του Σιδέρη Ντιούδη
Ζω σ’ ένα πολυπληθές και στενό σοκάκι, όπως τόσα και τόσα της Αθήνας, κάπου στο Παγκράτι. Η πολυκατοικία μας είναι εξαώροφη, αλλά το διαμέρισμα είναι στο ισόγειο, πολύ κοντά στα διαμερίσματα της απέναντι πολυκατοικίας και σε απόσταση αναπνοής, από τον ιδιαιτέρως θορυβώδες δρόμο.
Όταν βγάζω το κεφάλι μου από το μοναδικό παράθυρο του σπιτιού, θυμίζω άνθρωπο που αγναντεύει τους περαστικούς, αλλά το μόνο που ζητώ είναι να πάρω λίγο αέρα. Σπάνια βγαίνω έξω. Οι ιδιοκτήτες μου με κρατάνε ερμητικά κλειστό στο διαμέρισμα σαν να είμαι εύθραυστο βάζο και φοβούνται μην σπάσω. Προσπαθώ να γαβγίζω συχνά όταν έρχεται κόσμος στο σπίτι, να συνομιλώ με τα άλλα σκυλιά και να κάνω οτιδήποτε για να τραβήξω την προσοχή, όμως το μόνο που εισπράττω είναι άσχημες κουβέντες και μια βαριά επίπληξη. Δεν φανταζόμουν ποτέ την συμπεριφορά αυτή, όταν κουτάβι ακόμη με διάλεξαν και με πήραν στο σπίτι τους. Θυμάμαι ακόμη την χαρά μου και πόσες γλύκες τους έκανα και αυτοί με γέμιζαν με φιλιά, χάδια και αγκαλιές, αλλά τώρα όλα αυτά είναι μακρινή ανάμνηση.
Το παρόν είναι ένας ατελείωτος εφιάλτης και όταν ξυπνάω και στην κυριολεξία δεν με χωράει ο τόπος, βλέπω την τετραμελή οικογένεια να τσακώνεται συνέχεια. Ο πατέρας βρίζει τα παιδιά, αυτά βρίζουν τον πατέρα και τότε η μητέρα βάζει δυνατά λαϊκή μουσική κάνοντας τα αυτιά μου να βουίζουν και το κεφάλι μου να κουλουριάζεται μέσα στο μακρύ μου σώμα. Βρίσκομαι παγιδευμένος σ’ ένα σπίτι και όταν ακούω τα άλλα σκυλιά να περνάνε από τον δρόμο, να γαυγίζουν, να τρέχουν κάτω απ’ τον ήλιο ζηλεύω πάρα πολύ. Δραπετεύω όταν σκοτεινιάζει και κλείνω τα μάτια. Τότε βυθίζομαι σε όνειρα που με οδηγούν στην ελευθερία. Σε μεγάλα πάρκα με πελώρια δέντρα, που δεν έχω δει ποτέ, παρά μόνο από τον δέκτη της τηλεόρασης. Με φαντάζομαι να τρέχω ανέμελος και να παίζω και τότε δάκρυα κυλάνε στα κλειστά μου μάτια. Άλλες φορές κοιτάω το χρυσόψαρο που μέσα στη γυάλα του μπορεί να κάνει ότι θέλει, έχει το ελεύθερο στο υγρό στοιχείο που ζει και βλέπει τους ανθρώπους σαν περίεργα όντα, που του δίνουν τροφή.
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, μια γιορτή που φώτιζε πάντα το σπίτι από άκρη σε άκρη με λαμπιόνια, γιρλάντες, έντονα χρώματα. Η οικογένεια, προχωρούσε σε ένα είδος εκεχειρίας από την πολεμική ατμόσφαιρα που καθημερινά ζούσε και όλοι ήταν πιο χαρούμενοι, όπως και εγώ. Συνήθιζα αυτές τις γιορτινές μέρες να πλησιάζω το παράθυρο τις βραδινές ώρες και να κοιτάζω τα στολισμένα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Να γελάω γαβγίζοντας, αφήνοντας στην άκρη την θλίψη που είχε το πρόσωπο μου. Κι όπως κάθε χρονιά ανέμενα το δώρο μου, που ήταν μια βόλτα στο κοντινό πάρκο.
Η μέρα των Χριστουγέννων είχε ξημερώσει. Την περίμενα δίχως να κοιμηθώ καθόλου το προηγούμενο βράδυ. Τα παιδιά αφού ντύθηκαν ζεστά, στολίστηκαν με χαμόγελο και με το λουρί στο χέρι με κάλεσαν κοντά τους. Πλησίασα γρήγορα την πόρτα του διαμερίσματος και μόλις αυτή άνοιξε ξεχύθηκα στο δρόμο, σαν άνεμος. Έτρεχα δεξιά και αριστερά. Ήμουν χαρούμενος και ευτυχισμένος, μα όμως είχα πάρει την απόφαση μου. Μόλις φτάσαμε στο πάρκο κατάφερα να ξεγλιστρήσω απ’ την οικογένεια και να κρυφτώ σε μια πυκνή φυλλωσιά, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Θα έμενα εκεί όλο το βράδυ και ίσως τις επόμενες μέρες. Θα ήταν το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο.