Άλλη μια αποτυχία των πολιτικών ανούσιου εντυπωσιασμού και «λιγότερου κράτους».
Ο νομός Αργολίδας είναι γνωστό ότι έχει σοβαρό πρόβλημα με την ποιότητα των υδάτινων πόρων. Ειδικά το ποσοστό των νιτρικών παρουσιάζεται αυξημένο και, σε πολλές περιοχές, πολύ πάνω από τα επιτρεπτά όρια.
Η σταδιακή αποκατάσταση της ποιότητας του νερού είναι εξαιρετικά σημαντική για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, δημόσιας υγείας αλλά και οικονομικούς (πόσες εξάδες εμφιαλωμένο νερό αγοράζει εβδομαδιαία μια οικογένεια;).
Το φυσιολογικό θα ήταν, εφόσον η πολιτεία δηλώνει ότι την ενδιαφέρει η επίλυση αυτού του τόσο σοβαρού ζητήματος, να υπάρχει μια οργανωμένη διαδικασία που ύστερα από τη μελέτη των βασικών πηγών ρύπανσης να καταλήγει σε στοχευμένες παρεμβάσεις περιορισμού έως εξάλειψης αυτών των πηγών. Φυσικά, σε αυτή τη διαδικασία θα έπρεπε να υπάρχει στενή συνεργασία, αξιοποίηση και συντονισμός των Γεωπονικών Πανεπιστημίων, του ΙΓΜΕ, της Περιφερειακής Διεύθυνσης Υδάτινων Πόρων (η οποία υπολειτουργεί) και ενός Φορέα Διαχείρισης σε επίπεδο νομού (που δεν υφίσταται). Την παραπάνω διαδικασία επιβάλλει, νομίζω, η κοινή λογική.
Αντί αυτού, ακολουθήθηκε μια διαφορετική διαδικασία. Σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο, στη Ν. Κίο, αναγγέλθηκε από τον κ. Γ. Μανιάτη (ΥΠΕΚΑ) και την Κ. Μπατζελή (ΥΠΑΑΤ) η διάθεση 10 εκατ. ευρώ στην Αργολίδα από το πρόγραμμα «Προστασία των ευαίσθητων στα νιτρικά περιοχών». Στη συνέχεια, στην «Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος», αναφέρεται πως για την Αργολίδα μπορούν να ενταχθούν στο πρόγραμμα εκτάσεις που ένα από τα τρία τελευταία έτη (2008, 2009, 2010) είχαν καλλιεργηθεί με κηπευτικά!
Είναι προφανές ότι τα περιβαλλοντικά οφέλη από αυτή τη διαδικασία θα ήταν εξαιρετικά περιορισμένα, καθ’ ότι οι καλλιέργειες κηπευτικών στο νομό μας είναι περιορισμένες, η συμμετοχή τους στη ρύπανση των υδάτων είναι πολύ χαμηλή και η διαδικασία μάλλον οικονομικά ασύμφορη για τους περισσότερους παραγωγούς. Τελικά, η διαδικασία οδηγήθηκε σε φιάσκο, καθώς κανένας παραγωγός δεν έκανε αίτηση ένταξης.
Το πρόγραμμα ήταν καταδικασμένο να αποτύχει, καθώς απουσίαζε ο οποιοσδήποτε ολοκληρωμένος σχεδιασμός και η οποιαδήποτε επιστημονική προσέγγιση του προβλήματος. Εάν ένας φοιτητής οποιασδήποτε σχολής περιβάλλοντος απαντούσε ότι με τον έλεγχο της λίπανσης των κηπευτικών θα περιοριστεί το πρόβλημα της νιτρορύπανσης στην Αργολίδα, είναι μάλλον βέβαιο ότι η βαθμολογία του θα κυμαινόταν από 1 έως 2 με άριστα το 10. Η εξόφθαλμη έλλειψη ενός κεντρικού και αποτελεσματικού σχεδιασμού και η παταγώδης αποτυχία του προγράμματος οφείλεται, από τη μια, στην περιοριστική και μικροπολιτική λογική των αρμόδιων υπουργείων (να πούμε ότι φέραμε λεφτά χωρίς να ασχοληθούμε με την ουσία του προβλήματος) και, από την άλλη, στο «λιγότερο κράτος» που ζητά η τρόικα και με σοκαριστική προθυμία εφαρμόζει η κυβέρνηση. Για παράδειγμα, το ΙΓΜΕ, ενώ απασχολούσε πριν από μια δεκαετία 1.200 εργαζόμενους, έχει μείνει με μόλις 450, ενώ αναμένεται η συνταξιοδότηση άλλων 200 το πρώτο εξάμηνο του 2011. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, με περιορισμένους πόρους και χωρίς σχέδιο αξιοποίησής των μεγάλων δυνατοτήτων τους, αναζητούν εταιρίες-χορηγούς για να επιβιώσουν.
Με αυτά τα δεδομένα, για ποια παραγωγική ανασυγκρότηση, για ποια αξιοποίηση νέων επιστημόνων -που ετοιμάζουν τις βαλίτσες τους για το εξωτερικό-, για ποια προστασία του περιβάλλοντος και για ποια «πράσινη» ανάπτυξη μπορεί να μιλήσει κανείς;
* Ο Δημήτρης Π. Κοδέλας είναι μέλος της Κίνησης Συντονισμού Πολιτών για την Πελοπόννησο