Ο σκηνοθέτης του «Μαίρη και Μαξ» (2009), ο 53χρονος Αυστραλός Άνταμ Έλιοτ, επανέρχεται με την ταινία «Αναμνήσεις ενός σαλιγκαριού», ένα κινούμενο σχέδιο με τη χρονοβόρα τεχνική του στοπ μόσιον, κατασκευασμένο από πηλό, σύρμα, χαρτί και μπογιά, που ζωντανεύει έναν ολόκληρο χειροποίητο κόσμο, γεμάτο αντισυμβατικές καρικατουρίστικες φιγούρες, σε μια δραματική ιστορία για τους οικογενειακούς δεσμούς, με χιουμοριστικές πλευρές και αισιοδοξία.

Η Γκρέισι ξεχωρίζει ως διαφορετική, εισπράττοντας περιφρόνηση και κακία, επειδή γεννήθηκε με λαγόχειλο. Μετά τον χαμό της ηλικιωμένης φίλης της Πίνκι, αφηγείται τη ζωή της στο αγαπημένο κατοικίδιό της, το σαλιγκάρι που ονόμασε Σύλβια, και το κοινό ακούει μαγεμένο την περίεργη ιστορία της, μαθαίνοντας μέσα από φετιχιστικές λεπτομέρειες τους διαφορετικούς ανθρώπους που σημάδεψαν την παιδική της ηλικία, όπως ο δίδυμος αγαπημένος αδερφός της Γκίλμπερτ. Το μόνιμο τραύμα να μην γνωρίσουν μητρική αγκαλιά, αφού η μητέρα τους πέθανε στη γέννα, στιγματίζει τα δυο αδέρφια με διάχυτη μελαγχολία, ενώ ο Γάλλος πατέρας τους, που ήταν ζογκλέρ, έμεινε μετά από ένα ατύχημα παραπληγικός, καταλήγοντας αλκοολικός. Μετά τον θάνατό του, τα αχώριστα δίδυμα δόθηκαν σε ανάδοχες οικογένειες, σε διαφορετικές πολιτείες, βιώνοντας έναν βίαιο χωρισμό. Η Γκρέισι βρέθηκε με δυο αδιάφορους γονείς, που την έστελναν σε θεραπείες γέλιου και ο Γκίλμπερτ στάλθηκε σε μια φάρμα θρησκόληπτων φρουτοπαραγωγών, που όταν ανακάλυψαν την ομοφυλοφιλία του, τον ανάγκασαν σε βασανιστικό εξαγνισμό, θεωρώντας τον δαιμονισμένο.

Η τραγική ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από εκτός κάδρου αφηγήσεις και ανάγνωση της αλληλογραφίας τους σε παιδική ηλικία, αναδεικνύοντας το κράμα αδιαφορίας και καταπίεσης που βίωσαν, με την αφήγηση να κάνει άλματα στο χρόνο, κατά τις δυσκολίες της εφηβείας, μέχρι την ενηλικίωσή τους. Η Γκρέισι πιάνει δουλειά στη βιβλιοθήκη και γνωρίζει την 80άρα Πίνκι, που κάπνιζε κουβανέζικα πούρα και είχε περάσει μια συναρπαστική ζωή, έχοντας παίξει πινγκ πονγκ με τον Φιντέλ Κάστρο. Κατά την εφηβεία της, γεμάτη μοναξιά, αναπτύσσει εμμονές και κλεπτομανία, συσσωρεύοντας αντικείμενα σε μορφή σαλιγκαριού. Όντας ενήλικη, γνώρισε έναν σύντροφο, με τον οποίο έγιναν ζευγάρι, μέχρι που ανακάλυψε τη σκοτεινή φετιχιστική πλευρά του.

Αντι-ηρωικοί πρωταγωνίστες με χαμηλή αυτοεκτίμηση και παρακμιακοί τύποι, γεμάτοι εμμονές, ζωντανεύουν με τον πηλό του Έλιοτ και μπλέκουν σε πρωτότυπες ιστορίες, δίχως μοχθηρία ή ανταγωνισμό. Μακριά από τα κυρίαρχα πρότυπα, οι ήρωες του Έλιοτ είναι κατατρεγμένοι, γεμάτοι ελαττώματα, απογοήτευση και θλίψη, αναπτύσσουν μη ανεκτές διαφορετικότητες, ωστόσο παλεύουν να βρουν τη δική τους θέση και έρχονται στο προσκήνιο μέσα από ευφάνταστες ρομαντικές ιστορίες, αναδεικνύοντας τα νέα πρότυπα συμπερίληψης και ορατότητας, με επίκεντρο το περίεργο και το αντισυμβατικό. Παρά το ψυχολογικό μπέρδεμα των ηρώων, τη νοσταλγία και την αθεράπευτη μελαγχολία, η ταινία καταλήγει με μεγάλη αισιοδοξία σε ένα μάθημα ζωής.

Αυτή η περίεργη ιστορία περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία του σκηνοθέτη, αφού και ο Έλιοτ μεγάλωσε σε φάρμα και ο πατέρας του ήταν ακροβάτης και κλόουν σε τσίρκο, με τον κόσμο του τσίρκου και το λούνα παρκ στην ταινία να ανακαλούν το σύμπαν του Φελίνι. Η ψυχαναλυτικής διάθεσης εκτός κάδρου αφήγηση της Γκρέισι λειτουργεί σαν εσώτερη εξομολόγηση, ένα νήμα που ακολουθούμε συναντώντας πρωτότυπους πρωταγωνιστές, με αναφορές στις λεπτομέρειες των ξεχωριστών χαρακτήρων και δόση παλιμπαιδισμού, αντίστοιχη με το σινεμά του Γουές Άντερσον. Η Γκρέισι αναφέρει «η παιδική ηλικία είναι η καλύτερη εποχή, δεν διαρκεί πολύ, αλλά όλοι αξίζουν να τη ζήσουν», ενώ τα αδέρφια νιώθουν ασφάλεια στο «σπίτι καταφύγιο», όπου διαβάζουν βιβλία και βλέπουν τις αγαπημένες τους τηλεοπτικές εκπομπές. Παράλληλα, το μακάβριο χιούμορ και οι καταθλιπτικοί, απολύτως αντισυμβατικοί χαρακτήρες, ανακαλούν το σινεμά του Τιμ Μπάρτον, απ’ όπου υπάρχουν και αισθητικές αναφορές, με τις κυματιστές, σπειροειδείς γραμμές, που καταλήγουν σε τσαλακωμένες σπείρες, για να τονιστεί η παρακμή, όπως τα κυματιστά μουστάκια του πατέρα, αλλά και τα ασύμμετρα, συχνά δακρυσμένα μάτια, αναδεικνύοντας αίσθηση εσωστρέφειας. Η παλέτα μουντών χρωμάτων ανακαλεί το ρετρό σινεμά των Ζαν-Πιερ Ζενέ και Μαρκ Καρό, με τον Ντομινίκ Πινόν να δανείζει τη φωνή του στον Γάλλο πατέρα.

Η Γκρέισι παρουσιάζεται φορώντας ένα αστείο πλεκτό καφέ καπέλο σαλιγκαριού, που της είχε πλέξει ο πατέρας της. Έχοντας ανάγκη να συνδεθεί με την μητέρα που δεν γνώρισε, υιοθετεί το πάθος της για τα σαλιγκάρια, που αποκτούν συμβολική σημασία στην ταινία. Αρχικά μετά από επιθέσεις εκφοβισμού στο σχολείο, εμφανίζεται μέσω διπλοτυπίας να κλείνεται στο καβούκι της σαν σαλιγκάρι, όταν φοβάται. Στην εφηβεία, καθώς κοιτάει γεμάτη ανασφάλειες τα σπυράκια της στον καθρέφτη, αντικατοπτρίζεται ως σαλιγκάρι, ενώ όσο μεγαλώνει, συσσωρεύοντας μοναξιά, η εμμονική συλλογή αντικειμένων σε μορφή σαλιγκαριού, αποτελεί ψυχικό αντίβαρο. Η ίδια περιγράφει να έχει κλειστεί στο δικό της σαλιγκαρο-φρούριο, με την Πίνκι να την παροτρύνει να σπάσει τα δεσμά του φόβου που την κρατούν παγιδευμένη, καθώς «τα χειρότερα κλουβιά είναι αυτά που δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας», τονίζοντας πως «τα σαλιγκάρια ποτέ δεν επιστρέφουν στα ίχνη τους, πάντα κινούνται μπροστά».

Ο Γκίλμπερτ περιγράφεται μεταξύ των Χόλντεν Κόφιλντ -ήρωας του Σάλιντζερ- Τζέιμς Ντιν και Τσάρλι Μπράουν, που ήταν ο βασικός χαρακτήρας του κόμικ Πίνατς (1950), με τον περίφημο σκύλο Σνούπι, του Τσαρλς Μ. Σουλτς.

Και τα δυο αδέρφια αναπτύσσουν καθένας τους ιδιαίτερο αλτρουισμό. Η Γκρέισι θέλει να σώσει τον κόσμο και συντρέχει άστεγους αλκοολικούς, ο Γκίλμπερτ πασχίζει να σώσει αιχμάλωτα ζώα, ελευθερώνοντάς τα από τα κλουβιά τους. Γίνεται χορτοφάγος, αργότερα και πυρομανής, συχνά μπαρουτοκαπνισμένος, ενώ τα σημαδάκια από σπίθες στα χέρια τους, σχηματίζουν ένα γελαστό πρόσωπο, δείγμα του δεσμού τους.

Εκτός από τα αδέρφια, τον πατέρα και την ηλικιωμένη Πίνκι, αναπτύσσονται και μια σειρά περίεργων, περιφερειακών τύπων, βγαλμένων θαρρείς από το αυτοσαρκαστικό γεμάτο βίτσια σύμπαν του Μαρσέλ Γκοτλίμπ (1934-2016), όπως ο άστεγος πρώην δικαστής, ο πωλητής μαγικών τρικ και οι θετοί γονείς της Γκρέισι, που συμμετείχαν σε πάρτι ανταλλαγής ερωτικών συντρόφων και την παράτησαν για να μείνουν σε κοινότητα γυμνιστών στη Σουηδία.

Το καλογραμμένο σενάριο εκτυλίσσεται έμμεσα, μέσα από την εκτός κάδρου αφήγηση, όπου υπάρχουν εκτεταμένες περιγραφές σε χαρακτήρες, ενώ δίνεται έμφαση στις μυρωδιές. Ο Γκίλμπερτ μύριζε πάντα καμένο σπίρτο και η Πίνκι τζίντζερ και μεταχειρισμένα ρούχα.

Σημαντικό ρόλο παίζουν τα βιβλία που διαβάζουν φανατικά οι πρωταγωνιστές και δίνεται έμφαση μέσα από κοντινά πλάνα στους τίτλους, όπως «Ο φύλακας στη σίκαλη» (1951/Σάλιντζερ), «Άνθρωποι και ποντίκια» (1937) και «Τα σταφύλια της οργής» (1939) του Στάινμπεκ, «Ο Άρχοντας των μυγών» (1954/Ο. Γκόλντινγκ) κ.ά. Πλάι στην πρωτότυπη μουσική της Έλενα Κατς-Τσέρνιν για ορχήστρα δωματίου και πιάνο, που υπογραμμίζει θλιμμένες στιγμές ή τη διάχυτη μελαγχολία των πρωταγωνιστών, σημαδιακό ρόλο αποκτά το παιδικό γαλλικό τραγουδάκι «αλουέτ», από το μουσικό κουτί της κοσμηματοθήκης της μητέρας, που ακούγεται και σε χορωδιακή διασκευή στους τίτλους τέλους.

Αυτό το ευφάνταστο κινούμενο σχέδιο, με μουντά χρώματα και προβληματισμούς για ψυχολογικές καταστάσεις της ενήλικης ζωής, ξετυλίγει μια εμπνευσμένη ιστορία για το συγκινητικό δέσιμο ανάμεσα σε δύο δίδυμα αδέρφια, καταλήγοντας σε μια ελπιδοφόρα προτροπή να σπάσουμε τα κλουβιά μύχιων φόβων που μας κρατούν δέσμιους.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected] 

INFO

Το 25ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου θα διεξαχθεί παράλληλα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Χανιά, Καβάλα και Καστοριά 26/3- 3/4/2025. Στην Αθήνα η διοργάνωση φιλοξενείται στις αίθουσες Δαναός, Άστορ, Ταινιοθήκη της Ελλάδος και Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Πληροφορίες: festivalfilmfrancophone.gr

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!