Της Τζίνας Πολίτη

«Αδέρφια μου,
Σήμερα σας μιλάω με λόγια χώματα, σημαίες και αίματα
Με το χωνί της λαϊκής οργής ανεβασμένο στο πικρό μας στόμα» (1)
Η φωνή του Γιάννη Ρίτσου γίνεται εδώ το μέσο, το «χωνί» απ’ όπου ακούγεται η λαϊκή οργή για τους προδομένους αγώνες, τα αδικοχαμένα αίματα, τις κουρελιασμένες κοινωνικές ελπίδες. Είναι το χωνί που κρατούσε η νεαρή συντρόφισσα απ’ όπου ακουγόταν η συλλογική φωνή για «Λαϊκή Δημοκρατία» την αποφράδα εκείνη μέρα που χτύπησαν οι Εγγλέζοι στο Σύνταγμα. Κι αναρωτιέται η ποιητική φωνή:
Αδέρφια μου,
Τι θέλουν στον τόπο μας οι ξένοι;
Να φύγουν….
Αν δίναμε τα χέρια, αδέλφια μου. Τι μας χωρίζει; (σ.105).
Αλήθεια, τι είναι αυτό που χωρίζει και πνίγει το συλλογικό πόθο για κοινή δράση και ενότητα ακόμα και σήμερα που ο λαός μας και οι λαοί όλοι της Ευρώπης βλέπουν τα λιγοστά προνόμια που κέρδισαν με το μόχθο και τους αγώνες αιώνων να ακυρώνονται; Φταίνε μήπως οι ηγεσίες μας που καθημερινά τον περιφρονούν κατατεμαχίζοντας με θεωρητικές σοφιστείες και κομματικές ισορροπίες την μια και μοναδική αλήθεια διεκδικώντας η κάθε μια για πάρτη της με έπαρση και ζήλο τους τίτλους ιδιοκτησίας της;
Ποιο το όφελος και για ποιον όταν η λαϊκή οργή αντί να στρέφεται ενάντια στον εξωτερικό, κοινό εχθρό, το βάρβαρο καπιταλισμό, στρέφεται εντός  υποδαυλίζοντας και αναπαράγοντας συντροφικούς «εμφύλιους»; Ποια τα συμφέροντα που εξυπηρετεί η όποια ηγεσία όταν δεν βλέπει τους ανθρώπους πίσω από τα λόγια και τους αριθμούς, το τρομακτικό φάσμα της φτώχειας πίσω από τις στατιστικές;
Ένα παιδί νυστάζει. Θέλει να κοιμηθεί, και δεν τ’ αφήνει η πείνα.
Να θυμάσαι τα παιδιά που δεν κοιμούνται.
Κάποτε κι μια κούνια πικραμένη που τραμπαλίζεται στην ερημιά της
Μπορεί να γίνει στόλος οργής σκίζοντας θριαμβευτικά τη Μεσόγειο (σ.104).
Λίγοι και λίγες έχουν μείνει πια από τη φθίνουσα γενιά της κατοχής που θυμούνται την πείνα που τσάκιζε τον ύπνο των παιδιών, το ψύχος που πάγωνε το σώμα τους ενώ οι χιονίστρες φλόγιζαν τα πόδια τους, τη μάνα που έβαζε ενέχυρο τις βέρες χωρίς ποτέ να τις πάρει πίσω, τον απελπισμένο, άνεργο πατέρα που πουλούσε το κυριακάτικο κοστούμι για να φέρει ψωμί  στα παιδιά του. Αυτά τα απάνθρωπα βιώματα επαναφέρει σήμερα ο καζινο-καπιταλισμός, μόνο που δεν φαίνονται ακόμα, κρύβονται πίσω από τη βιτρίνα μιας απατηλής «ευμάρειας» των μεγαλουπόλεων. Θ’ αφουγκραστούμε λοιπόν αδέρφια την απόγνωση των ανθρώπινων προσώπων που καλύπτει η πρόταση «έφτασε τις 875.000 ο αριθμός των ανέργων»;
Αν δίναμε τα χέρια –
Αν δεν οδηγούσαμε το συλλογικό πόθο σε διχασμό και μαρασμό, αν δεν μαγαρίζαμε το πολύτιμο φαντασιακό που σφυρηλάτησαν και φιλοτέχνησαν οι λαϊκοί αγώνες και προσκύνησε ο Μαρξ, «γιατί κάποτε οι πράξεις των ανθρώπων έργα τέχνης είναι» (2),  αν υπερβαίναμε τις θεωρητικές μας σοφιστείες και τις κομματικές μας ορθοδοξίες και φιλοδοξίες, αν λογαριάζαμε ότι «ο κόσμος μετριέται με καρδιά» (3)  κι όχι με ποσοστά ( όποιος γλυτώνει από ‘να δάκρυ τον άνθρωπο/ανυψώνει ένα μέτρο το μπόι της ανθρωπότητας) (4),
Αν δίναμε τα χέρια
μήπως θα ξεκολλούσε από τη λάσπη «της Ιστορίας η ρόδα» (5)

* H Τζίνα Πολίτη είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ 2ου διαμερίσματος

(1) Γιάννης Ρίτσος, «ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ Προς τον Ελληνικό Λαό και τους Λαούς όλου του Κόσμου» Συντροφικά Τραγούδια, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981, σ. 103. Στη συνέχεια, η σελίδα θα δίνεται στο τέλος του παραθέματος.
(2) Γ. Ρίτσος, «ΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ. Στον ΓΛΕΖΟ και στον ΣΑΝΤΑ», στο ίδιο, σ. 123.
(3) Γ. Ρίτσος, ΞΥΠΟΛΥΤΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ, στο ίδιο, σ. 47.
(4) Γ. Ρίτσος, ΘΟΥΡΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΑΘΩΝΙΑΣ ΠΟΡΕΙΑΣ, στο ίδιο, σ. 136
(5) Γ. Ρίτσος, Ο ΛΑΟΣ, στο ίδιο, σ. 115.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!