Ο κύριος Κόυνερ αφηγείται την ιστορία ενός εργάτη ο οποίος, όταν ρωτήθηκε από το δικαστήριο αν ήθελε να δώσει κοσμικό ή θρησκευτικό όρκο, απάντησε: «είμαι άνεργος». Σε μία άλλη ερώτηση που έγινε στον κύριο Κόυνερ σχετικά με την πατρίδα, εκείνος απάντησε: «παντού μπορώ να πεινάσω». Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για δύο πολύ εύστοχα παραδείγματα σχετικά με την έννοια του τρολαρίσματος. Διότι το τρολάρισμα δεν είναι καθόλου η παραληρηματική αναπαραγωγή βλακωδών ή εκτός θέματος απόψεων, με σκοπό να καταστήσει αδύνατη την οποιαδήποτε συζήτηση, όπως κατανοείται συχνά. Το τρολάρισμα είναι μάλλον μία νοσταλγία του νοήματος, μία ειρωνική εκζήτηση της αλήθειας, η οποία εκτροχιάζει τη συζήτηση όχι επειδή δεν την επιθυμεί, αλλά επειδή δεν μπορεί να ανεχτεί άλλο την ψευτιά της. Για να το θέσω με διαφορετικούς όρους, το τρολάρισμα συνιστά μία διαλεκτική στάση, η οποία προσομοιώνει το παραλήρημα, προκειμένου να καταγγείλει οποιαδήποτε συζήτηση έχει ξαστοχήσει τόσο πολύ, ώστε να έχει καταστεί ανάξια λόγου.
Ο κύριος Κόυνερ τρολάρει πέραν πάσης αμφιβολίας, διότι οι όροι της συζήτησης στην οποία καλείται να συμμετάσχει είναι εξαρχής σαθροί. Κι ακόμα, διότι ο κύριος Κόυνερ είναι υπερβολικά αξιοπρεπής ώστε να παίζει με σημαδεμένα τραπουλόχαρτα. Πλην όμως, μέσα από το τρολάρισμά του είναι προφανές ότι ο κύριος Κόυνερ υπαινίσσεται με τρόπο επιτακτικό την ανάγκη επανατροχοδρόμησης της συζήτησης σε ένα νόημα που τον αφορά, σε μία αλήθεια που έχει μία ορισμένη συγκροτητική ισχύ για τον εαυτό και –πιθανώς– για τον κόσμο. Ο κύριος Κόυνερ δεν είναι βέβαια ούτε μεταφυσικός, ούτε θεολόγος. Δεν αναζητά ένα καινούργιο μεταφυσικό κέντρο, μία μεγάλη αφήγηση, μία Αλήθεια με κεφαλαίο άλφα. Ζητά όμως μία αλήθεια με μικρό άλφα – θέλω να πω, μία αλήθεια που έχει κάτι, επιτέλους, να πει για τη ζωή του, μια αλήθεια στην οποία θα άξιζε να αφιερώσει ένα μικρό κομμάτι του ενδιαφέροντός του.
Αλλά αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε είναι προφανές ότι το τρολάρισμα δεν συνάδει απλώς, αλλά μπορεί να εκληφθεί κυριολεκτικά ως ένα είδος μεταμοντέρνας επεξήγησης ή συμπληρωματικού σχολίου πάνω στην έννοια της προφητείας. Διότι η προφητεία –στις βιβλικές της τουλάχιστον διατυπώσεις– συνιστά επίσης μία προσομοίωση παραληρήματος, η οποία καταγγέλλει τον εκτροχιασμό των αγοραίων συζητήσεων και αφηγήσεών μας, δυσφορεί με το σαθρό έδαφος πάνω στο οποίο αυτές επιχειρούν να θεμελιωθούν και διεκδικεί μιαν εξόριστη, εκτροχιασμένη και ξαστοχημένη αλήθεια. Να γιατί πιστεύω ότι ένας υστερικός δεν θα μπορούσε ούτε να καμωθεί τον προφήτη, ούτε να τρολάρει. Διότι η προφητεία και το τρολ, οσοδήποτε κι αν μιμούνται την υστερία ή το παραλήρημα, προϋποθέτουν εξάπαντος την έγνοια και την πιστότητα μιας αλήθειας.
Προφητε-τρολ και άγιος ο Θεός, λοιπόν.