Υποτίθεται ότι η Ε.Ε. βρίσκεται στα καλύτερά της εδώ και μια δεκαετία. Οι βασικοί μακροοικονομικοί της δείκτες προβάλλονται ως αδιάσειστες αποδείξεις ότι έχει αφήσει οριστικά πίσω της την κρίση. Η ευρω-αισιοδοξία έχει παρασύρει και την ελληνική «εξαίρεση», προεξοφλώντας την ήρεμη ολοκλήρωση της μνημονιακής προσαρμογής. Πολλοί αναλυτές της διεθνούς οικονομικής πραγματικότητας, νεοφιλελεύθεροι ή όψιμοι νεοκεϊνσιανοί, οι οποίοι ανησυχούν για το γεγονός ότι, ενώ η οικονομία «τρέχει» με σχετική παγκόσμια ομοιομορφία, ταυτόχρονα απειλείται από γεωπολιτικούς παράγοντες και από πολυδιάσπαση και κενό ηγεσίας στη Δύση, τολμούν να βλέπουν την Ε.Ε. ως πυλώνα σταθερότητας και ακουμπούν σ’ αυτήν τις ελπίδες υπεράσπισης της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων.
Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ακροβατεί σε τέλμα πολιτικής ασάφειας. Οπωσδήποτε το ενδεχόμενο «μεγάλου συνασπισμού» στη Γερμανία θα διαμορφώσει ένα πλαίσιο συμβιβασμών. Αλλά η αβεβαιότητα μπορεί να τροφοδοτηθεί εκ νέου τον Μάρτιο, στις ιταλικές εκλογές, όπου το απρόβλεπτο «Κίνημα των 5 αστέρων» προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Οι ενέσεις μακροοικονομικής αισιοδοξίας στην Ε.Ε. μπορεί να αποδειχθούν ανεπαρκείς για να αποτρέψουν μια ανακύκλωση της κρίσης από πολιτικές και γεωπολιτικές σφήνες
Πλήγματα στη συνοχή
Πρόκειται για μαγική εικόνα. Η τεχνική ισορροπία που έχει επιτευχθεί στην οικονομία της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. αντισταθμίζεται από τη συσσώρευση πολλών παραγόντων πολιτικής ανισορροπίας. Η συνοχή της Ε.Ε. έχει υποστεί καθοριστικά πλήγματα όχι μόνο από το Brexit, αλλά και από την παγίωση μιας ακροδεξιάς απόκλισης «ευρωπαϊκή» πολιτική στις χώρες του Βίζεγκραντ η οποία επιτείνεται αντί να αποδυναμωθεί από τις απειλές της Κομισιόν για κυρώσεις εις βάρος της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Ουγγαρίας για τη στάση τους στο προσφυγικό ή σε άλλα ευαίσθητα πεδία του «κράτους δικαίου» (Πολωνία). Το χειρότερο για την ηγεσία της Ε.Ε. είναι ότι αυτή η ομάδα χωρών δεν είναι απλώς ένας θύλακος «ταραξιών», αλλά διαχέουν τις πολιτικές τους προτεραιότητες και στις κυβερνήσεις άλλων χωρών.
Ωστόσο, ο σημαντικότερος παράγοντας πολιτικής αβεβαιότητας στην Ε.Ε. παραμένει η Γερμανία και οι διεργασίες σχηματισμού κυβέρνησης. Διόλου τυχαία, στις συνομιλίες που αρχίζουν αύριο (7/1/2018) ανάμεσα στα κόμματα της «Χριστιανικής Ένωσης» και το SPD το μεταναστευτικό, η πολιτική ασύλου, το ζήτημα της επανένωσης των προσφυγικών οικογενειών έχουν αναδειχθεί στα σημαντικότερα θέματα της διαπραγμάτευσης, ισχυρή ένδειξη ότι η ατζέντα των χωρών του Βίζενγκραντ έχει «εισαχθεί» στη γερμανική πολιτική. Το φόντο των δημοσκοπήσεων στη Γερμανία, που ρίχνουν ακόμη περισσότερο τη δημοτικότητα του επικεφαλής των σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς και δεν φαίνεται να ευνοούν το σενάριο του «μεγάλου συνασπισμού», επιδεινώνει τα πράγματα.
Σε κλοιό ετερόκλητων πιέσεων
Η γερμανική ελίτ έχει κυριολεκτικά πέσει θύμα της μεγάλης επιτυχίας της: θεωρητικά, η γερμανική οικονομία έχει τις καλύτερες επιδόσεις εδώ και μια δεκαετία σε ρυθμό ανάπτυξης, ανεργία, πληθωρισμό, πλεονάσματα. Αλλά η ανθηρή εικόνα που έχει φιλοτεχνήσει η γερμανική κυβέρνηση δεν πείθει την κοινή γνώμη. Η ευημερία των αριθμών αμφισβητείται. Η σημαντικότερη αμφισβήτηση αφορά τα στοιχεία για την ανεργία, που θεωρούνται εξωραϊσμένα. Και τα συνδικάτα, ο κοιμώμενος «γίγας» της γερμανικής κοινωνίας, που εδώ και χρόνια παραπαίουν μεταξύ ήττας και «εργασιακής ειρήνης», ετοιμάζονται να «αγριέψουν»: τη Δευτέρα (8/1), η IGMetall, το μεγαλύτερο γερμανικό συνδικάτο, πραγματοποιεί την πρώτη προειδοποιητική απεργία της χρονιάς με αιτήματα αυξήσεις 6% στους μισθούς και εργάσιμη εβδομάδα 28 ωρών χωρίς μείωση αποδοχών, κυρίως για τους εργαζόμενους γονείς, και για διάστημα δύο ετών. Οι εργοδοτικές οργανώσεις αντιμετωπίζουν ως αδιανόητα αυτά τα αιτήματα και τα συνδικάτα προειδοποιούν για απεργίες διαρκείας.
Οι υποψήφιοι εταίροι του «μεγάλου συνασπισμού» στη Γερμανία βρίσκονται υπό πολλαπλή πίεση. Η εκ δεξιών πίεση που συμπυκνώνεται στο μεταναστευτικό, η κοινωνική πίεση που εκφράζεται από τη διάθεση των συνδικάτων να διεκδικήσουν μερίδιο από την πολυδιαφημισμένη γερμανική «ευημερία», η ευρωπαϊκή πίεση που εκδηλώνεται στις προτάσεις Μακρόν- Κομισιόν για επιτάχυνση της ολοκλήρωσης της Ευρωζώνης συνιστούν ένα εξαιρετικά δύσκολο μίγμα για τη γερμανική πολιτική ηγεσία. Αν η Μέρκελ θέλει να μείνει καγκελάριος και ο Σουλτς θέλει να μην κάψει εντελώς το πολιτικό του κεφάλαιο, είναι υποχρεωμένοι να κάνουν υποχωρήσεις απέναντι σε ετερόκλητες δυνάμεις. Κι αυτό αναδύει πολιτικό αδιέξοδο.
Αλλά το γερμανικό αδιέξοδο σημαίνει και ευρωπαϊκό αδιέξοδο. Μεταφράζεται σε ένα πρωτοφανές κενό ηγεσίας –ή καλύτερα ηγεμονίας– στην Ε.Ε. Όσο η γερμανική ελίτ δεν αποσαφηνίζει τις επιλογές της σε κεντρικά ζητήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης –από την τραπεζική ένωση μέχρι τον κοινό προϋπολογισμό της Ευρωζώνης– το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα μένει σε τέλμα αναποφασιστικότητας. Ο φιλόδοξος οδικός χάρτης της Κομισιόν για καθοριστικές αποφάσεις μέχρι τον Ιούνιο του 2018 θα μείνει στα χαρτιά ή θα υποστεί ριζική –και ακυρωτική– κοπτοραπτική.
Οι συνήθεις γερμανικές αλλεργίες
Οι εξελίξεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν και θετικό χαρακτήρα για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, αν υπήρχαν πολιτικές δυνάμεις έτοιμες να δώσουν μάχες για φιλολαϊκές διεξόδους. Ωστόσο, σε επίπεδο κυβερνήσεων η τάση είναι αντίστροφη. Ο ακροδεξιός «λαϊκισμός» κερδίζει έδαφος και κυβερνητικούς θώκους, η ηγεσία της Ε.Ε., όπως καθαρά συνέβη στην περίπτωση της Αυστρίας με την ακραία αντιμεταναστευτική ατζέντα, είναι διατεθειμένη να νομιμοποιήσει την παρουσία του, ενώ ακόμη και πρακτικά θέματα –όπως ο νέος πολυετής προϋπολογισμός της Ε.Ε.– μπαίνουν στις «εθνικές» πολιτικές διελκυστίνδες. Για παράδειγμα, ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός 2021-2027 ξεκινά με την τρύπα που αφήνουν η αποχώρηση της Βρετανίας και οι πρόσθετες ανάγκες για το μεταναστευτικό, την ευρωπαϊκή άμυνα κλπ, την οποία καλούνται να καλύψουν οι χώρες «καθαροί χρηματοδότες», με πρώτη τη Γερμανία. Η ιδέα ότι η Γερμανία θα κληθεί να αυξήσει τη συνεισφορά της προκαλεί ήδη αλλεργία στο Βερολίνο, εξ ου και ο αρμόδιος Γερμανός επίτροπος Γκίντερ Έντιγκερ προσπαθεί να χρυσώσει το χάπι, υποσχόμενος ότι ένα μεγάλο μέρος του κενού θα καλυφθεί από περικοπές. Έτσι, αντί του διακηρυσσόμενου «τέλους της λιτότητας» στην μετά την κρίση Ε.Ε., οι ευρωπαϊκοί θεσμοί διαβουλεύονται επί της επ’ αόριστον παράτασής της.
Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ακροβατεί σε τέλμα πολιτικής ασάφειας. Οπωσδήποτε το ενδεχόμενο «μεγάλου συνασπισμού» στη Γερμανία θα διαμορφώσει ένα πλαίσιο συμβιβασμών. Αλλά η αβεβαιότητα μπορεί να τροφοδοτηθεί εκ νέου τον Μάρτιο, στις ιταλικές εκλογές, όπου το απρόβλεπτο «Κίνημα των 5 αστέρων» προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Οι ενέσεις μακροοικονομικής αισιοδοξίας στην Ε.Ε. μπορεί να αποδειχθούν ανεπαρκείς για να αποτρέψουν μια ανακύκλωση της κρίσης από πολιτικές και γεωπολιτικές σφήνες.
Η Ελλάδα ως ευρωπαϊκό παράδοξο
Ενώ στην Ε.Ε. εν συνόλω η πολιτική προβάλλει ως παράγοντας ενδεχόμενης αποσταθεροποίησης, στην Ελλάδα οι ευρωπαϊκές πολιτικές επιλογές λειτουργούν σταθεροποιητικά. Το νομοσχέδιο με τα τελευταία δύσκολα προαπαιτούμενα της τρίτης αξιολόγησης πάει στη βουλή, προκαλεί «δυσπεψία» στην κυβερνητική πλειοψηφία, αλλά κανείς δεν διατυπώνει καν την υπόνοια διαρροών. Στο EuroWorkingGroup της 11ης Ιανουαρίου θα δοθεί το πρώτο δείγμα ολοκλήρωσης της τρίτης αξιολόγησης, στις 22 του μηνός θα ληφθεί η τυπική απόφαση εκταμίευσης της δανειακής δόσης, ενδιάμεσα μπορεί να δοθεί το πράσινο φως για την έκδοση επταετούς ομολόγου εντός του μήνα. Οι «αγορές» αρνούνται να δουν οποιοδήποτε άλλο σενάριο πλην αυτού και το εκδηλώνουν μειώνοντας το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων κάτω από το 3,8%, το χαμηλότερο από το 2006. Ο διεθνής συστημικός τύπος βρίθει αναφορών και αναλύσεων που εγκωμιάζουν το ελληνικό παράδειγμα ως «ιστορία επιτυχίας». Όχι τόσο οικονομικής, όσο πολιτικής επιτυχίας. Γιατί, όπως σημειώνει σε άρθρο του στους Financial Times ο Tony Barder, «ο πλέον ριζοσπαστικός αριστερός πρωθυπουργός ευρωπαϊκής δημοκρατίας στην περίοδο μετά το 1945… στο παρά πέντε άλλαξε πορεία και άρχισε να τηρεί τις δεσμεύσεις έναντι των πιστωτών. Η παράδοσή του κράτησε την Ελλάδα στη νομισματική ένωση». Κι αυτή η παράδοση, σε ένα περιβάλλον εξαπλούμενων περιφερειακών κρίσεων, «ανέδειξε την Ελλάδα ως έναν πολύτιμο τόπο σταθερότητας και φιλίας» για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.