ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ (1792-1869). Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
Αι Ευχαί
α’.
Της θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τα κύματα
’να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν·
β’.
’Σ την στεριάν, ’ς τα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
’να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας·
γ’.
Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
’να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες·
δ’.
Παρά προστάτας ’νάχωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.
ς’.
Το χέρι οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος, έπνιξε
και πνίγει τους λαούς σας,
πάλαι, και ακόμα.
ιβ’.
Διά να θεμελιώσητε
την τυραννίαν, τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε
εις την Ελλάδα.
ιε’.
Το ξίφος σφίγξατ, Έλληνες –
τα ομμάτια σας σηκώσατε –
ιδού – εις τους ουρανούς
προστάτης ο θεός
μονός σας είναι.
ις’.
Και αν ο θεός και τ’ άρματα
μας λείψωσι, καλήτερα
πάλιν ’να χρεμετήσωσι
’ς τον Κιθαιρώνα Τούρκων
άγριαι φοράδες,
ιζ’.
παρά… Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι.
ιη’.
Δεν με θαμβώνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου
τ’ ανοικτόν στόμα.
Ανδρέα Κάλβου, Ωδαί, εκδ. «Γαλαξίας», Αθήνα 1961