Η λαϊκή συμμετοχή στις νέες συνθήκες – Πραγματική Δημοκρατία ή διαχείριση;
Του Τάσου Βαρούνη
Η διαχείριση της χώρας έφυγε από τα χέρια της τροϊκανής συγκυβέρνησης και αυτό ανοίγει έναν εντελώς πρωτόγνωρο κι ελπιδοφόρο δρόμο. Και μόνο η εικόνα της ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης γεννά ανακούφιση και χαμόγελο. Πάμε, λοιπόν, παρακάτω.
Κανείς δεν μπορεί να προφητεύσει το πώς θα είναι η χώρα σε λίγους μήνες. Μα μέσα σε αυτή τη ρευστή κατάσταση και τα ανοιχτά σενάρια υπάρχει μια κατεύθυνση και μια επιλογή που θα έπρεπε να είναι αυτονόητη και σταθερή. Η πολύπλευρη συμμετοχή του λαού στις εξελίξεις. Για μεγάλο διάστημα πριν από τις εκλογές, αυτά παρέμεναν απλώς αριστερές κοινοτοπίες: «Βέβαια, εννοείται ότι χρειάζεται και ο λαός». Για να μην ξεχνιόμαστε, όμως, ο λαός αντιμετωπίστηκε αποκλειστικά ως ψηφοφόρος που «δουλειά» του ήταν να μας κάνει κυβέρνηση. Τα κατάφερε με μεγάλη επιτυχία.
Σήμερα, λοιπόν, ποιος θα είναι ο νέος ρόλος που «προσφέρεται» στον κόσμο, στους πολλούς; Αποδέκτης κυβερνητικών μέτρων ανακούφισης; Δυνάμει οπισθοφυλακή σε περίπτωση δύσκολων στιγμών; Φιλικά προσκείμενος στις κοινοβουλευτικές μας επιλογές; Καθησυχασμένος πολίτης που παρατηρεί και αναμένει βελτιώσεις; Στην πραγματικότητα, όλα αυτά είναι λογικό να προκύψουν σε έναν βαθμό. Αποτελούν, μάλιστα, την καλή εκδοχή. Δεν είναι όμως το μέγιστο που μας αναλογεί.
Η φιλολαϊκή κυβερνητική διαχείριση είναι αναγκαία. Αν, όμως, θέλουμε να έχει προοπτική και βάθος η διέξοδος της χώρας, είναι καλύτερα να θυμηθούμε ξανά την Πραγματική Δημοκρατία. Εκτός και αν αυτά είναι «ψιλά γράμματα» και «μαξιμαλισμοί».
– Γιατί το κράτος δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κοινωνία.
– Γιατί ο κρατικός αγώνας είναι κομμάτι και όχι η πεμπτουσία του πολιτικού αγώνα. Από τη σκοπιά της Αριστεράς είναι μέσο για τη χειραφέτηση και όχι ο ύψιστος ορίζοντας.
– Γιατί χρειάζονται κοινωνικοί αγώνες, πολιτικά κινήματα ή όπως λένε και οι Λατινοαμερικανοί: «Κοινωνία σε κίνηση».
Θα είναι εξαιρετικά φτωχό αν ο ρόλος της Αριστεράς περιοριστεί στη στήριξη μιας φιλολαϊκής κυβέρνησης, ευρέος φάσματος και μάλιστα με αδύναμους δεσμούς με την κοινωνία. Θα είναι οριακό αν η κοινωνία που ελπίζει, καλεστεί να στηρίξει κυρίως την πολιτική μιας κυβέρνησης και όχι την πολιτική μιας καθολικής διεξόδου. Θα είναι κρίμα μια τέτοια κυβέρνηση να ασκεί πολιτική με τον ίδιο τρόπο και τα ίδια μέσα όπως οι προηγούμενες, όσο σημαντική κι αν είναι η αντιμνημονιακή της ταυτότητα. Και, τέλος, κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο: η διάλυση και η αναδιάρθρωση της προ Μνημονίου πολιτικής χωροταξίας να ισορροπήσει σε νέες γραμμές αλλά εντός του πλαισίου του πολιτικού συστήματος και στο πλαίσιο ενός μετριοπαθούς «κοινωνικού συμβολαίου».
Μιλώντας έτσι για τον ΣΥΡΙΖΑ, οι επιλογές του οφείλουν να ιεραρχούν διαφορετικά τα πράγματα: Στο προσκήνιο να έρθει μια νέα σχέση πολιτικής και κοινωνίας, πέρα από τον κοινοβουλευτισμό και την κομματοκρατία. Μια πιο διευρυμένη πολιτική και δημόσια σφαίρα. Πρωτοβουλίες και μεγάλοι στόχοι αλλά και μαζικές διεργασίες. Ενεργοποίηση χιλιάδων ανθρώπων και ανασυγκρότηση κοινωνικών χώρων. Φρόνημα και αριστερό πολιτικό κίνημα.
Θέλουμε τη συμμετοχή. Μπορούμε όμως;
Αν θέλουμε η περιβόητη «συμμετοχή» να μην παραμείνει επίκληση, οφείλουμε να δούμε τι την αναπτύσσει και τροφοδοτεί και τι την περιορίζει ή και απαγορεύει. Δεν υπάρχει συμμετοχή χωρίς κάποιες γενικές ιδέες που να τη θεμελιώνουν. Χωρίς τα μεγάλα ιστορικά προτάγματα που να μπορούν να «ταιριάζουν» στους πόθους και τις ανάγκες των πολλών ανθρώπων.
Έπειτα, η συμμετοχή δεν κερδίζεται από καμιά -έστω και σωστή- «πλατφόρμα». Σημασία έχει ο τρόπος εκδήλωσής της. Τι έθεσαν για παράδειγμα οι πλατείες: Ισοτιμία – «Όλοι είμαστε ίσοι». Ο «μη βίαιος» αλλά και «μη κομματικός» χαρακτήρας που στην αρχή κατοχυρώθηκε, έπαιξε σημαντικό ρόλο. Αμεσότητα, κόντρα στην κηδεμονία. Ο καθένας να βρει ένα δημιουργικό ρόλο σ’ έναν ανοιχτό χώρο και όχι μέσα σε προκατασκευασμένες αποφάσεις. Με ζύμωση, με διάλογο, με σεβασμό.
Ας σκεφτούμε, λοιπόν, τι νόημα έχει το «οργανωθείτε στα συνδικάτα» ή το «όλοι στη γενική συνέλευση του φοιτητικού συλλόγου», όσο αυτά που προσφέρονται είναι απωθητικά για τους πολλούς. Αυτό ισχύει και για το κλειστό κόμμα-ΣΥΡΙΖΑ που φτιάξαμε. Αλλά και ηθική κόντρα στο σάπιο και ιδιοτελές. Νέο κόντρα στο παλιό. Ακόμα και αν διακηρύσσεις «τα καλύτερα», είσαι χαμένος αν καταγράφεσαι ως «μια από τα ίδια». Αν μοιάζεις με αυτούς που τάχα εχθρεύεσαι, τότε δεν έχεις προοπτικές. Αν, για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Αβραμόπουλο ή υπερβάλλει στον… πολιτικό πολιτισμό, δίνει ένα πολύ σαφές μήνυμα για τις προθέσεις του και χαμηλώνει τα φτερά.
Επιπλέον, είναι πιο γόνιμο να δούμε τη συμμετοχή ως προσφορά σε μια συλλογική υπόθεση και όχι στενά ως διεκδίκηση συμφέροντος. Το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ των ‘80s βοηθά: Ναι μεν συμμετοχή, αλλά με συντεχνιακή-συν-εταιριστική λογική. Αλλά και σήμερα. Δεν έχει πολλά να προσφέρει ένας συνδικαλισμός που δεν σχετίζεται με την ολόπλευρη ανασυγκρότηση των κοινωνικών χώρων.
Τέλος, δεν μπορεί η συμμετοχή να αφορά μόνο τα «μικρά» και «τοπικά». Οι μεγάλες αποφάσεις, οι κεντρικές επιλογές της κυβέρνησης πρέπει να γίνουν όσο το δυνατόν πιο ευάλωτες στην κρίση, αλλά και τον επηρεασμό τους από την κοινωνία. Και γιατί ο λαός είναι συχνά «πιο μπροστά» και γιατί η Ιστορία βρίθει από ανατρεπτικά εγχειρήματα που σταδιακά εκφυλίζονται. Ας είμαστε προετοιμασμένοι.