Πείτε το γκρίνια, πείτε το άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε αλλά εκείνο που θα ήθελα να θίξω αυτή τη φορά, είναι η μιζέρια που βιώνουμε καθημερινά. Η αποδοχή της «κακής τύχης μας», η αναγωγή σε πολιτικές καταστάσεις του παρελθόντος που μας έχουν φέρει έως εδώ και ποικίλες δικαιολογίες που εφησυχάζουν τη σκέψη μας και έτσι γυρίζουμε από το άλλο πλευρό…
Έχω κουραστεί να ζω σε μια χώρα με ανύπαρκτο κοινωνικό κράτος που αντί να περιθάλπει τους πολίτες τους τιμωρεί με δεκάδες τρόπους: με την ατέλειωτη γραφειοκρατία, με τις κακοτεχνίες παντός είδους, με τους άδικους φόρους, με την ανεπαρκή Παιδεία που εσκεμμένα παραμένει σε χαμηλό επίπεδο, με την κακή διαχείριση του φυσικού πλούτου, με την ανισότητα που καλλιεργεί ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, με την καθήλωση της ποιότητας της ζωής μας στο μηδέν.
Θυμώνω γιατί βλέπω τα παιδιά μας να φεύγουν σε χώρες του εξωτερικού και να μη θέλουν να γυρίσουν πίσω. Ζουν σε βιώσιμες πόλεις που έχουν λύσει τα βασικά προβλήματά τους όταν εμείς ακόμα αγωνιζόμαστε για τα αυτονόητα και τα στοιχειώδη.
Δεν είναι που αυτός ο λαός δεν πάλεψε για καλύτερες μέρες, για δικαίωμα στη ζωή και στην εργασία, είναι που οι αγώνες του έγιναν εφαλτήριο για να κυβερνήσουν άνθρωποι που συντηρούν την παρακμή, την οπισθοδρόμηση και καλλιεργούν το φόβο της μη εναλλακτικής λύσης. Κανείς από τους κυβερνώντες δεν πήρε ποτέ το πολιτικό ρίσκο να αλλάξει το παραμικρό, να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο. Συνεχίζουμε να ζούμε σε ένα μεταπολεμικό προτεκτοράτο όπου νόμος είναι το δίκιο του δυνατού και μότο μας «όπου φτωχός κι η μοίρα του».
Δεν μπορέσαμε ποτέ να αξιοποιήσουμε τους φυσικούς μας πόρους και έτσι τους πουλήσαμε. Δεν κατορθώσαμε να κάνουμε ευτυχισμένους πολίτες και τους οδηγήσαμε είτε στην αυτοκτονία είτε στον ξεριζωμό. Δεν μπορέσαμε να δούμε κατάματα την πραγματικότητα!