Κυριακή απόγευμα, γύρω στις τέσσερις, επιβιβάζομαι στο πρώτο ταξί που βρίσκω μπροστά μου.

Ο οδηγός ευγενής, προσπαθεί να καταλάβει πού είναι η Νέα Χαλκηδόνα, o προορισμός μου. Ανταποδίδω με μια ερώτηση:
– Πώς πάει το ταξί; Μια άτυχη ερώτηση που μου «χάλασε» την υπόλοιπη μέρα.
– Εγώ, κύριε, είμαι οδηγός, μου λέει ο μεσόκοπος κύριος. Βρίσκομαι στο τιμόνι από τις έξι το πρωί. Πόσα νομίζετε ότι έχω εισπράξει;
Αμηχανία. Απαντά μόνος του:
– Μετά βίας 40 ευρώ. Πόσες ώρες να αντέξω ακόμα να δουλέψω, για να βγάλω ένα μεροκάματο να πάω σπίτι μου;
Ήταν η στιγμή που πρόσεξα την απελπισία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Το γιατί, το αντιλαμβάνομαι αμέσως μόλις μου δίνει μια κάρτα: Γερανοί, ανυψώσεις, μεταφορές «Ο Νίκος».
Τριάντα χρόνια ιδιοκτήτης φορτηγού μεταφορών ο κύριος Νίκος, το έχει κλείσει σε γκαράζ, αφού για μήνες δεν σταυρώνει μεταφορά και βγήκε για μεροκάματο στο μόνο επάγγελμα που γνωρίζει, αυτό του οδηγού. Αλλά κι εκεί η δουλειά είναι πλέον ελάχιστη. Δεκάδες ταξί στις πιάτσες, ή άδεια να κινούνται στη σειρά στις κεντρικές αρτηρίες αναζητώντας απελπισμένα μια κούρσα.
– Δεν βλέπετε ότι σήμερα, Κυριακή, δεν κυκλοφορεί κόσμος στους δρόμους; Αλλά και αυτοί που κυκλοφορούν, έχουν λεφτά για ταξί;
Μηδενική η αξία του φορτηγού του κυρίου Νίκου, ελέω απελευθέρωσης κι ας είχε πληρώσει εκατομμύρια για την άδεια:
– Εντάξει τα απελευθερώσανε, αλλά πλέον δεν υπάρχει μεταφορικό έργο. Έτσι όπως τα καταφέρανε δεν υπάρχει καμιά δουλειά πουθενά.
Ένας ολόκληρος κλάδος χιλιάδων επαγγελματιών, αφού λοιδορήθηκε πριν από δυο χρόνια, αποτελώντας έναν από τους πρώτους στόχους του Μνημονίου, αφού συκοφαντήθηκε, αποτελώντας εξιλαστήριο θύμα και πείραμα των απελευθερώσεων που έπονταν, σήμερα μετράει τα κομμάτια του.
– Δεν περίμενα ποτέ στη ζωή μου, μετά από τριάντα χρόνια αξιοπρεπούς δουλειάς, να φθάσω στο σημείο να μην μπορώ να φέρω στο σπίτι μου 15 ευρώ την ημέρα. Και δεν με νοιάζει για μένα, αλλά για τον γιο μου που είναι δεκατριών ετών και δεν μπορώ να τον συντηρήσω.
Από αμηχανία, επιχειρώ να ελαφρύνω λίγο την ατμόσφαιρα, αναμασώντας την τρέχουσα είδηση για την προσφορά εργασίας για χίλιους ταξιτζήδες που κάνουν τρεις ομογενείς ιδιοκτήτες εταιριών ταξί στην Αυστραλία:
– Αν ήξερα γλώσσα κι εκεί θα πήγαινα. Τα πάντα θα κάνω για ένα μεροκάματο. Αλλά, δυστυχώς, οι μόνες δουλειές που υπάρχουν είναι οι ληστείες.
Η υπόλοιπη Κυριακή για μένα κύλησε καταθλιπτικά. Η απελπισία στα μάτια του κυρίου Νίκου και ο αξιοπρεπής τρόπος που με ευχαρίστησε, γιατί κράτησα την κάρτα του, θα μπορούσε να είναι ένα ηχηρό χαστούκι στον… απελευθερωτή Δημήτρη Ρέππα.
Δεν ξέρω αν θα χρειαστώ μεταφορέα ποτέ κύριε Νίκο, αλλά κρατώ την κάρτα σου κι ίσως βρω το θάρρος να σου τηλεφωνήσω να μάθω αν βρήκες μεροκάματο…

Γιώργος Κατερίνης

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!