του Νίκου Σταθόπουλου
Ο περιβόητος «Νόμος του Τόκβιλ» ορίζει ότι η εξεγερτική διάθεση και ετοιμότητα είναι μεγάλη όταν οι δείκτες ευημερίας και ελευθεριών είναι υψηλοί. Με άλλα λόγια, όσο αυξάνει ο βαθμός εξαθλίωσης τόσο μειώνεται ο δείκτης «αγωνιστικής συνείδησης και ψυχολογίας». Με αυτό το «εργαλείο» εμβαθύνουμε στην «αγωνιστική κατάσταση» του λαού: από το 2010 οι «κάτω» συμπιέζονται ανυπόφορα σε μια πολυεπίπεδη διαδικασία εξοντωτικών αναδιαρθρώσεων ενώ, ταυτόχρονα, στην, πρωτεύουσα για μεταπρατικούς σχηματισμός, «διαλεκτική εθνικού –κοινωνικού», μειώνεται, προς μηδενισμό, η εθνική κυριαρχία με τάση προς μοιραίους εδαφικούς ακρωτηριασμούς. Και αυτά με εντεινόμενη την καταιγίδα πολιτισμικής αποταυτοποίησης και ό,τι αυτό συνεπάγεται στις συνειδησιακές προϋποθέσεις ουσιαστικών αντιστάσεων.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ, εν Ελλάδι, είναι πια μια «άγνωστη γη», και το «άγνωστό» της έγκειται στην ακόμα βαθύτερη σύγχυση περί το ταξικό πεδίο (σύγχυση «αιώνια» για τον παρασιτικό μας σχηματισμό) υπό την πίεση της γενικής κρίσης του «συνειδησιακού κ γνωστικού παράγοντα». Η «ποσοτικότητα» (οικονομισμός, «μετρήσιμος» δημοκρατισμός) επικαλύπτει ακυρωτικά την άδηλη ζήτηση αρμονιών του αντικειμενικού με το υποκειμενικό. Η ηγεμονία της «συστημικής ιδεολογίας» είναι έκδηλη στην «αντισυστημική» πολιτικότητα!
Και η κοινωνία, με λίγες έκτακτες «αναφλέξεις», αδρανεί με σχεδόν πεποίθηση «θείας δίκης για τις αμαρτίες μας»! Εξελίσσεται, βέβαια, ένας πολύτιμος διάλογος για τις αιτίες αυτής της παρακμιακής αναδίπλωσης, συντελείται μια εμβάθυνση στην «ανάγνωση»: Δεν αρκεί, όμως… Πρέπει να αρχίσουμε να επεξεργαζόμαστε χρήσιμα και κρίσιμα «δια ταύτα», στοιχεία μιας Νέας Πολιτικής που θα απομακρύνεται με ωραίο σαρκασμό από τα «καινούργια» της συριζαίικης μούφας, της «αρχαιολογικής» τυποποίησης της «επαναστατικής ορθοδοξίας» και της επιτήδειας «ασυναρτησία» τύπου ΜέΡΑ25.
Το ζητούμενο δεν είναι ένας «φορέας», αλλά η «εκπόρθηση» του ίδιου του γίγνεσθαι, η δική μας «επανένταξη» στη ρευστοποιημένη κοινωνία με στόχο και αγωνία τη «συνάντηση» που θα αυτοπυκνώνεται σε πρακτικές ψηλαφήσεις οργανικών σχημάτων νέας συνείδησης.
Ένας «άφαντος» λαός, όχι επιτρέπει αλλά αξιώνει από τις «πρωτοπορίες» να καταλάβουν αυτό τον ίδιο και να τον ερμηνεύσουν στον ίδιο του τον νου. Πώς θα ισχύσει ο «Νόμος του Τόκβιλ» εν προκειμένω; Πρέπει να «δει» ο λαός ότι υπάρχει ελπίδα, ότι είναι εφικτές οι «κατακτήσεις», και μέσω αυτής της όντως «νέας συνείδησης» να ξαναβρεί τη «λογοκριμένη» του αυτοπεποίθηση και την καινοτόμα του οραματικότητα και να «ξαναπάρει τα όπλα».
Οι μηχανισμοί «αποικιοποίησης των συνειδήσεων» και υποβολής κοσμοειδώλου είναι πανίσχυροι και βελτιώνονται αδιάκοπα, ενώ η σαγηνευτική πολιτική μυθολογία του δημοκρατισμού (και σαν ρητορική και σαν μεταρρυθμίσεις) εγκλωβίζει στη συστημικότητα μεγάλα σύνολα διαπαιδαγωγημένα με τον αποθεωμένο ναρκισσισμό της Καταναλωτικής Κοινωνίας. Η «ατομική λύση» και ο «μεσσίας» γίνονται τα θεμελιώδη σημεία αναφοράς μιας «ελπίδας» που ενώ πάντα καταλήγει σε τραγωδίες, ωστόσο συνεχίζει να «συγκινεί» όπως κάθε «ηρωική» ή «νοικοκυρεμένη» απελπισία. Και τούτο γιατί ποτέ ο άνθρωπος δεν θυσιάζεται για «το ψωμί» αλλά για τα παιδιά του, για την πατρίδα, για την πίστη, για τη δικαιοσύνη, για την ελπίδα, με άλλα λόγια, για να θυμηθούμε τον Μίλτο Σαχτούρη «[….] κι αυτή μ’ ένα μαχαίρι / έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό/ κι όλοι τώρα έτρεχαν σ’ αυτή/λίγοι πήγαιναν στο ψωμί, /όλοι έτρεχαν στον μικρό άγγελο που μοίραζε ουρανό/Ας μη το κρύβουμε/διψάμε για ουρανό».
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ αναδιοργανώνεται καθημερινά μέσω πολλαπλών διαχωρισμών (ο κατακερματισμός είναι όχι μόνο ιδίωμα του μετανεωτερικού καπιταλισμού αλλά και στρατηγική. Να γιατί ο «δικαιωματισμός» είναι συστατικό της άτυπης εξελισσόμενης «αντεπανάστασης»): Χωρίζεται η Μνήμη από την Ιστορία, χωρίζεται ο Άντρας από τη Γυναίκα, χωρίζεται η Δημοκρατία από την Απόφαση, χωρίζεται ο Άνθρωπος από τη Ρίζα, χωρίζεται η Οικονομία από τη Ζωή, χωρίζεται η Επιστήμη από την Ηθική, χωρίζεται το Έδαφος από τον Τόπο, χωρίζεται το Παιδί από τους Γεννήτορες, χωρίζεται το Φύλο από τη Βιολογία, χωρίζεται ο Εαυτός από τη Συνείδηση: πρέπει να επέμβουμε σε αυτή την καταιγίδα διαχωρισμών, ακόμα και στην πιο στοιχειακή μικροκλίμακα, να «επανεγκαταστήσουμε» τον Λόγο (ως Σκέψη και ως Γλώσσα) εκτοπίζοντας το βουβό (και πολυθόρυβο) Πράττειν, πρέπει να παλέψουμε για «Ψωμί, Σχολείο, Υγεία, Ασφάλεια» όχι με μονόφθαλμο και αυτοϊκανοποιούμενο διεκδικητισμό αλλά με επίμονη τεκμηριωμένη σχετικοποίηση του μερικού, πρέπει να επαναφέρουμε στην επικαιρότητα της δημόσιας πολιτικότητας του ατόμου την Κοινοτική Αρχή συνδέοντας τις επιμέρους «αλληλεγγύες» με τους πολιτισμικούς πυρήνες του Ελληνικού Γίγνεσθαι, πρέπει να αποκαταστήσουμε την Πολιτισμική Σφαιρικότητα όχι σαν «κουκούλωμα» της «ταξικής αναγκαιότητας» (η οποία πρέπει να διαφυλαχθεί ως θεμελιώδης ορίζουσα της κοινωνικής σύστασης και εμπειρίας) αλλά σαν διεύρυνση των πεδίων αναφοράς της «ερμηνευτικής προϋπόθεσης της επανάστασης».
Δε μπορεί να είναι η «ευτυχία»(αυτή η άκρως αλλοτριωτική «πατέντα» του Διαφωτισμού) το «λάβαρο» μιας ανατρεπτικής πολιτικής, αφού η μεν αλήθεια της (της «ευτυχίας») εμφανίζεται σαν «ανοιχτή ατομική δυνατότητα» στο παρόν σύστημα, η δε ψευδαίσθησή της εξελίσσεται σε υπερικανοποιητική «εμπειρία» μέσω του Θεάματος. Γιατί αποτυγχάνουν τα «προοδευτικά» κόμματα; Εντάξει, γιατί συμβιβάζονται, «πουλιούνται»: Αυτό, όμως, υποδηλώνει, αφενός μεν μια κοινωνική απαίτηση συνέπειας, αφετέρου δε την προφανή αξίωση για ένα minimum εκπληρώσεων που θα θεσμοθετήσουν μια βάση απολαύσεων, εγγυήσεων ασφάλειας. Η σταδιακή αποδόμηση του πολιτικού συστήματος, με την έννοια της γιγάντωσης του «Κανένα» και του απαξιωτικού κατακερματισμού, μαρτυρά, έστω και με σχετικότητα, για μια «υπόγεια συνείδηση» ανάγκης προσδιορισμού με ποιότητες.
«Χάντρες και καθρεφτάκια», συνταγές «δημόσιας ευτυχίας» διακινούν οι κομματικοί παρακεντέδες της Εξουσίας: Ωστόσο η κοινωνία θέλει μια βεβαιότητα ελπίδας, κι αφού αυτή δεν ευδοκιμεί στο αρκτικό κλίμα της συστημικής μονομέρειας, τότε πρέπει να «της δοθεί» σαν πολιτικός λόγος βιωματικού αναστοχασμού επί του Πραγματικού της κοινότητας. Η «εποχή παρακμής» του λαού είναι βασικά μια φάση ύπνωσης και τεχνητής και επιλεκτικής για λόγους περισυλλογής και ηρεμίας. Στο διάστημα αυτό δύο παράγοντες καθορίζουν την αντοχή της προοπτικής: είναι η Απομυθοποίηση και η Μνήμη. Καμιά υποχώρηση στις ενδοζυμώσεις του συστήματος, παρά μια συνεχής «βία ξεσκεπάσματος» με τη σχολαστικότητα του «εξερευνητή» που φέρνει στο φως τα άγνωστα και αφανή, και παράλληλα μια διαρκής επίκληση της «χτεσινής διαδρομής» που στερεώνει τη συνέχεια εμπεδώνοντας στη σκέψη το κύρος του Γίγνεσθαι. Και αυτά: α) μέσα σε μια εξακτινωμένη κοινωνική δράση με στόχο όχι την «επιμέρους κατάκτηση» (που δεν απορρίπτεται προφανώς π.χ. να αναστείλεις μια έξωση) αλλά την κάθε φορά καθολικοποίηση της μερικής γεγονότητας και την συνεισφορά σε μια νέα συνείδηση, β) μέσα σε μια πλατιά και βαθιά σχέση (μελέτης, ανταπόκρισης) με τη «μοίρα» των λαών του κόσμου (της «γειτονιάς» μας και ευρύτερα).
Η ΕΠΟΧΗ τού «μ’ αγώνες κατακτάμε τα δικαιώματά μας» (ως «ηρωισμός» μιας διαρκούς βελτιωτικής αναδιευθέτησης) έχει παρέλθει: Ο «δικαιωματισμός» καταπίνει, σαν μεταμφίεση του Κράτους, την κοινωνική αίτηση ελευθερίας, και δίνει στο «δικαίωμα» τον χωροφυλακίστικο χαρακτήρα μιας «νομικής ρύθμισης». Δεν διεκδικούμε «δικαιώματα», δεν «παλεύουμε για αληθινές αυξήσεις», δεν συγκεντρωνόμαστε για «να ξεφωνίσουμε τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών»: Ο λαός ξέρει πολύ καλά ότι οι εδώ «μπροστάρηδες» όταν «έρθουν στα πράγματα» θα ανακαλύψουν «τον δυσμενή συσχετισμό» και «τα άδεια ταμεία» και «τα άχρηστα όπλα», και θα κληθούν περιχαρείς στο Πραιτώριο να διακηρύξουν τον «ρεαλισμό της συνεννόησης για μια σταδιακή βελτίωση». Η ανατροπή αυτής της μαζικής ψυχολογίας και πεποίθησης, σε πολιτισμικό περιβάλλον παγκοσμιοποιημένης «αναδόμησης του συλλογικού και ατομικού Προσώπου», είναι το «εφιαλτικό» ζητούμενο: Πώς θα μιλήσουμε στην καρδιά ενός προδομένου, αυτοεξαπατημένου και μετέωρου κόσμου που έμαθε πλέον καλά να εκλογικεύει την πολυεστιακή του ανεπάρκεια;
Τι ακυρώνει τον «νόμο του Τόκβιλ» ξεπερνώντας την βαθύτατα προβληματική γοητεία, π.χ., του Μάη του ’68 και «ανεβάζοντας χίλια level» σε σχέση με τα «Κίτρινα Γιλέκα»; Ο κοιμώμενος λαός δεν περιμένει ένα «κομματικό ξυπνητήρι» και πολύ περισσότερο με κραυγαλέα συστημικά ιδιώματα παγιωμένα σε «βιομηχανικά» μοτίβα εδώ και δεκαετίες: περιμένει ένα Αντι-Θέαμα κοινωνικής ελπίδας όπου θα κληθεί να πρωταγωνιστήσει! Κι αυτό μπορεί να επιτελεστεί μόνο με μια πολυεπίπεδη διαλεκτική δράσεων όπου η βούληση θα εκφράζεται και το γεγονός, που θα παράγεται, θα «αθροίζεται» ποιοτικά σε μια διαδικασία πρακτικής σκέψης: Με άλλα λόγια, δεν χρειαζόμαστε έναν «φορέα» που θα «προγραμματίσει» ένα μοντέλο «κοινωνικής σωτηρίας», αλλά μια δρώσα συλλογική υποκειμενικότητα που θα ανατροφοδοτείται από την «επικοινωνία» των ιδεών της. Μιλώντας για πολιτική και επανάσταση, τίποτα δεν είναι πιο ολέθριο από τη γνώση που αξιώνει να γίνει πληροφορία και απεμπολεί την ταπεινότητα του επιθετικού «πολιτισμού της συνομιλίας»!
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας