Του Αριστοτέλη Γ. Καλλή
Ταξίδευαν οι λέξεις εκείνο το καιρό και οι ιστορίες σαν μικρές παρέες παιδιών, ξεχύνονταν γύρω από ένα χρυσαφένιο παλάτι oνείρων κατά τη διήγηση τής Μικρασιάτισσας γιαγιάς, για να ανταμώσουν τον βασιλιά ήλιο, λίγο πριν παραιτηθεί από της μέρας την παντοδυναμία.
Άκουγες το νερό να κυλάει καθώς τα αστέρια έπεφταν τραγουδώντας στο κενό ενός ουρανού που άνοιγε για να υποδεχτεί την θεϊκή νύχτα τού καλοκαιριού,ανάμεσα σε χιλιάδες νεράιδες που φτερούγιζαν πάνω από τα συντρίμμια και τα αντιφεγγίσματα μιας απέραντης θάλασσας αναμνήσεων που καλούσε με έναν γλυκό σιωπηλό μα και θλιμμένο τρόπο τις γοργόνες να ανέβουν όσο πιο γρήγορα από τα έγκατα τού βυθού για να φέρουν το μήνυμα μιας ζωής… αλλιώτικης…
Μιας ζωής, όχι σαν αυτή που γνωρίζουμε, αλλά μια άλλη… μη ορατή σε εκείνους που εξόρισαν το παιδί μέσα απ’ την ψυχή τους…
Μιας ζωής που τα χρώματα, οι λέξεις και οι μουσικές γίνονται ένα για να υμνήσουν και να θυμίσουν έστω και μόνο μια βραδιά ότι εχάθη άδικα στο πέρασμα του χρόνου…
Μιας ζωής που μετράει αντίστροφα απ’ την ορθή γωνία της ευτυχίας μέχρι η φυγή να γίνει επιστροφή, μέχρι το τέλος να γίνει αρχή, μέχρι το εγώ να γίνει εσύ, και το εσύ να πετάξει ελεύθερα σαν ένα άσπρο περιστέρι πάνω απ’ την Κύπρο, τη Γάζα, το Νταχάου στο χρυσαφένιο πέλαγο μιας νιότης αιώνιας… που θα εγγυάται την αδελφοσύνη των λαών.
Κι ενώ όλα θα έβαιναν καλώς, κατά τας γραφάς, τις διαθέσεις και τις προϋποθέσεις… κατεγράφη ορθώς η όλη «προσπάθεια» των κατά φαντασίαν ειδημόνων, κατακριτών και υποκριτών (προστατών του δημοσίου συμφέροντος) ως εσχάτη προδοσία κάτω από το φεγγάρι του «Κόκκινου ελαφιού», ως εσχάτη αναλγησία, με τάξη υποταγή και υποκρισία μισθοφορικού στρατού, ανάμεσα σε ματωμένες χλένες, 57 τον αριθμό, σε πεδία μαχών όπου κατά τα συνήθη οι απόμαχοι στρατιώτες με τα λειψά σώματα εμάθεναν να ζωγραφίζουν πάνω στην άμμο τον θάνατο χωρίς φόβο και πάθος, ίσως γιατί συνειδητοποίησαν πως όλα τελικά ήταν ένα «λάθος»… κατά λάθος…
Κι ότι απέμεινε, αν απέμεινε, από τα μεγάλα λόγια των περιφερόμενων πολιτευτών, που αφέθηκαν να πέσουν κάτω απ’ τα ψηλά μπαλκόνια των παλιών νεοκλασικών κτηρίων της επαρχίας δημιουργώντας προσδοκίες, είναι οι πέτρινες ψυχές από ένα μετεμφυλιακό κράτος, που έμαθαν να λειτουργούν ως υποζύγια των καρτέλ ενέργειας, περιέργειας και συνέργειας, που ισοφαρίζουν απρόθυμα το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μιας απάτης, με παραστάτη έναν αόρατο υπουργό σε ρόλο υποτακτικού και καταδότη στα έμμισθα τρολς που μεταδίδουν χωρίς αιδώ, ψευδείς ειδήσεις διατηρώντας στον πάγο τον νεκρό υποβολέα της εξουσίας των αλάλων, την ίδια ώρα που στα νερά της Μεσογείου βυθίζονται πλοία με στοιβαγμένα όνειρα και προσδοκίες για μια ζωή τουλάχιστον ανεκτή με τα αυτονόητα…
Την ίδια ώρα, που ο θάνατος εναλλάσσεται με θάνατο σε ένα κονσέρτο ανάγκης των ολίγων να επιβάλουν τους τελευταίους κανόνες πριν καταρρεύσουν ως χάρτινοι πύργοι στο αχανές τοπίο των επιδοτήσεων μιας προγραμματισμένης ψυχεδέλειας… του υπουργείου υγείας και αφέλειας…
Αν είναι λοιπόν να πεις μονάχα μια λέξη,απέφυγε τουλάχιστον το «τετέλεσται», μπροστά σου μπορεί να ορθώνεται ο Γολγοθάς και το «ολέθριον ύδωρ», αλλά έχεις μια υποχρέωση σε εκείνους που εξόρισες αδίκως…
Δεν είναι η ώρα αγαπητέ για αυτολύπηση, για στοχασμούς και ποίηση για εκδίκηση… τώρα είναι η ώρα της μάχης για ζωή… Πολέμα, η πύλη καταρρέει και ο λαός εισρέει…