Της Αλίκης Βεγίρη
Τη Δευτέρα που πέρασε, η S&P, το γνωστό μέλος της οικογένειας των οίκων αξιολόγησης, αφού κουράστηκε να μοιράζει αφειδώς υποτιμητικά ραβασάκια στις γνωστές και μη εξαιρετέες χώρες της περιφέρειας της Ευρώπης, αποφάσισε να κάνει την αποφασιστική κίνηση και να στείλει ακόμα ένα, στην κυβέρνηση της υπερδύναμης, αυτή τη φορά.
Τίποτα το σπουδαίο, μόνο ένα ελαφρό τράβηγμα τ’ αφτιού, μια προειδοποίηση μελλοντικής καθόδου από το χρυσό βάθρο του τριπλού ΑΑΑ, που μέχρι τώρα απολάμβανε. Και, μάλιστα, βρήκε την ώρα και τη στιγμή, εν μέσω του μεγάλου πολέμου που έχει ξεσπάσει τόσο στο Κοινοβούλιο, όσο και στην κοινωνία, με αφορμή τη φορολογία των πολύ πλουσίων, και το ύψος και την κατανομή των περικοπών των δημοσίων δαπανών, με τους μεν ρεπουμπλικάνους να απαιτούν όλο και μεγαλύτερες, πέραν των 38 δισ. δολαρίων που αποφασίστηκε πρόσφατα -εν όψει κήρυξης στάσης πληρωμών από το αμερικανικό κράτος – τους δε δημοκρατικούς να προσπαθούν να διατηρήσουν ένα ελάχιστο από το, έτσι κι αλλιώς, αναιμικό κοινωνικό κράτος.
Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ, με έλλειμμα γύρω στα 1,4 τρισ. δολάρια, (περίπου 10% του ΑΕΠ), με ένα δεκαπλάσιο δημόσιο χρέος, με ένα δολάριο που ολοένα χάνει την αξία του, με σημαντικό εμπορικό έλλειμμα, και με τις χώρες BRICS να αποφασίζουν σε πρόσφατη σύνοδο να ανεξαρτητοποιηθούν από το αμερικάνικο νόμισμα, προφανώς δεν είναι και στα καλύτερά τους.
Ενώ το μαχαίρι αναμένεται να μπει βαθιά στα προγράμματα παιδείας και υγείας, τα πολύ υψηλά εισοδήματα παραμένουν φορολογικώς ανέγγιχτα. Η κοινωνία, από την άλλη, θορυβημένη από την αφαίμαξη των εισοδημάτων της, την ανεργία, και το διογκούμενο δημόσιο χρέος, το οποίο είναι ήδη μια ανάσα κοντά στο νομικά κατοχυρωμένο ανώτατο όριο, δείχνει καθαρά την κατεύθυνση μείωσης των ελλειμμάτων, που είναι η φορολόγηση των εχόντων και κατεχόντων. Πράγματι, η διαφορά των φορολογικών συντελεστών ανάμεσα στα υψηλότερα (~35%) και χαμηλότερα (~20%) εισοδηματικά στρώματα εμφανίζεται ως η χαμηλότερη δυνατή από την εποχή του κραχ. Σε πρόσφατη παν-αμερικανική δημοσκόπηση, ένα 64% των ερωτηθέντων απάντησε θετικά υπέρ της αύξησης των φόρων των μεγάλων εισοδημάτων, με το μεγαλύτερο ποσοστό να προέρχεται από τις τάξεις των δημοκρατικών και των ανένταχτων. Σύμφωνα πάλι με την ίδια δημοσκόπηση, ένα 80% των ψηφοφόρων αντιτίθεται στις περικοπές των προγραμμάτων υγείας Medicare και Medicaid για τους ηλικιωμένους και άπορους αντίστοιχα, ένα ανησυχητικό 54%, στις περικοπές των στρατιωτικών δαπανών, ενώ ένα 69% θεωρεί ότι δεν πρέπει ν’ αυξηθεί, όπως συζητείται σε κυβερνητικούς κύκλους, το όριο για το μέγιστο επιτρεπτό ποσό δανεισμού του κράτους.
Ενώ η τρέχουσα νεοφιλελεύθερη λογική υπαγορεύει ότι η χαμηλότερη φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις με συνέπεια τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, εν τούτοις από την εποχή που η εν λόγω πολιτική άρχισε να ισχύει, (δεκαετία του 1980 και μετά), άρχισε ταυτόχρονα ν’ ανεβαίνει σταδιακά και το μερίδιο του εθνικού πλούτου που καρπώνεται το υψηλότερο 1%, 0,1% και 0,01% των εισοδημάτων. Ενδεικτικό είναι ότι στην περίοδο1979-2005, το κατώτερο 5% είδε τα εισοδήματά του ν’ αυξάνονται κατά μέσο όρο, κατά τι λιγότερο του 10%, ενώ το υψηλότερο 1%, κατά 175%!
Από την άλλη μεριά, οι μεγάλες εταιρίες της χώρας συνεχίζουν να φοροδιαφεύγουν ασύστολα. Ένα από τα τελευταία δημοσιεύματα φέρουν την General Electric να έχει αποφύγει να εκπληρώσει το φορολογικό της καθήκον, παρά την υψηλή κερδοφορία της, ανερχόμενη την τελευταία πενταετία σε 26 δισ. δολάρια. Στον κατάλογο των 10 μεγαλύτερων φοροφυγάδων, που κατάρτισε ο ανεξάρτητος γερουσιαστής του Vermont, Bernie Sanders, περιλαμβάνονται εκτός της προηγούμενης, η Exxon Mobil, η οποία με κέρδη 19 δισ. δολαρίων, όχι μόνο δεν πλήρωσε δεκάρα, αλλά πήρε και επιστροφές 156 εκατ., η Bank of America, η οποία με κέρδη 4,4 δισ., και βοήθεια από τη Fed ενός περίπου τρισ., πήρε επιστροφές 2 περίπου δισ., η Chevron, η οποία με κέρδη 10 δισ., έλαβε πίσω 19 εκατ., η Goldman Sachs, η οποία πλήρωσε φόρο μόνο για το 1% των εσόδων της, η Boeing, με παρόμοιες πρακτικές, η Citigroup, η Conoco Phillips, και πάει λέγοντας…
Παρ’ όλα τα προηγούμενα, οι ίδιες αυτές εταιρίες συνεχίζουν να μεταφέρουν δουλειές από τις ΗΠΑ στο εξωτερικό και δη στην Ασία. Για παράδειγμα, σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal, την τελευταία μόνο δεκαετία, μείωσαν το εργατικό τους δυναμικό στις ΗΠΑ κατά 2.9 εκατ., το οποίο και αντικατέστησαν με 2.4 εκατ. στο εξωτερικό. Οι λόγοι; Η μείωση των λειτουργικών εξόδων και τελευταία η κρίση, η οποία και επέτεινε τη μεγάλη φυγή. Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς πώς η ανεργία παραμένει σε τόσο υψηλά επίπεδα στις ΗΠΑ. Αλλά ακόμα μεγαλύτερης απορίας άξιον είναι, πώς ακόμα συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η πολιτική της φορολογικής αμνηστίας και ελάφρυνσης, θα τις ξαναφέρει πίσω…