Του Δημήτρη Ουλή. Για ακόμα μία χρονιά, το αγαπημένο και μη εξαιρετέο θρησκευτικό μας best-seller: Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ του Τζεφιρέλι, η Βίβλος σε newspaper edition, δομικές και επίκαιρες αναλύσεις ορθόδοξων τηλε-ευαγγελιστών – υπήρξε πραγματικά ο Χριστός;
Ποιος ο βαθύτερος λόγος της Σταύρωσής Του; Τι μαρτυρίες έχουμε για την Ανάσταση; Πόσο ανάγλυφα ζωγραφίζεται το πρόσωπό του πάνω στην Αγία Σινδόνα;- συρρέοντα πλήθη στις εκκλησίες, γονυκλισίες, ευχέλαια και σταυροκοπήματα. Και βέβαια, μην ξεχάσω την Ακολουθία της Μεγάλης Εβδομάδας, τον «ιλιγγιώδη πολιτισμό» της ελληνορθόδοξης λειτουργικής και θεολογικής μας παράδοσης (τι ωραία που τα λέτε κύριε Γιανναρά), αλλά και τα αθάνατα ήθη και έθιμα του λαού μας: ο οβελίας, η μαγειρίτσα, τα κόκκινα αβγά, τα δημοτικά μας τραγούδια, ο Χρόνης Αηδονίδης. «Χριστός Ανέστη», τους λες. Και σου απαντούν: «Επίσης».
Δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ, φίλε αναγνώστη. Δεν μιλώ ως απαισιόδοξος. Μιλώ ως ένας πολύ καλά ενημερωμένος αισιόδοξος. Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, θέτοντας τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων -μέρες που είναι- δεν μπορώ παρά να διερωτώμαι: υπάρχει κάτι, στ’ αλήθεια, ένεκα του οποίου θα έπρεπε να γιορτάσω; Όχι υπό την τρέχουσα θρησκευτική έννοια -στο συμφραζόμενο ενός λειτουργικού ευσεβισμού, όπως κάγχαζε μια φορά κι έναν καιρό ο πατήρ Αλέξανδρος Schmemann1- αλλά υπαρξιακά και πραγματικά; Μπορώ να αναγάγω την Ανάσταση του Χριστού στην σύγχρονη ιστορική και κοινωνικοπολιτική συνθήκη; Μπορεί η Ανάσταση του Χριστού να μου ξαναδώσει την ελπίδα του μεσημεριανού φωτός μέσα στην πυκνή νύχτα του «μεταμοντέρνου» ιστορικού τρόμου; Πόσα ευχολόγια, πόσες ανέξοδες φιλοφρονήσεις, πόσες φορές ακόμα το αποκρουστικό τετράποδο της υγείας/αγάπης/ειρήνης/ευτυχίας θα σφυροκοπήσει τα αυτιά μου; Και γιατί θα έπρεπε σώνει και καλά να απολογούμαι απέναντι σε κίτρινα μάτια, στόματα φαρδιά, τα οποία καραδοκούν να με αλέσουν στη μηχανή του κουτσομπολιού -«Τι έχεις, Δημήτρη;», «Γιατί είσαι τόσο αμίλητος, Δημήτρη;»- επειδή το χαμόγελό μου δεν είναι αρκετά πλαστικό, ούτε απλώνει μέχρι το σβέρκο, κάθε φορά που αναγκάζομαι να παρευρεθώ στα πασχαλινά τους τραπέζια; Λες και συνιστά ύβρη να αναζητάς τον αποχρώντα λόγο της γιορτής, λες και θίγονται όλα τα ιερά και τα όσια του κόσμου αν τολμήσεις να υποστηρίξεις ότι αυτό που προέχει δεν είναι να «γιορτάζεις», αλλά να ξέρεις πότε γιορτάζεις τι γιορτάζεις και για ποιον λόγο γιορτάζεις.
Δεν χρειάζεται, νομίζω, διδακτορικό δίπλωμα για να καταλάβει κανείς ότι ένα σπίτι «προς κατεδάφιση» ακόμα κι αν στολιστεί με πασχαλινές γιρλάντες, παραμένει «προς κατεδάφιση». Γι’ αυτό και τολμώ να υποστηρίζω -ενάντια στους οβελίες, τα κόκκινα αβγά και όλες τις ελληνορθόδοξες μαγειρίτσες του κόσμου- ότι ΔΕΝ γιορτάζω, ΔΕΝ χαίρομαι, ΔΕΝ διασκεδάζω. Με εξοργίζουν τα ανοιχτά ενδεχόμενα ενός μέλλοντος που φαντάζει στα μάτια μου μαύρο σαν την αθέατη όψη της σελήνης, με εξοργίζουν οι νομοτέλειες που ενορχηστρώθηκαν ερήμην μου για την Ψωροκώσταινα και ολόκληρο τον πολιτισμένο, τάχα μου, «χριστιανικό» κόσμο, με εξοργίζει και με ανησυχεί το αργό, βασανιστικό βύθισμα στην πέτρα, στο οποίο μ’ έχουν καταδικάσει γαλάζιοι, πράσινοι και κόκκινοι κόκκοι της υποτιθέμενης «πατρίδας» μου, για να πληρώσω τα κερατιάτικά τους μέχρι εβδόμης γενεάς. Και έχοντας σταυροκοπήσει πλέον αρκετές φορές την είσοδο του σπιτιού μου με το Φως του Πανάγιου Τάφου, κάνω μόνο μια ευχή: Να έρθει ο καιρός που η Ανάσταση δεν θα παραπέμπει πια σε θρησκευτικές μυθοπλασίες και υπερπαραγωγές του Χόλιγουντ, αλλά στην πραγματική μας ζωή. Αυτήν που έχουμε ξεχάσει, για να μπορούμε να «γιορτάζουμε» χριστιανικά και ελληνορθόδοξα.
[1] Βλ. Α. Schmemann, Η Αποστολή της Εκκλησίας στο Σύγχρονο Κόσμο, ελλ. μετάφραση Ιωσήφ Ροηλίδης (Αθήνα: Ακρίτας 21993) κυρίως τις σελίδες 159-179.