαίνει ότι η δράση τους γίνεται κυρίως «αρνητική», εσκεμμένα διαλυτική, και με αποτελέσματα ολοένα και πιο αβέβαια. Το δόγμα «πρώτα καταστρέφουμε και μετά βλέπουμε», που έχει προ πολλού αντικαταστήσει την επιδίωξη σταθερών υλικών πλεονεκτημάτων, δηλώνει αδυναμία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και κυρίως αδυναμία διατήρησης των κεκτημένων· σημαίνει γρήγορη και αυτοσχεδιαστική αλλαγή τακτικών, πράγμα που μεγιστοποιεί βεβαίως και την πιθανότητα του μοιραίου σφάλματος. Δεν είναι η πια η στρατηγική του παγκόσμιου ηγεμόνα, αλλά κάποιου ο οποίος πασχίζει απεγνωσμένα να διατηρήσει μια ηγεμονία τής οποίας οι στέρεες βάσεις έχουν υποχωρήσει.
Δείγμα τής νέας γραφής ήταν ασφαλώς ο πρώτος πόλεμος του Κόλπου και η ακόλουθη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, που άνοιξε έναν διαιωνιζόμενο κύκλο χάους στα Βαλκάνια. Ήταν πόλεμοι «προληπτικού» τύπου και αδικαιολόγητα καταστροφικοί με την έννοια ότι δεν προσπόρισαν κανένα ανάλογο όφελος στην υπερδύναμη που τους ενορχήστρωσε: ωφέλησαν πολύ περισσότερο περιφερειακούς της συμμάχους –Σαουδική Αραβία, Γερμανία– που η διστακτική αλλά εμφανής αυτονόμησή τους είναι ήδη ένας νέος στρατηγικός πονοκέφαλος. Συνεχίστηκε θεαματικά με την ανατίναξη όλης της Μέσης Ανατολής, από τις εισβολές στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ μέχρι τη φρικωδία της Συρίας που διαιωνίζεται επειδή ακριβώς δεν υπάρχει στρατηγική εξόδου. Οι πόλεμοι της Μέσης Ανατολής έδειξαν καθαρά τη στρατιωτική αδυναμία των ΗΠΑ: έχουν ασυναγώνιστη τεχνολογία, όχι πια όμως έμψυχο δυναμικό, στρατιώτες που θα μπορούσαν να πολεμήσουν σε οιοδήποτε μέρος του κόσμου. Με μια έννοια, το Βιετνάμ είναι εδώ! Χωρίς να το θέλουν, ισχυροποίησαν έναν από τους απώτερους στόχους τους, το Ιράν, πράγμα που με τη σειρά του τούς κόστισε το πρώτο αδιόρατο ρήγμα με τον πολυτιμότερο σύμμαχό τους στην περιοχή, το Ισραήλ. Στην προσπάθειά τους να κερδίσουν τη Μέση Ανατολή, έχασαν τον έλεγχο τής πίσω αυλής τους, της Λατινικής Αμερικής. Σήμερα, ασθμαίνουν να εμποδίσουν την ανάδειξη των BRICS σε παγκόσμιο αποφασιστικό παίκτη – και αυτό εξηγεί τόσο τους στρατιωτικούς τυχοδιωκτισμούς τους στην Ανατολική Ευρώπη, με στόχο της Ρωσία, όσο και τις προκλήσεις τους στον Ειρηνικό, απέναντι στην Κίνα. Η ταραγμένη τους σχέση με την Ευρώπη είναι μέρος τού ίδιου παιχνιδιού: ένα ισχυρό ευρώ θα επιταχύνει την εν εξελίξει κατάρρευση του δολαρίου ως παγκοσμίου αποθεματικού, προοπτική που τρομάζει ακόμη περισσότερο εν όψει των αρχόμενων τάσεων απόσχισης του βασικότερου χτεσινού υποτελούς, της Γερμανίας· από την άλλη πλευρά, η ενότητα της Ευρώπης είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη συνοχή του Ατλαντικού άξονα, γενικά, και για τη γεωστρατηγική αναχαίτιση της Ρωσίας, ειδικότερα. O πόλεμος στη Συρία, όπου ένας αριθμός μικρών και μεγάλων δυνάμεων εξακολουθούν να βομβαρδίζουν διαφορετικούς στόχους, σε διασταυρούμενες και ιλιγγιωδώς μεταβαλλόμενες συστρατεύσεις και αντιπαλότητες μεταξύ τους, χωρίς κανένα οριστικό σχέδιο και χωρίς διαφαινόμενη πιθανότητα συνεννόησης έστω ηγεμονικά επιβεβλημένης, είναι αντιπροσωπευτικός καθρέφτης του γεωπολιτικού χάους.
* * * *
Δεν χρειάζεται να επισημάνω την κοινή λογική δομή ανάμεσα σε αυτό το είδος «αρνητικής» γεωπολιτικής και την αμιγώς καταστροφική, δηλαδή αντιπαραγωγική και αποδομητική, λειτουργία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Από κοινού μπορούν να διαβαστούν ως σημάδια ρευστοποίησης του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος, που πολύ πιθανότατα εισέρχεται στην τερματική του φάση. Αυτό δεν είναι βέβαια για κανέναν καθησυχαστικό, διότι σε τέτοιες περιόδους ανορθολογικά κίνητρα και αντιδράσεις έχουν τον πρώτο λόγο. Οι επιθανάτιοι σπασμοί τής ισχυρότερης υπερδύναμης που υπήρξε ως τώρα στην ανθρώπινη ιστορία έχουν τη δύναμη να καταποντίσουν στο έρεβος ολόκληρο τον πλανήτη, και η αδυναμία τού κεφαλαιοκρατικού μηχανισμού να αναπαραχθεί και να επεκταθεί περαιτέρω οδηγεί τους διαχειριστές του σε απονενοημένους τρόπους δράσης που διακρίνονται όλο και δυσκολότερα, όπως έχω υποστηρίξει (και όπως βλέπουμε παντού σήμερα), από το οργανωμένο έγκλημα. Το παραληρηματικό όνειρο μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης γίνεται ο εφιάλτης ενός κόσμου που παραπαίει ακυβέρνητος σε ναρκοθετημένα νερά.
Σε περιόδους χάους, όπως αυτή στην οποία βυθιζόμαστε αργά, όλες οι δυνατότητες είναι ανοιχτές και η πρόβλεψη σχεδόν αδύνατη. Εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία όμως είναι ότι κάθε δράση, οσοδήποτε μικρή, μπορεί σε τέτοιες συνθήκες να έχει ανυπολόγιστες μακροπρόθεσμες συνέπειες· και αυτό σημαίνει ότι, κατά κάποιον τρόπο, δεν υπάρχει κίνηση προκαταβολικά χαμένη ή άσκοπη, οσοδήποτε καταδικασμένη κι αν μοιάζει εκ των προτέρων. Όταν τα θεμέλια όλων των βεβαιοτήτων υποχωρούν κάτω απ’ τα πόδια μας, όταν η ίδια η πραγματικότητα χάνει το δεσμευτικό της βάρος, είναι η αξιακή επιλογή που θα μαγνητίσει τις περισσότερες θελήσεις γύρω της, που θα σηματοδοτήσει αταλάντευτα έναν έσχατο επιθυμητό σκοπό, εκείνη που έχει πιθανότητα να κερδίσει τον κόσμο.