Του Θανάση Μουσόπουλου

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας είναι ένας αγαπητός μου πεζογράφος. Είχα διαβάσει βιβλία του, τον Ζητιάνο, τα Λόγια της Πλώρης, τον Αρχαιολόγο.

Το 1978, μάλιστα, έγραψα την Εισαγωγή στα Λόγια της πλώρης των εκδόσεων ΑΣΕ, ύστερα από πρόταση του φίλου ξανθιώτη διευθυντή Θανάση Καρακατσάνη.

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (Λεχαινά, 12 Μαρτίου 1865 – Μαρούσι, 24 Οκτωβρίου 1922) υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μαζί με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Ο Καρκαβίτσας ασχολήθηκε με επιτυχία πολλά είδη του γραπτού λόγου: διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση, μελέτες, χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, ιστορικά ανέκδοτα, παιδικά βιβλία. Συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και με εφημερίδες στις οποίες προμήθευε πλήθος άρθρα που αφορούσαν τις συνήθειες και τα γνωρίσματα των διαφόρων τόπων της Ελλάδας.

Τα πιο διάσημα έργα του είναι το μυθιστόρημα Ο ζητιάνος, και η συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης. Αυτά τα δυο έργα έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές χώρες του εξωτερικού.

Στρατιωτικός γιατρός στο επάγγελμα, αποστρατεύτηκε λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας το 1920, με το βαθμό του αρχίατρου. Πήρε μέρος στο εκστρατευτικό σώμα που πήγε στην Κρήτη κατά την Κρητική Επανάσταση του 1897, στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912–1913, στο Κίνημα στο Γουδί, κ.α.

Πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα τον Οκτώβριο του 1922, στην Αθήνα, σε ηλικία 57 ετών.

Ο Κωστής Παλαμάς γράφει: «Ο κ. Καρκαβίτσας είναι εν ταυτώ πραγματιστής και ιδανιστής. Πραγματιστής, διότι παραλαμβάνει το υλικόν του από το ακένωτον μεταλλείον της γύρω του λαλούσης φύσεως, των ηθών, των εθίμων, των παραδόσεων, των προλήψεων, των χαρακτήρων του ελληνικού λαού· πραγματιστής, διότι αποθηκεύει εις τας διηγήσεις του πλήθος ειδήσεων, σημειώσεων και άλλων πληροφοριών […] Αλλά συγχρόνως και εις ίσην δόσιν ο συγγραφεύς είναι και ιδανιστής. Ιδανιστής, διότι συχνά πυκνά οι ήρωες αυτού εξέρχονται των ορίων της πραγματικής ατμοσφαίρας η οποία τους περικυκλώνει […] Ιδανιστής, διότι στρέφεται προς το ποιητικόν παρελθόν, εμπνέεται από το ηρωικόν, αγαπά το μέγα και δεν αποστέργει το φανταστικόν.

Εάν κάποιος… με πειθανάγκαζε να διαλέξω αποκλειστικά μεταξύ Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα, θα έστεκα ευλαβητικά μπροστά στον Παπαδιαμάντη, θα του φιλούσα το χέρι, και θα ψήφιζα τον Καρκαβίτσα».

***

Ακολουθώντας τον Κ. Θ. Δημαρά που σημειώνει: «Ο Καρκαβίτσας έγραψε πολλούς τόμους διηγήματα από τα οποία τα “Λόγια της Πλώρης”, διηγήματα θαλασσινά (1899) θεωρούνται τα καλύτερά του», θα περιοριστούμε μόνο στα «Λόγια της Πλώρης».

Τα Λόγια της πλώρης αναφέρονται στη ζωή των ναυτικών και πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1899. Από τα 20 διηγήματα της συλλογής παραθέτω αποσπάσματα από τρία που αγαπώ.

Το πρώτο είναι «Το γιούσουρι» [= είδος μαύρου κοραλλιού, κατά τον Καρκαβίτσα, στη γλώσσα των ναυτικών, δέντρο του βυθού, θρυλικό θεριό της θάλασσας]

«Όταν το πρωτάκουσα, ήμουν παιδί στα σπάργανα. Και σαν έφτασα εικοσάχρονο παλικάρι, έλεγαν ακόμη για κείνο, με τον ίδιο θαυμασμό και περισσότερη φρίκη. Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι, που βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου! Το γιούσουρι, που ώρες ψηλώνει και θεριεύει ως το πρόσωπο της θάλασσας• ώρες χαμηλώνει και γίνεται κάστρο αγύριστο, με τους ρόζους και τα κλαδιά, με τις ρίζες και τ’ αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το έχουν μόλογο! Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σ’ αγγόνι, πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σα σίδερο, δυνατό σα λέοντας, ψυχωμένο κι αθάνατο σα στοιχειό.

Εκείνοι που το πρωτόειδαν έσβησαν από τη θύμηση των ανθρώπων τώρα. Εκείνοι που ονειρευτήκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη ή και στα βάθη της θάλασσας. Εκείνοι που πήγαν γυρεύοντάς το, δε δευτέρωσαν το σκοπό τους. Έχει, σου λένε, κατιτί πλάνο κι επίβουλο, και αλλάζει χρώματα και αλλάζει σχήματα και γλιστρά σαν χέλι και θεμελιώνεται σαν πύργος και φωσφορίζει σαν ωκεανόψαρο, που λύνεται το σώμα με το πρώτο αντίκρισμα.

Εγώ, από μικρός που το άκουα, μ’ έπιανε κατιτί παράξενο. Φόβος και μαζί πείσμα. […]

«Δε μου λες, πατέρα» κάνω κάποτε του γέροντά μου, «τι είναι αυτό το γιούσουρι;».

«Ξύλο, παιδί μου, σαν και τ’ άλλα• θαλασσόξυλο. Αν θέλεις να το μάθεις, σύρε να ιδείς την πίπα μου».

Το δεύτερο απόσπασμα από το διήγημα «Η θάλασσα»:

«O πατέρας μου – μύρο τὸ κῦμα ποῦ τὸν τύλιξε – δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ μὲ κάμῃ ναυτικό.

— Μακριά, ἔλεγε, μακριά, παιδί μου, ἀπὸ τ’ ἄτιμο στοιχειό! Δὲν ἔχει πίστη, δὲν ἔχει ἔλεος. Λάτρεψέ την ὅσο θές• δόξασέ την• ἐκείνη τὸ σκοπό της. Μὴν κυτᾷς ποῦ χαμογελᾷ, ποῦ σοῦ τάζει θησαυρούς. Ἀργὰ-γρήγορα θὰ σοῦ σκάψῃ τὸ λάκκο ἢ θὰ σὲ ρίξῃ πετσὶ καὶ κόκκαλο, ἄχρηστο στὸν κόσμο. Εἶπες θάλασσα, εἶπες γυναίκα τὸ ἴδιο κάνει.

Καὶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ ἄνθρωπος ποῦ ἔφαγε τὴ ζωή του στὸ καράβι• ποῦ ὁ πατέρας, ὁ πάππος, ὁ πρόπαππος ὅλοι ὡς τὴ ρίζα τῆς γενιᾶς ξεψύχησαν στὸ παλαμάρι. Μὰ δὲν τὰ ἔλεγε μόνον αὐτός, ἀλλὰ κ’ οἱ ἄλλοι γέροντες τοῦ νησιοῦ, οἱ ἀπόμαχοι τῶν ἀρμένων τόρα, καὶ οἱ νιώτεροι, ποῦ εἶχαν ἀκόμη τοὺς κάλους στὰ χέρια, ὅταν κάθιζαν στὸν καφενὲ νὰ ρουφήξουν τὸν ναργιλέ, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι καὶ στενάζοντας ἔλεγαν:

— Ἡ θάλασσα δὲν ἔχει πιὰ ψωμί. Ἂς εἶχα ἕνα κλῆμα στὴ στεριὰ καὶ μαύρη πέτρα νὰ ρίξω πίσω μου».

Το τρίτο απόσπασμα είναι από το διήγημα «Η Γοργόνα»:

«Ἄξαφνα ἀνατρόμαξα. Κάτω βαθειά, μέσ’ ἀπὸ τὸ μενεξεδένιο σύγνεφο, εἶδα νὰ προβαίνῃ ἴσκιος πελώριος. Ἡ χοντρὴ κορμοστασιά, τὸ πυργογύριστο κεφάλι του φάνταζαν Ἁγιονόρος. Τὰ δυό του μάτια γύριζαν φωτεινοὺς κύκλους κι’ ἔβλεπαν περήφανα τὸν Κόσμο πρὶν τὸν κλωτσήσουν στὴν καταστροφή. Νάτος εἶπα, ὁ θεόσταλτος ἄγγελος, ὁ χαλαστὴς καὶ σωτῆρας! […]

Ἀπὸ τά κρυσταλλένια λαιμοτράχηλα κατέβαινε κι’ ἔσφιγγε τὸ κορμὶ ὁλόχρυσος θώρακας λεπιδωτὸς καὶ πρόβαλλε στὸ ἀριστερὸ τὴν ἀσπίδα κι’ ἔπαιζε στὸ δεξὶ τὴ Μακεδονικὴ σάρισα.

Δὲν εἶχα συνέρθει ἀπὸ τὴν ἀπορία καὶ φωνὴ γλυκειά, ἥμερη καὶ μαλακή, ἄκουσα νὰ μοῦ λέῃ:

— Ναύτη-καλεναύτη• ζῇ ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξαντρος;

Ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξαντρος! ψιθύρισα μὲ περισσότερη ἀπορία. Πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ζῇ ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξαντρος; Δὲν ἤξερα τί ρώτημα ἦταν ἐκεῖνο καὶ τί νὰ τῆς ἀποκριθῶ, ὅταν ἡ φωνὴ ξαναδευτέρωσε.

— Ναύτη-καλεναύτη• ζῇ ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξαντρος; […]

— Ζῇ καὶ βασιλεύει• ἀπάντησα εὐθύς. Ζῇ καὶ βασιλεύει καὶ τὸν κόσμο κυριεύει.

Ἄκουσε τὰ λόγια μου καλά. Σὰν νὰ χύθηκε ἀθάνατο νερὸ ἡ φωνή μου στὶς φλέβες της, ἄλλαξε ἀμέσως τὸ τέρας κι’ ἔλαμψε παρθένα πάλι χιλιόμορφη. Σήκωσε τὸ κρινᾶτο χέρι της ἀπὸ τὴν κουπαστή, χαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπῶντας ἀπὸ τὰ χείλη της. […] Μὲ τὸ μπρίκι τοῦ καπετὰν Φαράση ἀρμένιζα μισοκάναλα ἐκείνη τὴ νύχτα».

Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με τον Γιάννη Ψυχάρη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!