του Βασίλη Κεχαγιά
Με νηφαλιότητα και καθαρό πνεύμα ο Ρούντι Ρινάλντι ανέπτυξε τις προάλλες τις σκέψεις του, σε εκδήλωση του Δρόμου στη Θεσσαλονίκη, περνώντας από τα κρίσιμα σταυροδρόμια, που οδηγούν στην «κοινωνική διαθεσιμότητα», λέξη-κλειδί για την εισήγηση. Ναι, λοιπόν, για κάθε μέσο πολίτη τούτης της χώρας –και όχι μόνο, φυσικά– η γη παίρνει περίεργες στροφές, κατά πολύ περισσότερο έκκεντρες από ένα τόσο κοντινό, τόσο μακρινό παρελθόν. Από τη μια, η αύξηση της ταχύτητας περιστροφής, εάν δεχτούμε ότι αυτή συνδέεται με την ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας. Στη δίνη της μοιάζει να αφήνει την τελευταία του πνοή ο Γουτεμβέργιος, με την τυπογραφική του μηχανή να βρίσκεται, όλως απροσδοκήτως, στον κάδο των αχρήστων. Εφημερίδες, έντυπα, περιοδικά, γραπτά παντός τύπου θανατώνονται από τον αδυσώπητο ιό του διαδικτύου, την ίδια ώρα που ο ιστός του μπλέκει ιδιωτικούς βίους και κοινωνικά κύτταρα στο καλωδιακό του κουβάρι. Εκεί που κάποτε ήταν οι εγκεφαλικοί νευρώνες, τώρα το λόγο έχουν τα τσιπάκια, στο χώρο που οι συνδέσεις οδηγούσαν στην κριτική σκέψη, τώρα η περιβόητη –να μην πω διαβόητη…– πληροφορία καμώνεται την παντογνώστρια, προλαβαίνοντας κάθε αντίδραση προερχόμενη από την επεξεργασία της. Ακόμη και η κάποτε παντοδύναμη τηλεόραση μετατρέπεται σε θλιβερό κομπάρσο, παραχωρώντας τα σκήπτρα των εικόνων της στη νέα αυτοκρατορία. Δεν πρόκειται για ένα νοσταλγικό βλέμμα στους πίσω αιώνες, μα για τον ουσιαστικό θάνατο της νεωτερικότητας, όπως διαμορφώθηκε από το διαφωτισμό και τη γαλλική επανάσταση (φαντάζει ιδανικό ζευγάρι της θεωρίας και της πράξης), με τη νεότευκτη τεχνολογία να προσποιείται την πρόοδο, αλλά από πότε αυτή κάνει παρέα με τον απόλυτο έλεγχο σκέψης και δράσης. Η δημοκρατία στο απόσπασμα;
Σε παράλληλη δράση το πολιτικό σκηνικό πλήττεται κι αυτό από κάθε ισχυρή αμφισβήτησή του, όχι τόσο από τους πολίτες και την αδράνειά τους, όσο από τους ίδιους τους ουσιαστικούς διαχειριστές του, καλά κρυμμένους πίσω από άβουλες κυβερνήσεις. Και αν μια από αυτές είναι η ελληνική –μόνον η αφέλεια μπορεί να προσβάλλει τη διαπίστωση– , τότε είτε αυτή διατελεί υπό την πρωθυπουργία του Μητσοτάκη είτε έχει το χρώμα της ξεθωριασμένης από τις συνεχείς πλύσεις του Τσίπρα αριστεράς, πόρρω απέχει από το να συνδέσει την πληκτική εκλογική δραστηριότητα με ουσιαστική αμφισβήτηση, έστω διαπραγμάτευση, «τοις κείνων ρήμασι». Η λαϊκή βούληση κατοικεί μακριά από τη Βουλή, κάτι που προσφέρει ερείσματα στους εκτός αυτής σχηματισμούς. Όταν, μάλιστα, αυτή κινείται σε τοπίο στην ομίχλη, δεν είναι πια ο Αγγελόπουλος που θα της δώσει σχήμα και μορφή, αλλά ο Κασιδιάρης που θα της χαρίσει τυφλή οργή. Και τότε η λαϊκή αντίδραση αντί να στρέψει το βλέμμα της στους δρόμους της Γαλλίας, θα ταυτιστεί –εφηβικώ τω τρόπω– με ό,τι η απαγόρευση καθιστά ελκυστικό. Γιατί όχι, όταν κρίση και μνήμη έχουν σκοτωθεί από το νέο φασισμό του διαδικτύου;
Το πολιτικό σκηνικό πλήττεται κι αυτό από κάθε ισχυρή αμφισβήτησή του, όχι τόσο από τους πολίτες και την αδράνειά τους, όσο από τους ίδιους τους ουσιαστικούς διαχειριστές του, καλά κρυμμένους πίσω από άβουλες κυβερνήσεις
Τα πολλά πρόσωπα του φασισμού
Έτσι κι αλλιώς, ο φασισμός μοιάζει να αλλάζει μορφές και να μεταλλάσσεται προσαρμοστικά, όπως ακριβώς και οι σύμμαχοί του ιοί. Ένας από αυτούς, αφού σκόρπισε τον τρόμο στην ανθρωπότητα (ασφαλώς διογκωμένο από την κινδυνολογία της άρχουσας ελίτ), έδωσε πάσα στο διαδικτυακό του αδελφάκι, συστήνοντάς του τις ηλεκτρονικές οικονομικές συναλλαγές, την τηλεργασία, την αποχή από το ζητούμενο της κοινωνικής συμμετοχής και διαθεσιμότητας. Στην αναζήτηση της καταγωγής όλων των παραπάνω, η όποια πληκτρολογημένη αντίδραση θα ακκίζεται πάντα στις αγκαλιές του κεντρικού συστήματος, αφού κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν αποτελεί γνώριμη εφαρμογή της διαχρονικής διάθεσης και ικανότητας του καπιταλισμού να απορροφά και να ενσωματώνει τους κραδασμούς.
Α, ναι, μήπως ξεχάσαμε τον καπιταλισμό;. Μήπως ξαφνικά αυτό το ψυχοφθόρο και ανθρωποβόρο σύστημα έπαψε να είναι λύκος και μετατράπηκε σε αρνάκι, που νοιάζεται για την υγεία μας; Οι γεμάτες ανακρίβειες και αφέλειες ακυρώσεις του μαρξισμού περιορίζονται σε προσαρμογή της θεωρίας στα νέα εμπορεύματα της βιτρίνας, εντυπωσιακά και αστραφτερά (κυρίως, καταναλωτική δυνατότητα και τεχνητή ελευθερία του διαδικτύου), στις αποθήκες όμως το εμπόρευμα είναι το ίδιο: εκμετάλλευση και κέρδος. Όποιος δεν αναγνώσει τα γραπτά του θείου Κάρολου με αναφορά στους κοινωνικούς συσχετισμούς και περιορισθεί στην ανάγνωση των παραγωγικών δυνάμεων, δε θα αντιληφθεί ποτέ «γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο», όπως τιτλοδοτεί και ο Τέρι Ιγκλετον.
Αρκεί, προς επίρρωση των προηγούμενων, να βουτήξουμε στα βαθιά του καπιταλισμού, για να αλιεύσουμε το φασισμό και τη βαρβαρότητα από το βυθό του, παραλλαγές του για κάθε που βρίσκει τα ζόρια. Η Αφρική –είτε λέγεται Σουδάν, σήμερα, είτε Σεχέλ είτε Νότιος Αφρική– αποτελεί την καλύτερη απόδειξη του πρώτου και ο πόλεμος στην Ουκρανία μια εύκολα χρεωμένη σε «κακούς» επίκληση της βαρβαρότητας, στο κέντρο της Ευρώπης. Μπορεί ο δυτικός πολιτισμός να επιδεικνύει υπερευαισθησία στο πώς θα αποκαλούνται οι έγχρωμοι φίλοι μας, δεν πράττει όμως ανάλογα στον τόπο κατοικίας τους, στη μαύρη ήπειρο.
Οι αλλεργικές αντιδράσεις του «δικαιωματισμού» σε κάθε γρατσουνιά της ονομαστικής ταυτότητας των προσβεβλημένων, προσποιείται ότι αγνοεί τη μαζική καταπάτηση των δικαιωμάτων, όπου γης. Μια ονομασία, τελικά, έχει πολύ περισσότερα δικαιώματα από μια ζωή. Οι δυνάμεις καταστολής δεν έπαψαν να αφαιρούν ζωές, αφού πρώτα οι νεοσύστατες «δυνάμεις δικαιωματισμού» έχουν αφαιρέσει τις ταυτότητες, ακόμη και των ευημερούντων λαών. Μαζική εξόντωση, ούτως ή άλλως…
Πώς να απαντήσεις σε όλα τούτα, όταν η επανάσταση βλέπει το δρόμο της, πλέον, να περνάει ακόμη και από τα σκοτεινά και εν πολλοίς άγνωστα πεδία της βιολογίας, εκεί όπου συντελείται η λεπτή εγχείρηση αφαίρεσης της ίδιας της ταυτότητας του ανθρωπίνου είδους και τον στρεβλωμένο προκαθορισμό της εξέλιξής του; Αν μη τι άλλο, με τη γνώση ότι κανείς κυβερνών εκεί έξω δεν είναι σύμμαχος μας και η αμφισβήτηση αποτελεί το μόνο όπλο. Κι όταν, κάποτε, ξοδέψουμε όλα τα πυρά, Αμφισβητείστε, αμφισβητείστε, κάτι θα μείνει, κάτι θα ξεκινήσει πάλι…