Της Μαρίας Πετρίτση

 

Καθόταν δίπλα μου στο θρανίο, στα Αγγλικά. Την έλεγαν Τένα, εκ του Παρθένα. Λαϊκή οικογένεια, το σπίτι τους δυο βήματα απ’ το δικό μας. Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερή μου – εγώ έξι κι εκείνη επτά – και κάπως αυταρχική. Τη θαύμαζα που ήξερε να γράφει μερικές λέξεις πάρα πάνω από μένα, αλλά και τη φοβόμουν λίγο, επειδή είχε πάντα τον τρόπο να με κάνει να νιώθω τη διαφορά ηλικίας ανάμεσά μας ως  αξεπέραστο εμπόδιο για οτιδήποτε άλλο μας αφορούσε.

Συχνά η δασκάλα των Αγγλικών μας έβαζε να ζωγραφίζουμε γύρω από τις καινούργιες λέξεις. Εμένα μου άρεσαν τα γήινα χρώματα: πορτοκαλί, καφέ, κεραμιδί. Και το κίτρινο. Το κίτρινο το είχα ερωτευτεί. Ήταν η πρώτη ξυλομπογιά που τελείωνα πολύ πριν τις άλλες. Έβαφα ήλιους στην άκρη της σελίδας, στο κέντρο, στη βάση της. Ήθελα ολόκληρη η ζωγραφιά μου να είναι ένας μεγάλος, λαμπερός ήλιος. Και τσαλαπετεινούς ζωγράφιζα, εξωτικά πουλιά σε διάφορες στάσεις: να διαβάζουν, να πετούν, να κοιμούνται.

Εκείνη ζωγράφιζε ανθρωπάκια που τα έβαφε με μια μπογιά που την έλεγε «ανθρωπί». Το χρώμα ανθρωπί δεν το είχα ξανακούσει. Ούτε το ξανάκουσα ποτέ. Από κείνη το ‘μαθα και δικό της παρέμεινε για πάντα.

Δεν ήταν καλλονή, αλλά ήταν όμορφο κοριτσάκι. Με καστανά μαλλιά και λαμπερά μάτια. Μου τύχαινε να την σκέφτομαι καμιά φορά πριν με πάρει ο ύπνος. Έμοιαζε κάπως με τη μητέρα μου, έτσι νόμιζα τότε τουλάχιστον. Τη φανταζόμουν να σκύβει πάνω από το κρεβάτι μου, να με φιλάει στο μέτωπο και να μου λέει «καληνύχτα».

Την είδα τις προάλλες, τυχαία, στην Αθήνα. Ψώνιζε λαμπάδα για τη βαφτιστήρα της, όπως μου είπε χαμογελώντας. Μου είπε επίσης πως παντρεύτηκε έναν βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, πως μένει στην Κηφισιά και πως έχει τρία παιδιά στο ιδιωτικό της γειτονιάς της. Όλα αυτά σε λιγότερο από πέντε λεπτά. Για μένα δεν με ρώτησε τίποτε. Χάρηκα που μιλήσαμε και που, ευτυχώς, δεν έμοιαζε πια καθόλου με τη μητέρα μου.

Φεύγοντας, δίστασα για μια στιγμή. Κάτι μέσα μου με έτρωγε να την ρωτήσω αν θυμόταν το χρώμα «ανθρωπί». Δεν ξέρω γιατί δεν το έκανα. Ίσως επειδή αν της το έλεγα, αν της ανέφερα εκείνη την παλιά της λόξα, να την έκανα να νιώσει κάπως άβολα. Ή να κάνει πως δεν θυμάται.

Ήταν ντυμένη ως το λαιμό με μια καφετιά, παχουλή γούνα, αληθινή. Φορούσε μαύρα σινιέ γυαλιά που δεν άφηναν τα μάτια της να φανούν. Στα δάχτυλά της έλαμπαν κάμποσα διαμάντια σε μέγεθος κοτρώνας και τα μαλλιά της ήταν πλέον ξανθό σαντρέ 46. Μύριζε ένα βαρύ, ακριβό άρωμα που για μια στιγμή με έκανε να νιώσω ναυτία. Μιλούσε βιαστικά και με κείνη την επίκτητη αριστοκρατική προφορά που έχουν τα προάστια της αίγλης. Δεν ξέρω τι άλλο μου είπε, και δεν θέλω καν να προσπαθήσω να θυμηθώ.

Την αποχαιρέτησα ευγενικά, και μου ευχήθηκε «Καλή συνέχεια σε όλα, έτσι;»

Χαμογέλασα και έγνεψα «ναι». Δεν της μίλησα για κείνη την αρχαία μπογιά. Τι να θυμηθεί από το «ανθρωπί», σκέφτηκα, μια γυναίκα που φαινόταν πως είχε πια ξεχάσει μέχρι και το παραμικρό νόημα της λέξης;

 

* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!