Μια ελπιδοφόρα αρχή για τη νέα ελληνική κυβέρνηση και για την ευρωπαϊκή ήπειρο
Της Έφης Κωτσάκη*
Η πρώτη αντιπαράθεση Ελλάδας-Ε.Ε., ταυτόχρονα σχεδόν με τη νέα κυβέρνηση της χώρας, αφορούσε μια ανακοίνωση καταγγελίας (με προοπτική κυρώσεων) και μάλιστα εντελώς μονομερούς, της Ρωσίας από μέρους της Ε.Ε., σχετικά με τα συμβαίνοντα στην Ανατολική Ουκρανία (ή Νεορωσία κατά το ιστορικό της όνομα και τους κατοίκους της). Η κόντρα προκάλεσε από ανησυχία ώς ανατριχίλα στο πολιτικό κατεστημένο της χώρας (βλ. δηλώσεις εκπροσώπων Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ και, σε πιο περιορισμένο και διαφοροποιημένο βαθμό, μεγαλοδημοσιογράφου σε ΜΜΕ στις 28/1/2015· δεν αναφέρουμε ονόματα, αφού σε κάθε περίπτωση δεν αντανακλούν εξατομικευμένες απόψεις, αλλά γενικότερες στάσεις του πολιτικού και μιντιακού μας κατεστημένου).
Αξίζει να διατρέξουμε την επιχειρηματολογία του κατεστημένου για να αντιληφθούμε καθαρά ποιοι κυβερνούσαν και με ποια λογική τη χώρα μας. Η θέση τους ήταν χοντρικά η εξής: ναι, σωστά, αντέδρασε η κυβέρνηση γιατί δεν ενημερώθηκε καν για το περιεχόμενο της ανακοίνωσης, αλλά αν αυτό σημαίνει να διαφοροποιηθούμε κάπως από το ευρωατλαντικό πλαίσιο, εννοείται ακόμα και όχι σε βασικές επιλογές (συμμετοχή σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε.), καλύτερα να το ξεχάσουμε. Η παραπάνω θέση: α) στερείται λογικής και β) δείχνει τον αβυσσαλέο βαθμό εξάρτησης και ανυποληψίας στον οποίο έχει περιέλθει η χώρα μας τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια.
Κατ’ αρχάς στερείται λογικής διότι όπως έντρομοι σπεύδουν να τονίσουν οι εκπρόσωποι του πολιτικού κατεστημένου της χώρας (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ), δεν τολμούν να διαφοροποιηθούν σε τίποτα σε οποιαδήποτε σχετικής σημασίας απόφαση Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, ακόμα και αν προκαλεί σημαντικά προβλήματα στη χώρα. Άλλωστε δεν χρειάζεται να στηριχθούμε στα λόγια τους. Αρκούν οι πράξεις των κυβερνήσεων των τελευταίων 6 χρόνων. Δεν βρήκαν τη δύναμη να θέσουν έναν αστερίσκο, μια υποσημείωση πουθενά, ακόμα και στο θέμα των κυρώσεων Ε.Ε.-Ρωσίας, επικαλούμενες αν όχι τη λογική και την ηθική, έστω την τραγική οικονομική κατάσταση της χώρας. Ούτε φυσικά βρήκαν τη δύναμη να υποστηρίξουν εκείνα τα θέματα εξωτερικής πολιτικής του Καραμανλή (π.χ. αγωγοί) που έδειχναν μια στοιχειώδη έστω ανεξαρτησία αποφάσεων.
Επομένως, η συμφωνία τους ότι κακώς η Ε.Ε. μας αγνόησε εντελώς, στερείται λογικής βάσης και είναι καθαρά υποκριτική για να μπαλώσει κάπως το ζήτημα της ανυποληψίας στην οποία είχαμε περιέλθει ως χώρα. Γιατί, άραγε, να μας ενημερώνουν για το οποιοδήποτε θέμα κάποιας σφαιρικής σημασίας οι «σύμμαχοι» και «εταίροι» μας, εφόσον είχαν την εκ των προτέρων αταλάντευτη και αδιαπραγμάτευτη θέση μας στο πλευρό τους, όπως δηλώνουν οι εκπρόσωποι του πολιτικού κατεστημένου; Εύλογα μας προσπέρασαν ως αόρατους. Με τους δεδομένους δεν ασχολείται κανείς, τελεία και παύλα.
Οι δεδομένοι δεν υπολογίζονται
Το επιχείρημα του μεγαλοδημοσιογράφου αξίζει περισσότερης προσοχής. Κατ’ αρχάς δεν στερείται λογικής όπως αυτά των υπολοίπων. Απλά υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να «ενοχλήσουμε» τους «εταίρους» καθώς διαπραγματευόμαστε το κύριο θέμα μας, την απομείωση του χρέους. Δεν θα διαφωνήσουμε στο ότι πράγματι αυτό είναι σήμερα το κύριο θέμα για την χώρα. Αλλά ισχύει: α) αυτό που σημειώσαμε παραπάνω, δηλ. ότι οι δεδομένοι δεν υπολογίζονται και β) ότι δεν πρέπει να θεωρείται η στάση της Ε.Ε. έναντι της Ρωσίας είτε δευτερεύουσας σημασίας θέμα για τη χώρα μας, είτε πρωτεύουσας έστω, αλλά όπου η χώρα μας μπορεί να παίξει ελάχιστο ή αμελητέο ρόλο.
Το μέλλον των σχέσεων Ε.Ε.-Ρωσίας θα καθορίσει τις προοπτικές της ηπείρου μας και πιθανώς του κόσμου, τουλάχιστον στον 21ο αιώνα. Αν η ρήξη οδηγηθεί στα άκρα θα προκληθεί είτε η οριστική πρόσδεση της Ε.Ε. στην τροχιά των ολοένα και πιο ολιγαρχικών και αυτοκρατορικών ΗΠΑ, είτε ακόμα χειρότερα σε χαοτικές συγκρούσεις έως και ολοκληρωτικό πόλεμο. Αν η Ε.Ε. αποτύχει στη διαχείριση της ουκρανικής κρίσης και η ευρύτερη περιοχή παραδοθεί στο συγκρουσιακό χάος και την οικονομική υποβάθμιση, οι οικονομικές προοπτικές της ηπείρου μας θα υποβαθμιστούν δραματικά και μαζί μ’ αυτές και οι προοπτικές μιας κοινωνικής, μεταρρυθμισμένης και οικολογικής Ευρώπης.
Σε περιβάλλον οικονομικής παρακμής και συγκρούσεων, οι προοπτικές μιας ειρηνικής και προοδευτικής διαχείρισης των κοινών προοπτικών μας πρακτικά μηδενίζονται. Ακόμα χειρότερα, αν η σύγκρουση αποβεί υπέρ της ατλαντικής πλευράς, οι προοπτικές ενός πολυπολικού κόσμου πρακτικά περιορίζονται αν δεν εξαφανίζονται. Μαζί τους χάνονται και οι πιθανότητες για μια πορεία του κόσμου μας μακριά από την ολιγαρχική χρηματιστική εκτροπή των τελευταίων τριάντα χρόνων.
Η δυνατότητα της Ελλάδας
Προσπαθήσαμε να δείξουμε την κεντρικότητα του ζητήματος. Εξακολουθεί, παρ’ όλα αυτά, να ισχύει η αντίρρηση του περιορισμένου ή ανύπαρκτου των δυνατοτήτων μας ως Ελλάδα να παίξουμε κάποιο σχετικά σημαντικό ρόλο. Αλλά δεν είναι έτσι. Αυτή τη στιγμή ένα όχι ασήμαντο μπλοκ χωρών επιζητεί μια διαφορετική προσέγγιση με τη Ρωσία (Ιταλία, Γαλλία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Αυστρία κ.λπ.). Η ενεργή και με ηγετικό προφίλ προσχώρησή μας σ’ αυτό μπορεί να συνδράμει ουσιαστικά στις πιθανότητες επιτυχίας του. Και τούτο ισχύει ιδίως γιατί η νέα ελληνική κυβέρνηση μπορεί να προσθέσει εκείνη την καθαρή φωνή που η πλειοψηφία των υπολοίπων αδυνατεί, μπερδεμένη σε εξαρτήσεις, βραχυπρόθεσμα συμφέροντα, μικροϋπολογισμούς και τυχοδιωκτισμούς.
Η ηγετική θέση μας θα προσθέσει μάλλον παρά θα αφαιρέσει διαπραγματευτική ισχύ και στο άλλο κεντρικό μας πρόβλημα: το χρέος. Η νέα ελληνική κυβέρνηση μπορεί να σταθεί στην κεφαλή των ειρηνικών και προοδευτικών Ευρωπαίων, επιδιώκοντας και στα δύο αυτά κεντρικότερα προβλήματα της ηπείρου μας να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην επίλυσή τους, κάτι που δεν μπορεί να κάνει καμιά άλλη ευρωπαϊκή κυβέρνηση επί του παρόντος (ελπίζουμε όχι για πολύ). Η ευκαιρία είναι ιστορική και δεν πρέπει να περάσει ανεκμετάλλευτη.
* Η Έφη Κωτσάκη είναι οικονομολόγος, μέλος της Γραμματείας Εξωτερικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ