Η εκλογή του Εντ Μίλιμπαντ και η «στροφή» των εργατικών
Του Χρήστου Γιοβανόπουλου
Ας αφήσουμε το δράμα της σύγκρουσης δύο αδερφών για την ηγεσία των Εργατικών (που έχει χαρακτηριστεί από «ψυχόδραμα» μέχρι σαπουνόπερα και ριάλιτι) και ας πάμε στο κύριο ερώτημα: Σημαίνει η εκλογή του νεότερου, και θεωρούμενου πιο αριστερού, των Μίλιμπαντ, με την πλειοψηφική στήριξη των συνδικάτων, αριστερή στροφή στην πολιτική των Εργατικών; Ας μην αφήσουμε, όμως, για το τέλος την απάντηση, ακολουθώντας την τακτική του σασπένς, κι ας δώσουμε το λόγο στον ίδιο τον πρωταγωνιστή.
Διαβεβαιώσεις μετριοπάθειας και συμμόρφωσης
Στην πρώτη του συνέντευξή του στο BBC, μία μέρα μετά την εκλογή του, συνέντευξη τεσταρίσματός του από ΜΜΕ και οικονομικά κέντρα, όπου επίσης ο Εντ Μίλιμπαντ προϊδέαζε για την πρώτη του ομιλία ως προέδρου στο συνέδριο του κόμματος την επομένη, ρωτήθηκε αν στόχος του ήταν να στρέψει τη Βρετανία προς τα αριστερά, όπως της Θάτσερ ήταν να τη στρέψει δεξιά. Υπόθεση ή δίκη προθέσεων που του είχε προσάψει η δεξιά Daily Mail. «Αυτές οι κατηγορίες δεν βοηθάνε. Δεν βλέπω με αυτόν τον τρόπο την ηγεσία μου. Δεν πρόκειται για μια υποταγή στην Αριστερά – απολύτως όχι. Στέκομαι στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Πρόκειται για τον επαναπροσδιορισμό του πού βρίσκεται το κέντρο».
Σχετικά με τη στήριξη -και πιθανή δέσμευσή του- από τα συνδικάτα, η απάντησή του ήταν ακόμα πιο καθησυχαστική: «Δεν είμαι άνθρωπος κανενός. Είμαι ο δικός μου άνθρωπος. Σίγουρα δεν είμαι άνθρωπος του Μπομπ Κρόου» (του ηγέτη τού, θεωρούμενου ως πιο ριζοσπαστικού, συνδικάτου των σιδηροδρομικών στη Βρετανία). Ενώ για το επαπειλούμενο κύμα απεργιών από τα συνδικάτα δεν παρέλειψε να μιλήσει για τις «ηρωϊκές αποτυχίες του συνδικαλιστικού κινήματος στο παρελθόν» (αναφερόμενος στην αντίσταση των συνδικάτων στο θατσερισμό) και να απαιτήσει από τα συνδικάτα ωριμότητα, υπευθυνότητα και διάλογο, αφήνοντας την απεργία σαν την απολύτως τελευταία επιλογή. Την επομένη, στην ηγετική ομιλία ήταν ακόμα πιο σαφής όταν αποκήρυξε την «υπερβολική ρητορική σχετικά με κύματα ανεύθυνων απεργιών. Ο κόσμος δεν θα τις υποστηρίξει», είπε απευθυνόμενος στους συνδικαλιστές, «Εγώ δεν θα τις υποστηρίξω. Κι εσείς δεν πρέπει να τις υποστηρίξετε, επίσης».
Τέλος, για το ακανθώδες ζήτημα των περικοπών δημοσίων δαπανών, που συνέτεινε σε μεγάλο βαθμό και στην επιλογή του από τα συνδικάτα, ο Εντ Μίλιμπαντ διαβεβαίωνε τον επιχειρηματικό κόσμο πως «μιλάει σοβαρά για την μείωση του ελλείμματος» και πως «δεν θα αντικρούσω κάθε περικοπή που η κυβέρνηση συνασπισμού προωθεί. Θα υπάρξουν πράγματα που η κυβέρνηση θα κάνει και που δεν θα αρέσουν στο κόμμα μας, αλλά που οφείλουμε να τα υποστηρίξουμε.». Όσον αφορά τις προθέσεις των Εργατικών για την οικονομία, τόνισε πως «αρχικός στόχος για ένα υπεύθυνο σχέδιο είναι να μειωθεί το έλλειμμα στο μισό μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια» και συνέχισε, κριτικάροντας έμμεσα την πολιτική της κυβέρνησης, «αλλά προτεραιότητα μας είναι η ανάπτυξη…».
Γιατί επικράτησε του έτερου Μίλιμπαντ
Ο Εντ Μίλιμπαντ έσπευσε, από την πρώτη στιγμή, να ξακαθαρίσει τις προθέσεις του ως ηγέτη των Εργατικών πάνω στο φλέγον ζήτημα αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης εφησυχάζοντας επιχειρηματικά και πολιτικά κέντρα εξουσίας. Η επικράτησή του, όμως, από σχεδόν απόλυτο αουτσάϊντερ και παρά την εχθρική στάση του Τύπου, έναντι του θεωρούμενου βέβαιου νικητή και υποστηριζόμενου, από το κατεστημένο, αδερφού του, χρήζει ερμηνείας. Όπως επίσης και το τι σημαίνει η νίκη του για την φυσιογνωμία των Εργατικών, μετά και την αποχώρηση από κάθε ηγετική θέση και ρόλο του αδερφού του Ντέιβιντ, με το σκεπτικό αποφυγής επανάληψης του προβληματικού μοντέλου του διδύμου Μπλερ-Μπράουν.
Ο Εντ στηρίζει το λόγο του για μια «νέα γενιά των αισιόδοξων της πολιτικής, που κάνει τα πράγματα με άλλον τρόπο», στην απόσταση που παίρνει από το εγχείρημα και την κρίση των Νέων Εργατικών. Αυτό είναι το κύριο σημείο διαφοροποίησής του από την ταύτιση του αδερφού του με τις καλές (μπλερικές) μέρες του κόμματος. Μια διαφοροποίηση που εντοπίζεται, κυρίως σε τρία σημεία. Την, εκ του ασφαλούς πλέον, κριτική της εμπλοκής στον πόλεμο του Ιράκ, χωρίς την απαραίτητη στήριξη της διεθνούς κοινότητας και του ΟΗΕ (παραδόξως η ρητορική και ο ρόλος του Μπλερ κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν ήταν παρά να ζητάει συνέχεια την πιο ενεργή εμπλοκή του ΟΗΕ και των διεθνών συμμάχων). Τη φιλολογία Μπλερ-Μπράουν ότι καταπολέμησαν οριστικά το φαινόμενο μιας ανάπτυξης φούσκας, με την παρούσα κρίση να τους διαψεύδει τραγικά. Και τέλος την κριτική πως οι Νέοι Εργατικοί «έχασαν την ικανότητά τους ως πολιτική δύναμη που μπορεί να προσαρμόζεται και να αλλάζει. Καταλήξαμε να μοιάζουμε με ένα νέο κατεστημένο…». Αναφερόμενος στη χαμένη ικανότητα των Νέων Εργατικών, τους αναγνωρίζει, ουσιαστικά, σαν δύναμη θετικής αλλαγής της χώρας, ενώ διαφοροποιείται από την κυβερνητική τους θητεία, ειδικά την τελευταία περίοδο, θέλοντας να διαγράψει μια νέα αρχή.
Όχι Ρεντ, απλώς Εντ
Αυτός είναι ο τρόπος που η νέα ηγεσία των Εργατικών διαχειρίζεται την έντονη δυσαρέσκεια των εκτός του κομματικού μηχανισμού μελών των Εργατικών. Μιας μειωμένης στο μισό (από 400 χιλιάδες το 1997, όταν οι Εργατικοί ανέβηκαν στην εξουσία, σε 200 σήμερα) κομματικής βάσης που, εκτός από την απογοήτευσή της από το κόμμα τους, εκφράζει και την αντίθεσή της στα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης Συντηρητικών-Φιλελεύθερων, καθώς απειλείται άμεσα από αυτά. Η κινητοποίηση αυτού του κομματιού των εργαζομένων ήταν που όντως ήθελε να στείλει ένα μήνυμα προς την ηγεσία του κόμματος για την πολιτική του, ως μέρος του δύσκολου αγώνα του ενάντια στις περικοπές. Αυτό, όμως, δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για μια ουσιαστική αλλαγή, παρά το ότι τάραξε τα νερά και ανησύχησε ιδιαίτερα το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο. Το ότι ο Εντ Μίλιμπαντ έσπευσε να απαρνηθεί το προσωνύμιο Ρεντ (κόκκινος) που ο δεξιός (κυρίως) Τύπος τού έδωσε, ανασύροντας τη ρητορική του «μπαμπούλα» των συνδικάτων και των απεργιών που παραλύουν τη χώρα, δεν αποτελεί παρά μια σαφή διακήρυξη «σε ποια πλευρά στέκει», όπως ρωτάει και το παλιό αγγλικό εργατικό τραγούδι.