Περί καθήλωσης των πνευμάτων

Του Τάσου Βαρούνη

 

Η ελπίδα ότι η νέα χρονιά ενδέχεται να είναι καλύτερη από την προηγούμενη δεν έχει απλά φθαρεί. Αυτό που σήμερα μοιάζει να επικρατεί είναι η εξαφάνιση του ίδιου του ερωτήματος. Όχι μόνο γιατί η απάντηση είναι δεδομένη αλλά γιατί η πραγματικότητα –μαζί και οι κάθε λογής εικόνες και καταγραφές της– ρουφούν χρόνους, μυαλά, δυνάμεις. Για την ακρίβεια είναι σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από το μεροδούλι-μεροφάι. Στην όποια εκδοχή του. Της απελπισίας, της απόγνωσης, της αποχαύνωσης. Ακόμα περισσότερο της απόσυρσης του «καθενός» στο δικό του κόσμο. Αναγκών ή και επιθυμιών του, επιβίωσης ή σχεδιασμών του, με σημάδια μιας πρόσκαιρης λύσης ή μπροστά στα πρωτοφανή αδιέξοδα του.

Μέχρι και η όποια αξιοπρεπής ή αγωνιστική στάση φαίνεται να ορίζεται και να αναζητιέται περισσότερο ως πράξη προσωπική και μεμονωμένη. Πολύ ελαφρά εφαπτόμενη με έναν ευρύτερο συλλογικό στόχο ή μια διεργασία μεγαλύτερης κοινωνικής κλίμακας. Αν ακόμα και ο μικρότερος αγώνας έχει όντως μεγάλη σημασία, αυτό δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για να ριχτούμε σε αυτόν εν είδη μονοκαλλιέργειας.

Δεν είναι δύσκολο να ερμηνευτεί η στιγμή. Δόθηκαν πραγματικές μάχες, επενδύθηκαν δυνάμεις και η «κατάληξη» δεν ήταν η προσδοκώμενη. Με ό,τι χονδροειδές εμπεριέχει η διατύπωση αυτή, η «καταστροφή» όχι μόνο δεν σταμάτησε αλλά συνεχίζεται στο πολλαπλάσιο. Ακόμα και όταν αυτό που ηττάται αφορά αυταπάτες ή και καρικατούρες, οι επιπτώσεις γράφουν. Τίποτα μάλιστα δεν προεξοφλεί ότι στην επόμενη φάση θα κυριαρχήσουν τα «συμπεράσματα» και όχι οι νέες αυταπάτες ή τα «ξαναζεσταμένα φαγητά».

 

Η καθήλωση είναι το κεντρικό χαρακτηριστικό της περιόδου

Η καθήλωση, λοιπόν, είναι το κεντρικό χαρακτηριστικό της περιόδου και η αντιστροφή της το ζητούμενο. Δεν πρόκειται ούτε για απαισιοδοξία ούτε για το τέλος του κόσμου. Αν για κάποιο λόγο τονίζεται είναι γιατί δίχως να ληφθεί αυτή υπόψιν δεν μπορεί να νοηθεί καν καμιά στρατηγική. Αν το «δεν υπάρχει εναλλακτική» τείνει να μάς διαβρώσει –ψυχή τε και σώματι– οι απαιτήσεις μιας αντιθετικής κίνησης είναι πολύ πιο αυξημένες. Και σίγουρα μόνο προσεγγιστικά και δοκιμάζοντας μπορούμε να τις ανιχνεύσουμε.

Κανένα σχέδιο δεν υπάρχει στο συρτάρι και αν υπάρχει θα είναι μάλλον για πέταμα. Ούτε απάντηση που να ενέχει το κύρος «λύσης» μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ακόμα και η αναγκαία υπεράσπιση του ότι «τα πράγματα μπορούν ν’ αλλάξουν», αυτή η πίστη και το πείσμα που ποτέ δεν εξαφανίζεται -επί ποινή αυτοκατάργησης του ανθρώπινου είδους- πρέπει κάπως να οδηγήσει σε μια δέσμευση, σε μια διεργασία. Στην πραγματικότητα είμαστε στο σημείο όπου οι πραγματικοί, φανταστικοί ή φαντασιακοί φορείς των απαντήσεων είναι είτε χρεοκοπημένοι, είτε πληγωμένοι. Κι εδώ όντως χρειάζεται ένα «ο καθένας μόνος του» αλλά εντός μιας διαφορετικής οπτικής. Το ξαναγράφουμε για να το πιστέψουμε: «Θα τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας». Όπως σώθηκαν σπίτια και χωριά από τις πυρκαγιές με τους «μηχανισμούς» ελλιπείς ή απόντες, με αυτό το πνεύμα ενδέχεται να σωθούμε και γενικώς.

Το ζήτημα είναι πολιτικό. Σιγά τα ωά. Και μάλιστα σε τέτοια έκταση πολιτικό που προκαλεί αμηχανία ή και τρόμο. «Ποιος είσαι για να τα βάλεις με ποιους;» Από τα μολυσμένα αυγά που αποσύρθηκαν και τα δάση που κάηκαν, μέχρι τα τρομοκρατικά χτυπήματα και το «πάτα το Κιμ», όλα δείχνουν ότι τα πεδία και τα περιεχόμενα της αντιπαράθεσης είναι εκτεταμένα και κυρίως μεγάλης κλίμακας. Αν λοιπόν κάτι «αντιστασιακό» μπορεί να ξεμυτίσει –δε λέμε καν να παίξει κάποιο σημαντικό ρόλο ή να νικήσει– αυτό θα μετριέται αναγκαστικά σε αυτή την τάξη μεγέθους. Η απόδραση από το περιβάλλον της ελληνικής πολιτικής σκηνής, των στρατοπέδων και της σκηνοθεσίας της είναι έτσι πρωταρχικό καθήκον. Αλλά και δευτερευόντως η έξοδος από τους κάθε λογής μικρόκοσμους –πρώτα εκτιμήσεων και αντιλήψεων– που ευδοκιμούν σε τέτοιες περιόδους. Αν η έννοια «κίνημα» δεν είχε σακατευτεί από τη χρήση της, θα μπορούσε να εμπλουτιστεί και να ορίσει την ποιότητα και τη χωρητικότητα που απαιτείται για να σταθούμε όρθιοι.

Γιατί πόση σημασία έχει πραγματικά το ποιος θα είναι ο νέος ηγέτης της Κεντροαριστεράς; Και σε τι θα επιδράσει στην εξέλιξη των γεγονότων η γενικευμένη προεκλογική περίοδος; Το εάν θα μπει αυτό ή το άλλο κόμμα στη βουλή, με το τέτοιο ή αλλιώτικο ποσοστό; Δεν είναι υποτίμηση, αλλά προτροπή να μη χαθεί το ουσιώδες. Αν τα παραπάνω ενδεικτικά ερωτήματα είχαν κάποια σχέση με την ανάταξη του λαϊκού φρονήματος, έχει καλώς. Δυστυχώς όμως δεν έχουν. Για την ακρίβεια μονάχα την παθητικότητα ενισχύουν –αυτή είναι η πεζή πραγματικότητα.

Όλα τα παραπάνω έχουν μια έντονη χροιά αρνητικότητας και ετεροκαθορισμού. «Τι δεν πρέπει να γίνει». Εύλογη η κριτική και η απορία. Φαίνεται λοιπόν πως πρέπει να εισέρθουμε σε μια φάση πιο τολμηρή, πιο δημιουργική. Αν το καλοσκεφτούμε, τα περιεχόμενα για την αντιπαράθεση της «επόμενης μέρας» είναι παρόντα. Ενώ δε λείπουν οι ενεργές και λανθάνουσες δυνάμεις που μπορούν να κινηθούν διαφορετικά. Πέρα από τις ανάγκες –γενικώς κι αορίστως– υπάρχουν και δυνατότητες. Χρειάζεται όμως ένα πνεύμα πιο αποφασιστικό. Που να ξεκόβει από πολιτικαντισμούς και χρεοκοπημένες επιλογές, που να μη συντηρεί αυταπάτες, που να μπορεί να ιεραρχεί και να διακρίνει τα σημαντικά από τα επουσιώδη, χωρίς τους άπειρους περισπασμούς που η περίοδος ευνοεί. Αυτά αποτελούν πρωταρχικά σημεία αξιολόγησης και διαχωρισμού προτάσεων, επιλογών και συνευρέσεων. Από δω ξεκινάμε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!