Το αεροπλανοφόρο Λίνκολν, ναυαρχίδα της Ομάδας Κρούσης 12 του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού, κατευθύνεται προς τις ακτές του Ιράν. Συνοδεύεται από δύο καταδρομικά σκάφη εξοπλισμένα με πυραύλους και πέντε αντιτορπιλικά, ενώ έχει στα καταστρώματά του 4 σμήνη βομβαρδιστικών αεροσκαφών. Το έμψυχο δυναμικό της Ομάδας Κρούσης 12, η οποία μπορεί να ελέγξει αέρα και θάλασσα σε έκταση εκατοντάδων χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων και να στήσει προγεφυρώματα στην ξηρά, αποτελείται 7.000 ναύτες και πεζοναύτες. Τι θα κάνει αυτή η αρμάδα στις ακτές του Ιράν; Θα είναι έτοιμη να απαντήσει σε… επιθετικές κινήσεις της Τεχεράνης και των συμμάχων της, είπε με θράσος ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο!
Αλλά τι είδους επιθετικές κινήσεις θα κάνει η Τεχεράνη; Μήπως, και μόνο που εξακολουθεί να αναπνέει, απειλεί τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ; Πέρα από τους γελοίους ισχυρισμούς των γερακιών της Ουάσιγκτον, επικουρούμενων από το σιωνιστικό λόμπι και τον σαουδαραβικό σκοταδισμό, παραμένει το γεγονός της τυχοδιωκτικής κλιμάκωσης της έντασης με απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ. Η επιθετική ενέργεια έρχεται, για άλλη μια φορά, όχι από το Ιράν ή οποιονδήποτε άλλον «απείθαρχο», αλλά από την πλευρά των ΗΠΑ. Είχε προηγηθεί η ανακοίνωση της αμερικανικής κυβέρνησης για ακόμη σκληρότερες οικονομικές κυρώσεις στην Τεχεράνη, καθώς και η ανακήρυξη των Φρουρών της Επανάστασης σε «τρομοκρατική οργάνωση».
Με αυτόν τον συνδυασμό η Ουάσιγκτον επιχειρεί να τρομοκρατήσει την ιρανική κυβέρνηση και να στρέψει τους Ιρανούς εναντίον της. Η ήδη δύσκολη οικονομική κατάσταση θα χειροτερέψει με τις νέες κυρώσεις, καθώς οι συναλλασσόμενοι με το Ιράν θα πρέπει να διαλέξουν: θα συνεχίσουν να αγοράζουν ιρανικό πετρέλαιο, ή θα υπακούσουν τις υπερατλαντικές εντολές, συντελώντας έτσι στον στραγγαλισμό της Τεχεράνης; Ο Μάικ Πομπέο ήταν σαφής: «Θα υπάρξουν κυρώσεις σε όποια χώρα δεν συμμορφωθεί» είπε στεγνά, ανακοινώνοντας τη λήξη της περιόδου εξαίρεσης που είχε παραχωρηθεί σε 8 κράτη, επιτρέποντάς τους να αγοράζουν ιρανικό πετρέλαιο και μετά την μονομερή έξοδο των ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Ήδη 3 από αυτά (Ιταλία, Ελλάδα και Ταϊβάν) συμμορφώθηκαν…
Θέλουν να κάνουν το Ιράν «κανονική χώρα»
Ο ακροδεξιός Τζον Μπόλτον, σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Τραμπ, πιέζει για ανάληψη δράσης ενάντια στους «απείθαρχους», βάζοντας πρώτους στη λίστα το Ιράν και τη Βενεζουέλα. Οι νέες κυρώσεις αποτελούν λοιπόν μια νίκη της γραμμής του, σε βάρος λιγότερο πολεμοχαρών απόψεων που υπάρχουν σε τμήματα της αμερικανικής κυβέρνησης. Είναι όμως εντυπωσιακό πώς σύμπαν το βορειοαμερικανικό κατεστημένο (περιλαμβανομένων των «ορκισμένων εχθρών» του Τραμπ Δημοκρατικών) ευθυγραμμίζεται με την επιθετική γραμμή ενάντια στο Ιράν: οι αντιπαραθέσεις περιορίζονται στο πώς θα επιτευχθεί καλύτερα ο κοινός στόχος όλων: πειθάρχηση της Τεχεράνης, αλλιώς βίαιη αλλαγή καθεστώτος. Εξ ου και η συναίνεσή τους στην μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία, αφού είδαν ότι η άρση των κυρώσεων μετά την εφαρμογή της επέτρεψε στο Ιράν να πετύχει εντυπωσιακή αύξηση του ΑΕΠ του. Τον ίδιο στόχο υπηρετούν και οι προκλητικές «προϋποθέσεις» που έθεσε ο Πομπέο προκειμένου να υπάρξει μια νέα συμφωνία με την Τεχεράνη, τις οποίες συμπύκνωσε στην απαίτηση «να συμπεριφέρεται το Ιράν όπως κάθε κανονική χώρα»! Να γίνει κάτι σαν την… Ελλάδα δηλαδή.
Από την πλευρά της ιρανικής κυβέρνησης οι αντιδράσεις είναι λεκτικά αποφασιστικές, και συνοδεύτηκαν από την ανακοίνωση ότι το Ιράν θα πάψει να εφαρμόζει ορισμένες πλευρές της ντε φάκτο ακυρωμένης πλέον διεθνούς συμφωνίας. Μια σειρά Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έσπευσαν να καταδικάσουν την ιρανική αντίδραση – ενώ έχουν μουγκαθεί πια όσον αφορά την ανατίναξη της διεθνούς συμφωνίας από τις ΗΠΑ… Αντίθετα, Κίνα και Ρωσία επέρριψαν ευθύνες στην Ουάσιγκτον, ενώ το Πεκίνο ανακοίνωσε επιπλέον ότι δεν πρόκειται να διακόψει τις εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου. Σε βάθος χρόνου, πάντως, εάν η ιρανική κυβέρνηση θέλει να αντέξει την ασφυκτική πίεση και ταυτόχρονα να καλύψει τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού, θα χρειαστεί να αλλάξει τη λειτουργία και τον προσανατολισμό της ιρανικής οικονομίας. Αυτό θα απαιτούσε, μεταξύ άλλων, την εγκατάλειψη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, τη δραστική μείωση των εισαγωγών και την αντικατάστασή τους από την επανεκκίνηση της ντόπιας αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής (που έχει σε μεγάλο βαθμό εγκαταλειφθεί) κ.ο.κ.