Μιλήσαμε με τον Αντώνη Ανδρουλιδάκη, αναπτυξιακό και κοινωνικό ψυχολόγο, διδάσκοντα ψυχολογίας στο Neapolis University Pafos και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και μέλος της Επιτροπής Στήριξης του 2ου Συνεδρίου για το Υπαρξιακό Πρόβλημα της Χώρας, με αφορμή τη συμμετοχή του στη συλλογική αυτή διαδικασία.
Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης στις δημόσιες παρεμβάσεις του επιμένει να αναζητά τη ρίζα του υπαρξιακού προβλήματος της χώρας στις βαθύτερες ψυχοκοινωνικές του διαστάσεις. Δεν περιορίζεται στη χαρτογράφηση των υλικών και πολιτικών όρων αντιμετώπισης των σύγχρονων κρίσεων και αδιεξόδων, αλλά επιδιώκει να αναδείξει τα θεμέλια μιας διαδικασίας συλλογικής ανασυγκρότησης, όπου η κοινωνία βρίσκει φωνή, νόημα και αυτογνωσία.
Σε αυτή τη συνθήκη, η ματιά του Αντώνη Ανδρουλιδάκη λειτουργεί συμπληρωματικά με τις πιο «τεχνικές» ή «πολιτικές» προσεγγίσεις: Φωτίζει το πώς τα συλλογικά βιώματα, η σιωπή και η μνήμη, το πένθος και η τρυφερότητα, διαμορφώνουν το υπόγειο υπόστρωμα κάθε κοινωνικής και πολιτικής πράξης. Η παρέμβασή του δείχνει ότι χωρίς αυτή τη διάσταση, κάθε σχέδιο απάντησης μένει ελλιπές· με αυτήν, όμως, το Συνέδριο μπορεί να γίνει πραγματικά χώρος γόνιμης σύνδεσης επιστήμης, πολιτικής και ψυχής.
Στο Πρώτο Συνέδριο κάναμε λόγο για το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας. Σήμερα, έναν χρόνο μετά, πώς βλέπετε να έχει εξελιχθεί αυτή η συζήτηση; Υπάρχουν νέες συνθήκες ή γεγονότα που κατά τη γνώμη σας επιβεβαιώνουν ή μετατοπίζουν τα όσα είχατε επισημάνει τότε;
Πέρυσι, όταν μιλούσαμε για το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας, επιχειρούσα να περιγράψω κάτι βαθύτερο από την πολιτική ή την οικονομία, κάτι που υπερβαίνει τους «συνήθεις ύποπτους υλικούς όρους»: Ένα ανεπεξέργαστο συλλογικό τραύμα. Δηλαδή για μια κοινωνία που έχει μάθει να επιβιώνει, όχι να επεξεργάζεται, να σωπαίνει, όχι να «μεταβολίζει». Μιλούσαμε για το τραύμα της απώλειας νοήματος· για έναν λαό που κουβαλάει μέσα του αδικαίωτα πένθη –από την Κατοχή, τη Χούντα, τα Μνημόνια, τις τόσες φυσικές καταστροφές και τα συλλογικά εγκλήματα από το Σάμινα ως το Μάτι και τα Τέμπη– χωρίς ποτέ να βρει φωνή ή δικαίωση. Έναν χρόνο μετά, νομίζω πως αυτή η σιωπή έσπασε.
Το Κίνημα των Τεμπών είναι η εμφάνιση αυτού του τραύματος στο φως – ένα συμβολικό ξέσπασμα του συλλογικού ασυνειδήτου που δεν αντέχει πια να σωπαίνει.
Η ενεργοποίηση των αρχετύπων της Μητέρας και του Πατέρα μέσα στην κοινωνική συνείδηση, δείχνουν πως η χώρα δεν βιώνει απλώς μια πολιτική κρίση – βιώνει μια υπαρξιακή κρίση αλήθειας. Το μέχρι πρότινος ανεπεξέργαστο τραύμα δεν είναι πια αφανές· ζητά δικαίωση. Με την έννοια αυτή, το αίτημα της δικαιοσύνης στα Τέμπη δεν είναι νομικό – είναι οντολογικό. Μιλά για την ίδια τη σχέση μας με την αλήθεια, την ευθύνη, το ιερό της ζωής και του θανάτου. Η χώρα βρίσκεται σε μια μεταιχμιακή στιγμή: είτε θα μεταβολίσει επιτέλους το τραύμα της, βρίσκοντας φωνή, αυτογνωσία και ηθικό πυρήνα· είτε θα επιστρέψει στη σιωπή και στη λήθη, οδηγούμενη σε Κύριος οίδε ποιον νέο ακρωτηριασμό. Πρόκειται για το Ρήγμα που αναμένουμε. Η ιστορία, πάντως, μοιάζει να ψιθυρίζει πως αυτή τη φορά, το τραύμα μιλάει – και η κοινωνία ακούει.
Συχνά οι δυσκολίες και οι κρίσεις αφήνουν ένα βαρύ αποτύπωμα. Μπορεί όμως να ανοίγουν και δρόμους δημιουργικότητας ή ανανέωσης. Πιστεύετε ότι η ελληνική κοινωνία έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει τις πληγές της σε πηγή δύναμης;
Ναι, το πιστεύω βαθιά πως η πληγή μπορεί να γίνει πηγή – αρκεί να της επιτρέψουμε να «μιλήσει». Η αφήγηση είναι πάντα το πρώτο βήμα της θεραπείας. Οι συνεχείς κρίσεις έχουν αφήσει πράγματι ένα βαρύ αποτύπωμα, όμως μέσα από αυτό το ίχνος περνά και η δυνατότητα της μεταμόρφωσης. Όπως στο ατομικό πεδίο, έτσι και στην ψυχή ενός λαού, το τραύμα που δεν αναγνωρίζεται, επαναλαμβάνεται· ενώ το τραύμα που ονομάζεται και ενσωματώνεται, γίνεται πυρήνας σοφίας, ταπεινότητας και συνείδησης.
Η ελληνική κοινωνία έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι κουβαλά ένα υπαρξιακό ένστικτο ζωής – ότι ακόμη και μέσα από ήττες, πολέμους, προσφυγιές, οικονομικές και ηθικές καταρρεύσεις, βρίσκει τρόπους να αναγεννιέται, να δημιουργεί, να ξαναπιάνει το νήμα του νοήματος. Ίσως να είναι αυτό το διαχρονικό αντιστασιακό ήθος της ελληνικής ψυχής που λέει ο Σβορώνος.
Σήμερα, μέσα από το Κίνημα των Τεμπών, βλέπουμε ξανά αυτό το φαινόμενο: Το τραύμα δεν μένει πια σιωπηλό. Γίνεται η ιστορία που θεραπεύει καθώς μεταμορφώνεται σε φωνή, σε ποίηση, σε ύπαρξη, συνύπαρξη και πράξη, σε διεκδίκηση αλήθειας.
Αυτή είναι, άλλωστε, η ουσία της δημιουργικότητας, η θεραπευτική εκδραμμάτιση του τραύματος. Όχι η διαφυγή από τον πόνο, αλλά η μετουσίωσή του σ’ αυτό που ενοποιεί αντί να κόβει. Αυτό νομίζω συντελείται αυτή τη στιγμή. Αντιλαμβανόμαστε τη συλλογική μας οδύνη όχι ως «κισμέτ», όχι ως στίγμα ντροπής για το Λαό μας, αλλά σαν μια πρόσκληση αυτογνωσίας. Σαν μια ευκαιρία να δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε, ποια είναι στ’ αλήθεια η εθνική μας ταυτότητα και να ξεκολλήσουμε επιτέλους απ’ αυτό που αναγκαστήκαμε να γίνουμε για να επιβιώσουμε ή απ’ αυτό που μας εκπαίδευσαν οι διάφοροι αποικιοκράτες να πιστεύουμε ότι είμαστε.
Σε πρόσφατη συνέντευξή σας μιλήσατε για την ανάγκη «διευκολυντών» (facilitator) και όχι «σωτήρων» στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει ένας τέτοιος «διευκολυντής» στην Ελλάδα του σήμερα, και ποιον κίνδυνο βλέπετε να τον υπονομεύει;
Η ελληνική κοινωνία είναι κουρασμένη από τους διαδοχικούς «σωτήρες» που υπόσχονταν λύτρωση. Και ξέρουμε πως αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα ακόμη σύμπτωμα του συλλογικού τραύματος, η άρνηση της ανάληψης της ενήλικης ευθύνης και η αναζήτηση ενός καλού «πατερούλη» που φροντίζει το «νήπιο». Υποστηρίζω πως σήμερα χρειαζόμαστε διευκολυντές, δηλαδή ανθρώπους που δεν λυγίζουν από την ανάγκη ελέγχου ή θαυμασμού, αλλά μπορούν να κρατούν χώρο για τη συλλογική ωρίμανση. Ανθρώπους «θεραπευμένους» από τον ακραίο υποκειμενισμό, δηλαδή αντι-ναρκισσιστές κατά κάποιο τρόπο. Όπως το σκέφτομαι ένας αληθινός διευκολυντής δεν επιβάλλεται – ενεργοποιεί. Δεν καθοδηγεί μέσα από το Εγώ του, αλλά συντονίζει μέσα από την επίγνωση και την ενσυναίσθησή του. Ξέρει να ακούει πριν μιλήσει, να εμπνέει χωρίς να δεσμεύει, να αφήνει χώρο στους άλλους να σκεφτούν, να εκφραστούν, να συνδιαμορφώσουν, να συν-πονέσουν. Αν το πω με «τεχνολογικούς» όρους, είναι ένας μετασχηματιστής σχέσεων, όχι ένας διαχειριστής εντυπώσεων.
Και βέβαια ο μεγάλος κίνδυνος για έναν τέτοιο άνθρωπο είναι η πολιτισμική βαρύτητα του «σωτήρα» που κυριαρχεί στο συλλογικό μας ασυνείδητο.
Η Ελλάδα του σήμερα χρειάζεται λοιπόν «ηγέτες» που να ξέρουν ότι ο ρόλος τους δεν είναι να δείχνουν τον δρόμο, αλλά να βοηθούν την κοινωνία να βρει τη δική της πυξίδα. Θα τους έλεγα ίσως «ηγέτες-σκαλωσιές» (scaffolding) που στηρίζουν την ανάπτυξη της κοινωνικής μας «οικοδομής» χωρίς να επιβάλλουν το αρχιτεκτονικό της σχέδιο.
Η κοινωνία έχει δείξει σημάδια διαθεσιμότητας και συμμετοχής, με συγκινητικό μάλιστα τρόπο σε περιπτώσεις όπως το κύμα στήριξης στον απεργό πείνας Πάνο Ρούτσι. Λέτε συχνά ότι «η ζεστασιά, η τρυφερότητα» είναι κλειδί για την επούλωση. Πώς όμως μετατρέπεται η τρυφερότητα σε πολιτική δύναμη και όχι απλώς σε στιγμιαία συγκίνηση που ξεθυμαίνει ή χειραγωγείται;
Η τρυφερότητα δεν είναι αδυναμία· είναι δύναμη χωρίς επιθετικότητα. Είναι η ενέργεια που μας επιτρέπει να βλέπουμε τον Άλλον ως πρόσωπο, όχι ως ρόλο ή εχθρό, και αμφισβητεί ενεργά τις δομές που συντηρούν το τραύμα, δηλαδή:
α) την απανθρωποποίηση, το βασικό «εργαλείο» που χρειάζονται τα καθεστώτα για να λειτουργούν, καθώς η τρυφερή ενσυναίσθηση είναι η αντίπαλη ηθική στο φόβο, στον διχασμό και στον κυνισμό.
β) την αποικιοποίηση του συναισθήματος, γιατί σπάει την επιβολή «αυτοπειθαρχημένης ψυχρότητας» και επαναφέρει πολιτισμικές γλώσσες φροντίδας, πολύ οικείες στη δικιά μας παράδοση, που έχουν στιγματιστεί ως αδυναμία.
γ) τους συστημικούς κύκλους βίας, καθώς η φροντίδα αντικαθιστά τη λογική της τιμωρίας και της εκδίκησης με πρακτικές αναγνώρισης, ευθύνης και επανόρθωσης.
Συνεπώς, η τρυφερότητα λειτουργεί ως αντίδοτο στον κίνδυνο συστημικής χειραγώγησης ή εξαπάτησης που προκαλεί το Τραύμα.
Όμως, για να γίνει πολιτική δύναμη απαιτείται να λάβει θεσμική μορφή, να μην μείνει απλώς στη συγκίνηση αλλά να γίνει έμπρακτη συνείδηση ευθύνης και άρα να οργανωθεί σε κοινότητες, κινήσεις, ομάδες, συλλογικά αιτήματα. Η ευαισθησία που δεν φοβάται τη δομή, και η δομή που δεν καταπνίγει την ευαισθησία – αυτή είναι η νέα «τρυφερή» πολιτική γλώσσα που χρειαζόμαστε.
Αυτό είναι που θα κάνει την τρυφερότητα να μην ξεθυμάνει: Η μετουσίωσή της σε φροντίδα με πράξη.
Η Ελλάδα σήμερα δεν έχει ανάγκη από περισσότερο θυμό, αλλά από ώριμη τρυφερότητα· από ανθρώπους που μπορούν να πενθούν, να συμπονούν και να δρουν μαζί χωρίς να αλληλοκαταναλώνονται χαμένοι μέσα στον ακραίο υποκειμενισμό τους. Αυτή είναι η πρώτη ύλη κάθε αυθεντικού κινήματος. Με δυο λόγια, η τρυφερότητα είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο συναίσθημα και στην πολιτική, κάτι που είναι σπάνιο αλλά πλέον είναι βαθιά αναγκαίο. Όπως λέει και ο Subcomandante Marcos: «Χρειάζεται μια συγκεκριμένη δόση τρυφερότητας… για να διακρίνεις, μέσα σε αυτό το σκοτάδι, ένα κομματάκι φως».
Ως μέλος της Επιτροπής Στήριξης, πώς φαντάζεστε τον ρόλο του Συνεδρίου στην κοινωνία; Πολλοί θεωρούν ότι συνέδρια τέτοιου τύπου μένουν σε θεωρητικό επίπεδο, χωρίς να αγγίζουν πραγματικά την κοινωνία. Τι μπορεί να κάνει ένα τέτοιο συνέδριο διαφορετικό ώστε να μην περιοριστεί σε έναν κύκλο ειδικών που συζητούν μεταξύ τους;
Ο ρόλος του Συνεδρίου, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, δεν είναι απλώς επιστημονικός· είναι πολιτικός με την ουσιαστική έννοια: Να δημιουργήσει τις συνθήκες για τεκμηριωμένο δημόσιο διάλογο. Η κοινωνία δεν χρειάζεται άλλες αποσπασματικές αντιδράσεις, χρειάζεται χώρους σύγκλισης ανάμεσα: Στην εμπειρική γνώση, στην επιστημονική ανάλυση, στο συλλογικό ψυχικό βίωμα και στη δημοκρατική πράξη.
Γιατί, όταν η πολιτική λειτουργεί χωρίς επίγνωση των ψυχοκοινωνικών διαστάσεων και των συλλογικών τραυμάτων, παράγει πολιτικές χωρίς ψυχή. Όταν η επιστήμη λειτουργεί χωρίς συναίσθηση του κοινωνικού της ρόλου, μένει εγκλωβισμένη σε θεωρητικά σχήματα. Οπότε, το Συνέδριο μπορεί να είναι ο κρίκος που λείπει: Ένας χώρος γόνιμης όσμωσης, όπου η επιστημονική τεκμηρίωση, η πολιτική βούληση και το συλλογικό (ψυχικό) βίωμα συνομιλούν επί ίσοις όροις.
Σ’ αυτό το Συνέδριο χρειάζεται να σχεδιάσουμε πρακτικούς μηχανισμούς εφαρμογής, να εμπνεύσουμε νέα μοντέλα διακυβέρνησης, νέες μορφές συμμετοχής, νέες σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσά μας αλλά και ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες. Ένα τέτοιο Συνέδριο μπορεί να γίνει πιλότος πολιτικού μετασχηματισμού: να ενώσει σ’ ένα «ολόκληρο» τη γνώση, την πράξη και την ψυχή.
Κλείνοντας, τι θα θέλατε να πάρει μαζί του ένας άνθρωπος που θα παρακολουθήσει το Συνέδριο; Να φύγει με ένα ερώτημα, με μια απάντηση, με μια διάθεση για δράση;
Νομίζω πάνω απ’ όλα σ’ αυτή τη φάση χρειαζόμαστε μια καθαρή αίσθηση του ανήκειν· μια επίγνωση ότι οι ατομικές μας εμπειρίες δεν είναι αποκομμένες από τις συλλογικές, και ότι η προσωπική μας ευθύνη μπορεί να αποτελέσει κρίκο μιας βαθιάς θεσμικής και πολιτισμικής μετατόπισης. Άρα, αυτό θα προσδοκούσα από το Συνέδριο είναι μια αποσαφήνιση του είδους της αλλαγής που χρειαζόμαστε. Μια αλλαγή που όπως εύστοχα το λέει η ακτιβίστρια και ψυχοθεραπεύτρια Prentis Hemphill «θα είναι κυτταρική και θεσμική, προσωπική και οικεία, συλλογική αλλά και πολιτισμική. Μια αλλαγή που θα κάνει την αγάπη συνώνυμο της δικαιοσύνης». Μου δίνεται η ευκαιρία στο σημείο να κάνω μια πρόταση: Να εντάξουμε στο συνέδριο την τελετουργία, όχι ως φολκλόρ, αλλά ως πράξη σύνδεσης. Για παράδειγμα μια κοινή σιωπή στη μνήμη όσων χάθηκαν στα χρόνια των Μνημονίων ή μια συλλογική ανάγνωση, ένα ποίημα, που θα είναι κάτι σαν «προσευχή» για αλήθεια, δικαιοσύνη και ελευθερία, γιατί χρειαζόμαστε, απεγνωσμένα νομίζω, να απευθυνθούμε όχι μόνο στη λογική, αλλά και στο σώμα και στην ψυχή των ανθρώπων.