Το κύριο σήμερα είναι η τούρκικη απειλή μέσα στο πλαίσιο του κλονισμένου διεθνούς συστήματος που της δίνει «χώρο» και «αέρα».
Η απειλή που συνιστά ο τούρκικος επεκτατισμός αφορά μια τεράστια περιοχή που περιλαμβάνει τη χώρα μας και επηρεάζει καθοριστικά το σχήμα των εξελίξεων. Από την Κασπία μέχρι την Κεντρική Μεσόγειο. Το ζήτημα της αζέρικης επίθεσης κατά της κατοικούμενης από Αρμένιους περιοχής του Καραμπάχ δεν θα μπορούσε να προκύψει καν χωρίς την ενεργή ανάμειξη (στρατιωτική, πολιτική, οικονομική) και επέμβαση της Άγκυρας. Η σύγκρουση αυτή προωθεί απροκάλυπτα τους σχεδιασμούς της τούρκικης πολιτικής να βάλει γερό πόδι στην περιοχή του Καυκάσου, να έχει άμεση πρόσβαση στην Κασπία και να ενισχύσει τη θέση της σαν ενδιάμεση μεγάλη δύναμη που επιδιώκουν να την προσεταιριστούν σαν «εταίρο» και τα δύο στρατόπεδα: Δύση (ΗΠΑ και Γερμανία) από τη μία και Ρωσία και σε ένα δεύτερο επίπεδο η Κίνα από την άλλη. Οικεία κακά όλα αυτά. Η τούρκικη απροσχημάτιστη απειλή απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο έχει γίνει δυνατή ακριβώς κάτω από τις ίδιες συνθήκες (που συνδυάζουν την παρακμή του Δυτικού στρατοπέδου με την ανάδυση ενός τοπίου πολλαπλών ανταγωνισμών Μεγάλων Δυνάμεων) που δίνουν στην Τουρκία τον «χώρο» και τον «αέρα» που αναφέραμε παραπάνω. Και βεβαίως και στις δύο περιπτώσεις (ελληνική και αρμενική) το ζήτημα δεν αφορά μόνο «τα πετρέλαια» ή τις «συνεκμεταλλεύσεις» όπως μας το παρουσιάζουν εχθροί και «φίλοι» σαν ένα θέμα «μπίζνες». Αφορά την υφαρπαγή χώρου κυριαρχίας.
Όμως τελικά τι «θέλετε»; Να επεμβαίνουν ή να μην επεμβαίνουν οι Μεγάλες Δυνάμεις;
Ακούγεται συχνά αυτό το ερώτημα. Δεν ήταν ίσως ανώφελο που τέθηκε και στη συζήτηση του Δρόμου. Ας θέσουμε όμως τα δεδομένα και τα «θέλω» μας στο έδαφος της πραγματικότητας.
Κατ’ αρχήν οι Μεγάλες Δυνάμεις επεμβαίνουν, πρώτα απ’ όλα τα δυτικά κέντρα (ΗΠΑ και Γερμανία) και το κάνουν φλερτάροντας με την Τουρκία. Και αυτό δημιουργεί δυσμενείς συσχετισμούς και για την Αρμενία αλλά βέβαια και για την Ελλάδα και την Κύπρο που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της τούρκικης απειλής. Και είναι καίριο ζήτημα το πως μπορεί να χαλαρώσει αυτή η θηλιά. Ας περιοριστούμε να μιλήσουμε σε σχέση με αυτό για τον ελλαδικό χώρο. Εμφανίζονται δύο δρόμοι. Εκείνος των πολιτικών ελίτ που ποντάρουν στο να φανούν χρήσιμες σαν «δεδομένος σύμμαχος» έναντι μιας αυτονομούμενης Τουρκίας. Εκείνο που ζούμε σήμερα είναι ότι ο δρόμος αυτός αφήνει σημαντικό χώρο και ενισχύει τις ορέξεις (και της Τουρκίας και των Μεγάλων) για διευθετήσεις και αναδασμούς που ακρωτηριάζουν την υπόσταση των χώρων μας. Ο άλλος δρόμος, η δυνατότητα ενός άλλου δρόμου (δυνατότητα γιατί σήμερα είναι πολύ αποδιοργανωμένοι οι πραγματικοί του όροι), είναι εκείνος που θα συγκροτούσε πολιτικά την κοινωνία ενισχύοντας τη δυνατότητά της να προασπιστεί την κυριαρχία του λαού και της χώρας. Μετατρέποντας τη χώρα από «δεδομένο αντικείμενο» σε υποκείμενο στις διεθνείς σχέσεις. Αυτό ακριβώς επιδιώκουμε και «θέλουμε». Και επιπλέον με συνείδηση του ότι χρειάζεται μια πολιτική που θα λαμβάνει υπόψη της το πλήθος των δρώντων στην περιοχή, τις δυσκολίες που υπάρχουν αλλά και τις δυνατότητες που ανοίγονται. Δύσκολος δρόμος γιατί δύσκολο είναι το πρόβλημα.
Αλλά και άλλες οπτικές που συνειδησιακά «απωθούν» την τούρκικη απειλή πρέπει εδώ να σημειωθούν. Γιατί εμποδίζουν τη συνειδητοποίηση άρα και την αντιμετώπιση του προβλήματος. Πρώτα απ’ όλα να καταλάβουμε ότι η «παρακμή της Δύσης» γεννά τις αντικειμενικές «δομικές» συνθήκες μέσα στις οποίες προωθούνται τα επεκτατικά σχέδια του παίκτη Τουρκία. Ο αμερικάνικος και δυτικός ιμπεριαλισμός μπορεί να παραμένει καταλυτικά παρών αλλά δεν χωράνε πια οι εξελίξεις στο στερεοτυπικό σχήμα του αμερικανόπνευστου σχεδιασμού που τα ρυθμίζει όλα. Αυτού του τύπου λαθεμένες αναγνώσεις, πολύ συχνές στους χώρους της αριστεράς, είναι χαρακτηριστικό ότι οδηγούν στην απώθηση της τούρκικης απειλής από δύο αντιθετικούς δρόμους: Είτε «Τουρκία νατοϊκό ενεργούμενο» και άρα όλα ανάγονται στην αντιπαράθεση με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό (και συνακόλουθα μια κατάσταση πνευμάτων στο κλίμα του αντιιμπεριαλισμού του ‘70, κυριολεκτικά εκτός τόπου και χρόνου). Ή ακόμα χειρότερα: Ερντογάν σε τροχιά σύγκρουσης με την αμερικάνικη ιμπεριαλιστική επιβολή και η εξ αυτού αξιολόγηση με θετικούς, «αντιιμπεριαλιστικούς» (!) όρους αυτής της εξέλιξης…
Στον αντίποδα μια αποσυνθετική «αυτοκρατορική υπερεξάπλωση» της Τουρκίας έρχεται τάχα να αποσβέσει την απειλή. Στην πραγματικότητα, παρά το ότι τέτοια ενδεχόμενα δεν είναι σε καμία περίπτωση απίθανα, κάθε άλλο παρά μπορούν να καθησυχάζουν. Παραβλέπουν από την ανάποδη τη σύνθετη διαλεκτική των σχέσεων Τουρκίας-Δύσης-Ανατολής. Στο μεταξύ αφήνεται πολύς «χώρος» για αρνητικές εξελίξεις και ακρωτηριασμούς, για να μην πούμε ότι μια τουρκική κρίση δεν θα συνεπαγόταν αυτόματα την εξάλειψη του προβλήματος.
Στεκόμαστε στο πλάι των Αρμενίων στον αγώνα τους ενάντια στην επίθεση που δέχονται από τον τούρκικο επεκτατισμό. Οι τύχες των δύο λαών μας είναι συνδεδεμένες. Έχουμε κοινή «μοίρα» με τους Αρμενίους
Η στάση μας στον αγώνα που δίνει η Αρμενία
Πρώτα απ’ όλα είναι σαφές. Η Αρμενία δίνει έναν αγώνα για την υπόστασή της. Για να μην ξεριζωθούν οι Αρμένιοι του Καραμπάχ και βρεθεί σε τουρκικό κλοιό. Απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις – Τουρκία αλλά και σε δεύτερο επίπεδο Ισραήλ (ένα θέμα που χρειάζεται ξεχωριστή εξέταση). Όταν λοιπόν στο τραπέζι της συζήτησης μπαίνει το θέμα της γενοκτονίας, αυτό είναι -πέραν όλων των άλλων τραγικών ιστορικών του διαστάσεων- δραματικά επίκαιρο (είναι κοντά μας) και μας αφορά όλους. Δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στο ότι η Τουρκία χρησιμοποιεί συστηματικά τη γενοκτονία και τον βίαιο εκτοπισμό πληθυσμών στις περιοχές που υφαρπάζει. Άλλωστε οι σχετικές εμπειρίες είναι κοινές στους δύο λαούς (Αρμενική γενοκτονία, γενοκτονία των Ποντίων, βίαιος ξεριζωμός των Ελλήνων της Μ. Ασίας, τα ίδια στην Κύπρο μετά την κατοχή του 40% της νήσου) και αυτά τα κοινά μας πάθη έχουν σφυρηλατήσει τους ισχυρούς μεταξύ μας δεσμούς.
Όμως εμείς εδώ στην Ελλάδα ίσως αισθανόμαστε περισσότερο από τους Αρμένιους (και χρειάζεται να την αντιμετωπίσουμε πολιτικά) την επιρροή ενός «ευρωπαϊσμού» που σπεύδει να χαρακτηρίζει με επιθετικότητα σαν «εθνικιστικό» ο,τιδήποτε χρησιμοποιεί (ή αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει) ένας λαός που δίνει έναν τέτοιο άνισο αγώνα για την επιβίωση και την κυριαρχία του. Που καλεί σήμερα αναίσχυντα τους Αρμένιους να αποφύγουν την «προσφυγή στα όπλα» (δηλαδή με τους τωρινούς συσχετισμούς τους καλεί να υποκύψουν στον επιτιθέμενο) χωρίς να κουνάει το δαχτυλάκι του για να φρενάρει αυτόν τον κατά πολύ ισχυρότερο επιτιθέμενο. Με την ίδια λογική που πιέζει τους Έλληνες να καθίσουν στο τραπέζι του γνωστού «διαλόγου» αποδοχής των τελεσμένων της Τουρκίας. Και είναι αλήθεια ότι αυτός ο ιός των «ίσων αποστάσεων» και μιας δήθεν ουδέτερης αντικειμενικότητας έχει υπολογίσιμη μεταδοτικότητα μέσα στους κοινωνικούς χώρους – ιδιαίτερα της αριστεράς.
Το ίδιο έχουμε απέναντί μας και όλη εκείνη την ιδεολογική «μαγική» εικόνα που παρουσιάζει τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες του άλλοτε σαν χώρους μιας λίγο-πολύ αρμονικής συνύπαρξης των υπηκόων τους με κάποια μικρά (και αναγκαστικά ανεξήγητα) διαλείμματα μεταξύ τους συγκρούσεων. Και επειδή οι αναπαραστάσεις του παρελθόντος υποστηρίζουν τις επιδιώξεις για το μέλλον ας πούμε τούτο: η συνύπαρξη των εθνών, το ξεπέρασμα των συγκρούσεων μεταξύ τους μπορεί να γίνει μόνο στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της ισοτιμίας όλων. Δεν μπορεί να σημαίνει την αποδοχή του επεκτατισμού και του ιμπεριαλισμού του ισχυρότερου. Αυτό άλλωστε είναι ένα μεγάλο δίδαγμα όλης της ιστορικής διαδρομής του 20ού αιώνα. Και βέβαια, μιλώντας ειδικότερα για την περίπτωση της Τουρκίας, δεν μπορεί να υπάρξει αποδοχή μιας ιδεολογίας νεοθωμανισμού. Ούτε και μιας υποτελούς νεοφαναριώτικης λογικής -που πρέπει να μας απασχολήσει ότι διαθέτει σημαντικά ερείσματα στο σημερινό πολιτικό σύστημα της χώρας μας επηρεάζοντας και έναν προοδευτικό κόσμο αγαθής προαίρεσης.
Με δύο λόγια
Στεκόμαστε στο πλάι των Αρμενίων στον αγώνα τους ενάντια στην επίθεση που δέχονται από τον τούρκικο επεκτατισμό. Οι τύχες των δύο λαών μας είναι συνδεδεμένες. Έχουμε κοινή «μοίρα» με τους Αρμενίους.
Και είναι πραγματικά πολύ λυπηρό ότι η «αριστερά» της χώρας μας δεν σηκώνει τη σημαία της υποστήριξης αυτού του αγώνα, ούτε βέβαια και της υπεράσπισης της χώρας μας απέναντι στην τούρκικη απειλή. Αυτά θεωρούνται εθνικισμός. Εμείς λέμε ότι η οικοδόμηση ενός δημοκρατικού πατριωτισμού είναι σήμερα προϋπόθεση για την κοινωνική απελευθέρωση.