Βλέποντας πώς πολιτεύονται οι οργανισμοί της Αριστεράς σε αυτή τη δεύτερη προεκλογική περίοδο, καταλαβαίνει κανείς ότι όχι απλώς δεν έχει βγει κανένα συμπέρασμα για το τι έγινε στις πρώτες κάλπες, αλλά κάτι παραπάνω. Σαν να έχει βαλθεί ο χώρος αυτός να παρουσιάσει σε ακόμα πιο αναβαθμισμένες εκδόσεις τα χαρακτηριστικά που οδήγησαν στα πρόσφατα αποτελέσματα.
Καταρχάς, το μόνο μήνυμα που εκπέμπεται από τους περισσότερους είναι να μπει ένα κοινοβουλευτικό φρένο στην παντοδυναμία της Ν.Δ. και του Μητσοτάκη. Αυτό εκ πρώτης άποψης φαίνεται λογικό, αλλά όταν δεν συνοδεύεται από οποιοδήποτε προγραμματικό στοιχείο, από οτιδήποτε που να εμπνέει πραγματικά τους ανθρώπους για να πάνε διαφορετικά τα πράγματα, τότε όχι μόνο δεν αρκεί αλλά και λειτουργεί ανάποδα, αφού καταγράφεται ως μια απλώς αρνητική στάση.
Έπειτα, αρχίζει το «ψηστήρι». Ποιος θα κόψει περισσότερο από τη δεξιά παντοκρατορία; Τα κόμματα που είναι οριακά να μπουν στη Βουλή παρουσιάζουν σαν πιο χρήσιμη την ψήφο σε αυτά, γιατί μπαίνοντας έστω και οριακά θα αποσπάσουν αμέσως καμιά δεκαριά έδρες. Τα πιο «εξασφαλισμένα» ζητούν να μην ψηφιστεί κάτι που ίσως βρεθεί εκτός, ή να μειωθεί η διαφορά πρώτου-δεύτερου.
Η συζήτηση αυτή εμπεριέχει βέβαια αρκετές αφαιρέσεις. Για παράδειγμα, ο στόχος να μην έχει η Ν.Δ. 180 έδρες και έτσι να μην μπορέσει να κάνει συνταγματική αναθεώρηση με 151 στην επόμενη Βουλή, πέρα από το γεγονός ότι προεξοφλεί ήδη μια μακροχρόνια ήττα, «ξεχνά» και κάτι άλλο. Ότι οι 180 έτσι κι αλλιώς θα μαζευτούν μαζί με το ΠΑΣΟΚ που, για παράδειγμα, έχει δηλώσει ότι το άρθρο 16 είναι «ταμπού» με το οποίο πρέπει να ξεμπερδεύουμε.
Όλοι σχεδόν αναπαράγουν λοιπόν μια «αντιδεξιά» ρηχότητα, δοκιμασμένη ως προς την αποτελεσματικότητά της. Αλλά και γενικότερα, η μετακύλιση της πολιτικής στο πεδίο της αριθμητικής κάνει ακόμα πιο ρηχή την πολιτική κατάσταση και ωφελεί, σε τελική ανάλυση, τους δοκιμασμένους «διαχειριστές».
Βέβαια, το πράγμα έχει λογική. Αφού για το εκλογικό αποτέλεσμα φταίει μάλλον ο καθυστερημένος λαός, ο κυρ Παντελής που δεν αλλάζει, δεν καταλαβαίνει τίποτα κ.λπ., ας επιμείνουμε στη δική μας μας ταυτότητα μήπως μαζέψουμε κάτι παραπάνω από τα βάθη της αριστερής «δεξαμενής», από τους «δικούς μας» που έτσι κι αλλιώς θα ρίξουν μια ψήφο προς τα δω.
***
Κάπου εκεί αρχίζουν και τα μαλλιοτραβήγματα. Μαλλιοτράβηγμα πρώτο, ΣΥΡΙΖΑ εναντίον ΚΚΕ και λοιπών που «αντικειμενικά ρίχνουν νερό στον μύλο της Δεξιάς». Τα γνωστά. Πρωταγωνιστούν σε αυτά νέα αστέρια με τον ενθουσιασμό του νεόκοπου, (Έλενα Ακρίτα κ.λπ.). Γενικότερα μιλώντας, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταλάβει ότι μάλλον κάτι διαφορετικό πρέπει να κάνει αλλά δεν του πολυβγαίνει. Δεν είναι μόνο τα «αυτογκόλ» που συνεχίζονται, είναι και ένας «διχασμός» ανάμεσα στην ανάγκη μιας πιο «υπεύθυνης» παρουσίας («πάμε μαζί στο γενικό λογιστήριο, κύριε Μητσοτάκη» κ.λπ.) και στις αναγκαίες κορώνες του «αντιδεξιού αγώνα». Διχασμός που οδηγεί σε αμηχανία, όχι μόνο επικοινωνιακή, σε ένα κλίμα σχεδόν ανέφικτης ανασύνταξης, με το μυαλό των πιο «insiders»στις εξελίξεις μετά τη δεύτερη κάλπη. Εκείνο που δεν αλλάζει καθόλου είναι η πλήρης αφωνία γύρω από ουσιαστικά ζητήματα, όπως τα γεωπολιτικά, τα εθνικά, αλλά και το κοινωνικό ζήτημα με τις ευρύτερες διαστάσεις του.
Μετά έχουμε ΜέΡΑ25 σχεδόν αποκλειστικά κατά Πλεύσης Ελευθερίας. Το ΜέΡΑ25 μέχρι πριν μια βδομάδα κατηγορούσε τη Ζωή Κωνσταντοπούλου ότι ενώ την είχαν καλέσει λέει να συνεργαστούν, εκείνη δεν το συζητούσε αν δεν την βάζανε αρχηγό. Τώρα, όχι μόνο το ΜέΡΑ25 αλλά και αρκετοί ακόμα, της «την πέφτουν» από τη σκοπιά της υπεράσπισης κάποιας υποτίθεται ορθοδοξίας της Αριστεράς… Έτσι, η Κωνσταντοπούλου κατηγορείται ουσιαστικά ως φορέας του αμαρτωλού «εθνολαϊκισμού». Συμμετείχε στα συλλαλητήρια κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, φοβερό αμάρτημα! Δεύτερον, δηλώνει ότι δεν είναι «ούτε Δεξιά ούτε Αριστερά», κάτι που το λέει κι η Μελόνι στην Ιταλία, η Λεπέν στη Γαλλία, παλιότερα ο Παπαδόπουλος κ.λπ. Από την Κωνσταντοπούλου λοιπόν εκπορεύεται ο νέος ολοκληρωτισμός στην Ελλάδα, την τσακώσαμε την Ελληνίδα Μελόνι (με την οποία όμως μέχρι πρότινος θέλαμε να συνεργαστούμε) και άρα, τι άλλο, ψηφίστε μας… Ίσως δεν τους απασχολεί καν ότι έτσι, και δεν είναι η πρώτη φορά, προσχωρούν στην κυρίαρχη φιλολογία γύρω από αυτά τα θέματα.
Από την άλλη, η κα Κωνσταντοπούλου αποφεύγει τις κακοτοπιές. Προτιμά να μην τοποθετείται σχεδόν για τίποτα αφού έχει καταλάβει ότι ο «καταγγελτικός» λόγος είναι σήμερα χρεοκοπημένος. Έτσι, εμφανίζεται παντού χαλαρή και χαμογελαστή, δεν χρειάζεται να λέει πολλά αρκεί να εμφανίζεται. Με κάποια πυρά κυρίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ, που της εξασφαλίζουν μια πολύ αναβαθμισμένη παρουσία στα ΜΜΕ, και την υπόσχεση ότι με νομικές γνώσεις και επιμονή θα παράξει κοινοβουλευτικό έργο, φαίνεται να έχει σίγουρη την είσοδο στη νέα Βουλή. Ακόμα και για τον ΣΥΡΙΖΑ, όταν τις δίνουν «πάσες» για πιο αιχμηρά θέματα (π.χ. ο Πορτοσάλτε προχθές για Φίλη, τουρκικό προξενείο κ.λπ.), προτιμά τη σιωπή και το χαμόγελο. Δεν είναι τώρα να μπλέκουμε…
Τέλος, έχουμε κλασικά ΚΚΕ εναντίον κάθε οπορτουνιστικής δύναμης, αλλά αρκετά πιο χαλαρά. Στη χαλαρότητα αυτή οδηγεί τόσο το νέο στυλ του Γεν. Γραμματέα, που ενθουσιάζει αρκετούς αριστερούς, όσο και το γεγονός ότι έχει σχεδόν εξασφαλιστεί η παρουσία με περισσότερες έδρες στη Βουλή. Είναι η μόνη σίγουρη ψήφος που δεν θα απογοητεύσει κανέναν, αφού από τώρα όλοι ξέρουν ότι θα λέει και θα κάνει ακριβώς τα ίδια πράγματα και τα επόμενα χρόνια χωρίς να πολυενοχλεί.
Γενικώς μια ωραία ατμόσφαιρα, που έλεγε και η γνωστή ατάκα. Υπάρχουν ψήφοι ρεαλιστικές, υπολογιστικές, συναισθηματικές, του μικρότερου κακού, με το στανιό, με σιχτίρισμα, και διάφορες παραλλαγές τους. Μάλλον είναι οι περισσότερες σήμερα, τα «δαγκωτά» φαίνεται ότι μειώνονται. Όπως και να ψηφίζει κανείς, ας το κάνει με συνείδηση του πού βρισκόμαστε και των σημερινών ανεπαρκειών. Αυτή θα ήταν ίσως μια καλή απαίτηση σε ένα τοπίο γενικώς χαμηλών πτήσεων και προσδοκιών…