Η συζήτηση έγινε «Στο Κόκκινο 105,5» με αφορμή το καινούργιο βιβλίο της Κατερίνας Π. Μπρέγιαννη «Από το 1821 στο 1922 – Αναπαραστάσεις της Επανάστασης στον Μεσοπόλεμο», εγκαινιάζοντας τη σειρά «Ιστορία και Θεωρία της Ιστορίας» των εκδόσεων «Αλφειός». Η συγγραφέας είναι διευθύντρια ερευνών στο «Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού» της Ακαδημίας Αθηνών.
Σ.Ε.: Είναι ενδιαφέροντες οι προβληματισμοί γύρω από την Επανάσταση του ’21 στον Μεσοπόλεμο, αλλά και οι τρόποι με τους οποίους αυτή «αξιοποιείται» και «απεικονίζεται» εκατό χρόνια μετά.
Κ.Μ.: Ο Μεσοπόλεμος είναι μια πολύ γόνιμη περίοδος όσον αφορά την παραγωγή νέας σκέψης στην Ελλάδα και την ενσωμάτωση των ξένων ρευμάτων. Όλες αυτές οι διανοητικές διεργασίες εκλαμβάνονται ως αντανάκλαση των ιδεολογικών μετασχηματισμών που επισυμβαίνουν στον ελληνικό χώρο ως αποτέλεσμα των συνταρακτικών γεγονότων αυτής της περιόδου. Της ήττας στο μικρασιατικό μέτωπο, στη συνέχεια της προσπάθειας για εκσυγχρονισμό της χώρας και της εγκατάστασης ενάμιση εκατομμυρίου προσφύγων. Αυτά τα καθαρά ιστορικά γεγονότα δίνουν και έναυσμα για τη δημιουργία ιδεολογικών μετασχηματισμών στην Ελλάδα. Οι διεργασίες αντανακλώνται και στον εορτασμό της επετείου των 100 χρόνων από την Επανάσταση. Οι εορτασμοί της εκατονταετηρίδας είναι ακριβώς και το σημείο τομής, ο άξονας μάλλον, του βιβλίου. Από κει ξεκινάει η προβληματική, ότι στον Μεσοπόλεμο, μέσα σ’ αυτές τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που συμβαίνουν στην Ελλάδα, έχουμε και την επέτειο των 100 χρόνων. Τι γίνεται, λοιπόν, μ’ αυτή την επέτειο; Εορτάζεται; Δεν εορτάζεται; Μετακυλίεται;
Σ.Ε.: Γιατί τόση έμφαση στους μαρξιστές διανοούμενους του Μεσοπολέμου;
Κ.Μ.: Η πρόθεσή μου ήταν να δω τις συγκλίσεις, αποκλίσεις και συγκρούσεις στο ιδεολογικό κομμάτι που αφορά και τους μαρξιστές διανοούμενους, ευρύτερα την Αριστερά, χωρίς να αποκλείω από τα ερωτήματα της έρευνας τον κεντρώο χώρο, τον βενιζελικό, τους σοσιαλιστές, δηλαδή τον κύκλο του Παπαναστασίου, αλλά και το Λαϊκό Κόμμα, τους βασιλικούς. Μέσα σ’ αυτό το ιστοριογραφικό ερώτημα έδωσα μια έμφαση στους μαρξιστές διανοούμενους γιατί, κατ’ αρχάς, επηρεάζουν σημαντικά την πρόσληψη του ’21 και στις μεταγενέστερες δεκαετίες, πέρα από τον Μεσοπόλεμο. Δεύτερον, γιατί έχει επανέλθει στη συζήτηση των ιστορικών με αφορμή την επέτειο των 200 ετών, η πραγμάτευση των θέσεων των μαρξιστών -ή των αριστερών με μια διαφορετική ορολογία- διανοούμενων σε σχέση με το σήμερα.
Θέλησα να δω τα ίδια τα κείμενα των μαρξιστών διανοητών για να εντοπίσω την προβληματική τους. Τι τους απασχολεί και ποιους συντελεστές της Επανάστασης αναδεικνύουν. Νομίζω ότι έχουμε μια, σε πολλούς δεν αρέσει η λέξη, συνέχεια διανοητική των ιδεών που σχετίζονται με την Επανάσταση μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δηλαδή την πρόσληψη ουσιαστικά της Επανάστασης από το ΕΑΜ, εξ ου και η αναφορά που κάνω στην πρόσληψη της Επανάστασης από τον Ζαχαριάδη. Και αυτή η συνέχεια αφορά ακριβώς την ανάδειξη των πολλαπλών χαρακτηριστικών της Επανάστασης και την έμφαση στον αγροτικό της χαρακτήρα. Κι αυτό ξεκινάει από το έργο του Σκληρού πριν το 1910, που μιλάει για συντελεστές της Επανάστασης ευρύτερα απ’ ότι σήμερα η Αριστερά αναδεικνύει. Μιλάει για την Εκκλησία, για τους φιλέλληνες στους οποίους αποδίδει συντηρητικό ρόλο κατά ένα μεγάλο μέρος, μιλάει για την αστική, εντός εισαγωγικών, τάξη και, βέβαια, για τον λαϊκό παράγοντα. Και φυσικά για τους πολεμιστές, για την ετοιμότητα των λαϊκών ανθρώπων να πολεμήσουν. Αυτό το στοιχείο, την ανάδειξη του λαϊκού παράγοντα, και μάλιστα του αγροτικού χαρακτήρα της επαναστατικής διεργασίας, το βρίσκουμε στον Ζέβγο∙ αναπαράγεται μετά στη συζήτηση για το 1821 τα χρόνια του εμφυλίου, γιατί έχει να κάνει με τις αναγκαιότητες που υπάρχουν για την ανάδειξη του αγροτικού παράγοντα όσον αφορά τόσο την Επανάσταση όσο και τον εμφύλιο. Μην ξεχνάμε ότι το εγχείρημα εκσυγχρονισμού του αγροτικού χώρου κατά τη μεσοπολεμική περίοδο είχε αποτύχει.
Σ.Ε.: Έχω την αίσθηση ότι παρά τις επιμέρους μεταξύ τους διαφορές, στην αξιολόγηση των παραγόντων που συνέτειναν στην πραγματοποίηση της Επανάστασης του ’21, είναι περισσότερα τα κοινά σημεία στους μαρξιστές διανοούμενους. Κάνω λάθος;
Κ.Μ.: Γι’ αυτό μίλησα για συνέχεια. Υπάρχει αυτή η σύγκλιση. Η διαφοροποίηση είναι με τον Κορδάτο. Και πάλι, για τη σκέψη του, σχετικά με το ’21, για την πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ιστοριογραφική παραγωγή του. Μετά τον πόλεμο και την κριτική που του είχε ασκηθεί, αλλάζει και συγκλίνει περισσότερο με τους υπόλοιπους που προαναφέραμε. Μια σύγκλιση που αφορά την ανάδειξη του πολυφυούς χαρακτήρα της Επανάστασης. Είναι κάτι που και ο δάσκαλός μου, ο Σπύρος Ασδραχάς, έχει τονίσει στα άρθρα του: Οι συντελεστές της Επανάστασης δεν είναι ένας, είναι περισσότεροι, μέσα στους οποίους είναι και η Εκκλησία και οι τοπικοί γαιοκτήμονες με επαμφοτερίζοντα φυσικά ρόλο, ο αγροτικός πληθυσμός, οι φιλέλληνες κ.ά. Επομένως, αυτό είναι ένα στοιχείο σύγκλισης. Η απόκλιση είναι στον Κορδάτο που αναδεικνύει το ρόλο μιας υποτιθέμενης ελληνικής αστικής τάξης, η οποία οργανώνει την Επανάσταση προκειμένου να συγκροτήσει ένα έθνος-κράτος. Αυτό δεν το δέχονται οι υπόλοιποι μαρξιστές.
Σ.Ε.: Ο Μάξιμος, όπως επισημαίνεις στο βιβλίο σου, θεωρεί ότι υπάρχει μια ελληνική αστική τάξη η οποία βρίσκεται ανάμεσα στις αποικιοκρατικές δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις και την οθωμανική εξουσία.
Κ.Μ.: Αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ Κορδάτου και Μάξιμου. Ο Μάξιμος είναι ο θεμελιωτής της οικονομικής ιστορίας στην Ελλάδα, είναι ο πρώτος που έχει οικονομική σκέψη όσον αφορά τα ιστορικά γεγονότα. Είναι προσωπικότητα εξαιρετικού διαμετρήματος. Νομίζω ότι αξίζει να ξαναγυρίσουμε στο έργο του. Για παράδειγμα, στο Αρχείο Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών που εκδίδει από το 1921 μέχρι το 1971 ο Δημήτριος Ε. Καλιτσουνάκης, από το χώρο των σοσιαλδημοκρατών του Παπαναστασίου, εντόπισα ένα άρθρο του Μάξιμου για τον παγκόσμιο ρόλο του νομίσματος. Είναι μία οπτική που έχει ξαναέρθει μόνο τις τελευταίες δεκαετίες στην οικονομική ιστορία και μάλιστα στην ελληνική οικονομική ιστορία.
Σ.Ε.: Εσύ πας πίσω μέχρι τον Αριστοτέλη για το νόμισμα…
Κ.Μ.: Και ο Μάξιμος ανάγει σε παλαιότερες εποχές τη συγκεκριμένη πρόσληψη του νομίσματος.
Σ.Ε.: Ότι το νόμισμα χωροθετεί και τον εθνικό χώρο.
Κ.Μ.: Βέβαια. Κι αυτό είναι το σημαντικό στην ανάδειξη του ρόλου του χρήματος όταν μελετάμε ελληνική ιστορία ή την ιστορία οποιουδήποτε κράτους.
Σε σχέση με την Επανάσταση, ο Μάξιμος ορθά και υπό το πρίσμα της οικονομικής οπτικής που έχει, και των εργαλείων της οικονομικής ιστορίας που διαθέτει, θεωρεί ότι ο ρόλος της αστικής τάξης είναι διαμεσολαβητικός μεταξύ της οθωμανικής εξουσίας και των αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών. Πράγμα που αποδεικνύεται και αρχειακά από τη λειτουργία των Ελλήνων εμπόρων, τραπεζιτών κ.λπ. Δεν έχουν αυτόνομη οικονομική δραστηριότητα, εξαρτώνται από το διαμεσολαβητικό τους ρόλο μεταξύ Πύλης και Δύσης. Επομένως, σύμφωνα με τον Μάξιμο, δεν μπορεί να είναι αυτή η κοινωνική τάξη η κινητήρια δύναμη της Επανάστασης. Έχουν ρόλο, το ξέρουμε, αλλά δεν είναι αυτοί οι κύριοι πρωταγωνιστές όπως επιχειρεί να τους αναδείξει ο Κορδάτος. Και, μάλιστα, ο Μάξιμος επισημαίνει, το έχει γράψει και ο Παναγιώτης Νούτσος, ότι ο Κορδάτος δεν είναι μαρξιστής. Δεν τον θεωρεί μαρξιστή. Αυτή είναι μία διαφοροποίηση σημαντική στο χώρο των μαρξιστών διανοουμένων. Φυσικά, οι θέσεις και των δύο έχουν να κάνουν με τις ιδεολογικές αρχές του διεθνιστικού κινήματος στον Μεσοπόλεμο.
Σ.Ε.: Επισημαίνεις επίσης ότι η πρόσληψη του χαρακτήρα του 1821 αλλάζει συνεχώς ανάλογα με τις πολιτικές συγκυρίες! Είναι άλλη με κοινοβουλευτικό καθεστώς και άλλη με βασιλικό. Στο ένα εμφανίζεται ο Καποδίστριας, στο άλλο εξαφανίζεται! Κι αυτό είναι εμφανές σε σχέση με την Επιτροπή για την εκατονταετηρίδα.
Κ.Μ.: Οι προετοιμασίες για τον εορτασμό ξεκινάνε νωρίτερα, το 1917-18, επί Ελευθερίου Βενιζέλου. Συγκαλείται η Επιτροπή της Εκατονταετηρίδος, η οποία, σύμφωνα μ’ αυτά που έχω εντοπίσει αρχειακά είναι ανενεργή. Δεν έχει ποτέ ξεκινήσει να παράγει πραγματικό έργο. Είναι, όμως, σημαντικό ότι δημιουργείται η Επιτροπή, άρα υπάρχει μια πολιτική στόχευση από την πλευρά του Βενιζέλου να εορταστεί με λαμπρότητα η επέτειος. Με την αλλαγή, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, αλλάζει φυσικά σύσταση και η Επιτροπή. Και είναι πλέον πρόεδρός της ο πρίγκιπας Νικόλαος. Διατηρούνται λίγα μέλη από την προηγούμενη βενιζελική σύνθεση και με γενικό γραμματέα τον Χαριτάκη αρχίζουν να οργανώνουν τον εορτασμό σε αντίστιξη με το στρατιωτικό εγχείρημα που η Ελλάδα έχει αναλάβει στη Μικρά Ασία. Επειδή, όμως, υπάρχουν προαναγγελίες της ήττας, ήδη στον πρόλογο της έκδοσης της Επιτροπής δηλώνεται ότι θα εορταστούν δύο επέτειοι, του 1821 και του 1830, διότι οι νίκες στο μέτωπο υφίστανται, αλλά δεν είναι δυνατόν λόγω των στρατιωτικών επιχειρήσεων να εορταστεί η επέτειος όπως θα το ήθελε η Επιτροπή. Άρα ήδη από το 1921 έχουν καταλάβει ότι δεν μπορεί να συντελεστεί ο εορτασμός με τον τρόπο που ήταν επιθυμητός από τον κρατικό μηχανισμό. Παρ’ όλ’ αυτά γίνονται εκδηλώσεις στις οποίες συνδέεται η δράση των φιλελλήνων με τη βοήθεια που θα ήθελε η Ελλάδα και δεν είχε από την Entente∙ μιλάμε για την περίοδο από το 1920 και μετά.
Σ.Ε.: Και ενώ, όπως γράφεις, εμφανίζονται έντονα τα σημάδια της εγκατάλειψής μας από τους Συμμάχους.
Κ.Μ.: Να κάνω μια παρένθεση. Όλο αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο που έχω προσπαθήσει να επεξεργαστώ στο συγκεκριμένο βιβλίο έγινε κατορθωτό επειδή έχω ερευνήσει τις οικονομικές συνθήκες που σχετίζονται με τη μικρασιατική εκστρατεία. Αυτό μου επέτρεψε να δω τις διαφοροποιήσεις. Νομίζω ότι δεν μπορούμε να δούμε τους ιδεολογικούς μετασχηματισμούς αν δεν γνωρίζουμε την οικονομική δομή και τις κοινωνικές σχέσεις συνολικότερα όπως διαμορφώνονται στην περίοδο που εξετάζουμε∙ μόνο το ιδεολογικό δεν μας λέει κάτι.
Σ.Ε.: Να εντοπίσουμε, δηλαδή, τι γίνεται και με τις συμμαχικές πιστώσεις!
Κ.Μ.: Ναι, να έχουμε γενικά μία γνώση για το τι συμβαίνει στο οικονομικό πεδίο. Οι πιστώσεις από τη γαλλική πλευρά σταματούν ήδη από το 1920, πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου! Αυτό δεν είναι πολύ γνωστό. Σταματάνε οι Γάλλοι κυρίως να καταβάλλουν οτιδήποτε εντός του ’20. Οπότε, μετά τις εκλογές, έχουν αφορμή πλέον οι Σύμμαχοι να δηλώσουν με ρηματική διακοίνωση ότι σταματούν οποιαδήποτε βοήθεια στην Ελλάδα επειδή επανήλθε ο βασιλιάς. Αυτό είναι βέβαια ένα πρόσχημα.
Σ.Ε.: Γιατί οι Σύμμαχοι στα τέλη της άνοιξης του 1920 είχαν ήδη δώσει άδεια για προέλαση του ελληνικού στρατού βαθύτερα στη Μικρά Ασία. Μας δούλευαν κανονικά.
Κ.Μ.: Αυτή είναι η λειτουργία των Συμμάχων. Δεν είναι θέμα δουλέματος. Είναι ο τύπος των συμμαχιών. Η Ελλάδα είναι περιφερειακή χώρα, επομένως υπόκειται σε δεσμεύσεις αυτής της μορφής. Δεν μπορεί να έχει αυτοτελή πολιτική. Η αρχική εντολή ήταν μόνο για τη Σμύρνη, γνωστό αυτό, αλλά στη συνέχεια μετά από αίτημα του Βενιζέλου δίνεται άδεια να προελάσει ο ελληνικός στρατός στην ευρύτερη περιοχή. Αυτό γίνεται γιατί ήδη ανώτερα οθωμανικά στελέχη του στρατού έχουν προσχωρήσει στο στρατόπεδο του Κεμάλ. Οπότε βλέπουν ότι ο Κεμάλ ενδυναμώνεται, άρα πρέπει να έχει η Ελλάδα ένα πιο ενεργητικό ρόλο. Απ’ την άλλη, βέβαια, συνάδελφοι που κάνουν στρατιωτική ιστορία, διαπιστώνουν ότι μένοντας μόνο στη ζώνη της Σμύρνης, ήταν δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να την κρατήσει. Άρα θα έπρεπε να προελάσει.
Σ.Ε.: Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα!
Κ.Μ.: Ναι! Δεν είναι μόνο το «δούλεμα», είναι και το αντικειμενικό κομμάτι για να μην παραβλέψουμε και τη στρατιωτική πλευρά. Επομένως, οι Σύμμαχοι προσαρμόζουν την πολιτική τους, όσον αφορά την Ελλάδα, ανάλογα με το τι συμβαίνει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στις δυνάμεις του Κεμάλ. Και σε σχέση με τις συμμαχίες που συνάπτει ο Κεμάλ με τους Μπολσεβίκους.
Επομένως, το 1921 έχει γίνει φανερό ότι οι Σύμμαχοι, το έχουν ανακοινώσει οι ίδιοι, εγκαταλείπουν την Ελλάδα. Άρα με τις εκδηλώσεις που γίνονται το 1921, τα ανώτερα στελέχη του Λαϊκού Κόμματος προσπαθούν να δώσουν πρωταρχικό ρόλο στους φιλέλληνες αναδεικνύοντας το ρόλο τους στον Αγώνα και να επικαλεστούν τις ξένες δυνάμεις ως προς τη συμβολή τους στην ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, ώστε στη συγκεκριμένη συγκυρία να συμβάλλουν εξίσου όσον αφορά το στρατιωτικό εγχείρημα στη Μικρά Ασία. Είναι μια προσέγγιση συναισθηματική της επετείου σε σχέση με τα τρέχοντα γεγονότα. Όμως, μετά την ήττα, το ’22, αναβάλλονται οι εορτασμοί. Συγκαλείται νέα Επιτροπή η οποία μένει ανενεργή. Όταν επανέρχεται η δημοκρατική παράταξη με οικουμενικές κυβερνήσεις και στη συνέχεια η αυτοδύναμη κυβέρνηση Βενιζέλου το 1928-1932, συστήνεται νέα Επιτροπή, βενιζελικής οπωσδήποτε κατεύθυνσης…
Σ.Ε.: Δεν είναι πια για τα 100 χρόνια από την Επανάσταση, αλλά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Κ.Μ.: Ακριβώς! Η επέτειος αφορά πλέον μόνο τον εορτασμό ίδρυσης του κράτους και σ’ αυτή τη συγκυρία του εορτασμού των 100 χρόνων, που συμπίπτει τελικά και με το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, ο ρόλος των φιλελλήνων γίνεται πρωταγωνιστικός. Τόσο σε μετάλλια όσο και σε τελετές, αναδεικνύεται ο παράγοντας των φιλελλήνων στη στήριξη της Επανάστασης. Κι αυτό έγινε γιατί η Ελλάδα, το 1928, είχε ανάγκη από διεθνή κεφάλαια. Όπως και το 1924. Στα διεθνή φόρα διεξάγονται διαπραγματεύσεις για τα διεθνή δάνεια που θα λάβει η Ελλάδα με τη μεσολάβηση της Κοινωνίας των Εθνών. Κι εκεί η στήριξη που έχουν οι ελληνικές κυβερνήσεις από τη Μεγάλη Βρετανία είναι καταλυτική. Και όντως η Ελλάδα χρηματοδοτείται από τις διεθνείς αγορές. Και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αναδεικνύουν το ρόλο των φιλελλήνων, ιδιαίτερα των Βρετανών.
Σ.Ε.: Κι έτσι μεγαλώνει η εξάρτησή μας από τη Βρετανία… Πάντως, είναι σημαντικά τα θέματα που ερευνάς, όπως για την ίδρυση των Γενικών Αρχείων του Κράτους το 1914 και για τα δεκάδες χιλιάδες δημόσια έγγραφα που μοιράστηκαν σε μπακάλικα, χασάπικα και ψαράδικα για να χρησιμοποιηθούν σαν χαρτί περιτυλίγματος!
Κ.Μ.: Η γνωστή ιστορία με τη διάσωση των αρχείων από τον Βλαχογιάννη…
Σ.Ε.: Ένα άλλο ωραίο θέμα είναι αυτό που αναφέρεται στα νομίσματα. Για τις απεικονίσεις που είναι κι αυτές μέρος της διαπάλης που είναι σε εξέλιξη για το χαρακτήρα της Επανάστασης, για τους παράγοντες, για τη συνέχεια ή ασυνέχεια του Ελληνισμού κ.λπ. Το σκεπτικό κάθε φορά για την επιλογή της θεάς Αθηνάς ή του Φοίνικα…
Κ.Μ.: Κι αυτό είναι σημαντικό ζήτημα, αποτέλεσμα της προηγούμενης έρευνάς μου, του προηγούμενου βιβλίου για το ελληνικό νόμισμα, συνεχίζοντας παραπέρα την προβληματική εφόσον υπήρχε η ερευνητική δομή από κάτω. Εδώ με απασχολούν καθαρά οι αναπαραστάσεις, η συνέχεια ή η ασυνέχεια των αναπαραστάσεων. Βλέπουμε την Αθηνά να ενεργοποιείται περισσότερο στο πλαίσιο της Α΄ Ελληνικής Δημοκρατίας από το 1924 και μετά. Για μένα είναι μια μετωνυμία της Α΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Η Αθηνά είναι ένα σύμβολο που χρησιμοποιείται γενικά στην Ευρώπη∙ ουσιαστικά είναι μια μετακένωση πολιτισμική, δεν είναι εφεύρεση του ελληνικού εθνικισμού, επομένως είναι μία συνέχεια που αφορά την ταύτιση του δημοκρατικού πολιτειακού καθεστώτος με τη θεότητα αυτή. Κάτι παρόμοιο γίνεται στη Γαλλία που έχουμε τη Μαριάννα ως αναπαράσταση του γαλλικού κράτους. Έχουμε, όμως, και αναπαραστάσεις της Αθηνάς σε γαλλικά νομίσματα, για τον 19ο αιώνα μέχρι την περίοδο που εξετάζουμε.
Απ’ την άλλη, ο Φοίνικας που χρησιμοποιείται στο πρώτο εθνικό νόμισμα, το καποδιστριακό, επανέρχεται το 1930 ως αναμνηστικό νόμισμα το οποίο κυκλοφορεί κανονικά, σε ανάμνηση της ελληνικής Επανάστασης. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιούν τον Φοίνικα γιατί η Α΄ Ελληνική Δημοκρατία θέλει να δείξει ακριβώς και την τομή με το θεσμό της βασιλείας. Άρα ανατρέχουν στα σύμβολα της καποδιστριακής Ελληνικής Πολιτείας και, μάλιστα, στο καποδιστριακό σύμβολο του Φοίνικα. Είναι, παράλληλα, τομή και συνέχεια. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπόψη για το κομμάτι των οπτικών αναπαραστάσεων, ότι συχνά έχουμε ένα σύμβολο που μπορεί να δείχνει ταυτόχρονα και συνέχεια και ασυνέχεια! Και γι’ αυτό μας χρησιμεύει ως πηγή. Και η αλήθεια είναι ότι ο Καποδίστριας πράγματι άλλοτε εξαφανίζεται από τον επίσημο λόγο κι άλλοτε εμφανίζεται. Το ίδιο συμβαίνει και με την πρόσληψή του από τους μαρξιστές. Άλλοτε είναι εξέχουσα προσωπικότητα κι άλλοτε είναι τύραννος.
Σ.Ε.: Το ίδιο γίνεται και με τη Φιλική Εταιρεία! Σαν μαγική εικόνα. Την εμφανίζουν και την εξαφανίζουν ανάλογα με τις τρέχουσες ανάγκες και τα συμφέροντά τους.
Κ.Μ.: Ναι, αλλά αυτή είναι και η λειτουργία της δημόσιας ιστορίας. Εμφανίζει κι εξαφανίζει πρόσωπα και γεγονότα ανάλογα με το τι επιδιώκεται. Οπότε δεν κάνουν κατά τη μεσοπολεμική περίοδο κάτι πρωτότυπο, κάτι ακραίο.
Σ.Ε.: Αναφέρεσαι και στον Ρήγα που είναι κορυφαία προσωπικότητα του Νέου Ελληνισμού. Μάλιστα, αναφέρεις ότι στη Χάρτα περιλαμβάνονται 162 νομίσματα!
Κ.Μ.: Ο Ρήγας μάλλον είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί το νόμισμα ως τοπόσημο, με την έννοια που είπαμε ότι οριοθετεί ένα γεωγραφικό χώρο ως εθνικό, διότι στη Χάρτα παραθέτει νομίσματα από τον ελληνικό γεωγραφικό χώρο θέλοντας προφανώς να δείξει μία συνέχεια.
Σ.Ε.: Κατερίνα, σ’ ευχαριστώ πολύ για τη συναρπαστική επιφώτιση. Όποιος ενδιαφέρεται θα βρει τα παραπάνω, και ό,τι δεν προλάβαμε να αναφέρουμε, πιο αναλυτικά στο βιβλίο σου.