Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Ανήμερα Πρωτοχρονιά του 2009, ο 22χρονος Αφροαμερικάνος Όσκαρ Γκράντ πέφτει νεκρός από σφαίρες αστυνομικού, σε σταθμό τρένου, στα προάστια του Σαν Φρανσίσκο. Στο γεγονός αυτό βασίζεται η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία Μια στάση πριν το τέλος του 27χρονου Ράιαν Κούγκλερ, που επικεντρώνεται στην τελευταία μέρα του Όσκαρ, παραμονή πρωτοχρονιάς. Ο ήρωας, που τον υποδύεται ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν, οδηγεί ακούγοντας r’n’b, αποφασισμένος να απαλλαγεί απ’ τις κακές συνήθειες και να γίνει καλός γιος, για χάρη της μητέρας του και σωστός πατέρας για την 4χρονη κόρη του.
Η δραματουργική δόμηση του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα συντελείται μέσα από τις οικογενειακές σχέσεις, σε στιγμές ευτυχίας, καταγράφοντας μια φτωχική καθημερινότητα. Οι στερεοτυπικοί συσχετισμοί -μαύρος νέος, άνεργος, πρώην ντίλερ- συνθέτουν ένα γνώριμο λαϊκό περιβάλλον στο αμερικάνικο σινεμά, που σκιαγραφεί το μέσο όρο των κατώτερων στρωμάτων, με αφρολάτιν καταβολές.
Ο άτυχος Όσκαρ, στη δραματοποιημένη εκδοχή ενός κινηματογραφικού ήρωα, απεικονίζεται ως ο μέσος άνεργος Aφροαμερικανός, ιδωμένος μέσα από την επικρατούσα αμερικάνικη κινηματογραφική αισθητική για πλατιές μάζες. Η πολυπληθής οικογένειά του παρακολουθεί στην τηλεόραση την δημοφιλή Όπρα, ο ίδιος μπαινοβγαίνει στις φυλακές, ενώ θεωρείται καλός πατέρας, αν γίνει πρωτίστως καλός καταναλωτής, συχνάζοντας με την κορούλα του στα φαστφούντ και στα μεγάλα πάρκα διασκέδασης.
Ανάμεσα στις σκηνοθετικές προσεγγίσεις ενός κινηματογραφικού ρεαλισμού, που αναπαριστά αληθινά γεγονότα αναμειγμένα με μυθοπλαστικά στοιχεία, είναι και η απεικόνιση με κάμερα στο χέρι, των οικογενειακών στιγμών, όπως το χριστουγεννιάτικο γεύμα, για να ενισχυθεί η αληθοφάνεια της σεναριακής κατασκευής. Αντίστοιχα λειτουργεί και η προβολή στην οθόνη γραπτών στοιχείων, από το κινητό, ως λεπτομερειακή ημερολογιακή καταγραφή του μοιραίου 24ωρου, ενώ στην αφηγηματική ροή παρεμβάλλονται σκηνές που οδηγούν σε συναισθηματική φόρτιση, όπως πλάνα με την κορούλα του, τη στιγμή που ο ήρωας πεθαίνει στην εντατική, αλλά και το τροχαίο με ένα σκυλάκι που είχε ξεψυχήσει στην αγκαλιά του.
Η εν ψυχρώ δολοφονία Αφροαμερικανού από ένοπλο λευκό αστυνομικό, συμβάν που βιντεοσκοπήθηκε από πολλά κινητά επιβατών και κυκλοφόρησε στο τηλεοπτικό δίκτυο, γνωστοποιείται μεν ευρέως μέσα από την ταινία, υποβιβάζεται όμως η πολιτική βαρύτητα του γεγονότος, μέσα απ’ τη συγκίνηση.
Η αδικία που τελέστηκε δεν εστιάζεται στο καθεαυτό γεγονός της δολοφονίας, αλλά στη συμπάθεια στο πρόσωπο του ήρωα, που χτίζεται με σκηνοθετικές λεπτομέρειες, που προκαλούν την ταύτιση του θεατή, μακριά από έναν πολιτικό στοχασμό.
Το συμβάν παρουσιάζεται ως τυχαία συγκυρία που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα, χωρίς να τονίζεται το γεγονός ότι τα θύματα τέτοιων εγκληματικών ενεργειών είναι συνήθως μαύροι. Ο σκηνοθέτης, παρ’ ότι Αφροαμερικανός, αποφεύγει συνειδητά να καταδείξει ως ηθικό αυτουργό το σύστημα, που κατά τεκμήριο αντιμετωπίζει ως ύποπτο, κάθε άνθρωπο διαφορετικού χρώματος, κατώτερης τάξης, καλλιεργώντας ρατσιστικά αντανακλαστικά. Επιπλέον, η αναφορά στην ατιμωρησία του ειδικού φρουρού που αποφυλακίστηκε μετά από 11 μήνες, ως γραπτή πληροφορία, στο τέλος της ταινίας, φανερώνει την μετριοπαθή πολιτική στάση του σκηνοθέτη.
Αν και πρόκειται για ανεξάρτητη παραγωγή, εμπορευματοποιείται ένα γεγονός με πολιτική σημασία, κατά τη χολιγουντιανή συνταγή στρογγυλέματος κάθε πολιτικής αιχμής, ενώ η βράβευση σε διεθνή φεστιβάλ επιβεβαιώνει μια παγκόσμια στροφή προς το συντηρητισμό.
Αντιθέτως, ο επίσης ανεξάρτητος Αφροαμερικανός κινηματογραφιστής Σπάικ Λι, μέσα από ένα αντίστοιχο λαϊκό σινεμά, απευθύνθηκε στους Αφροαμερικανούς συμπολίτες του, αλλά και σε όλα τα κατώτερα στρώματα της αμερικάνικης κοινωνίας, στιγματίζοντας τα στερεότυπα που επιβάλλει η κυρίαρχη αντίληψη.
Αξιοποιώντας τη συγκινησιακή δύναμη που κρύβει το σινεμά, χειραγωγώντας μαζικά συνειδήσεις, ο Κούγκλερ καταφέρνει μέσα από μια δυνατή, ομολογουμένως, ρεαλιστική ταινία, να μεταστρέψει ακόμα και το πραγματικό συμβάν μιας δολοφονίας με φυλετικές προεκτάσεις, σε μια τραγική ιστορία, απογυμνωμένη από κάθε πολιτική διάσταση.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου