«alloglotta»: δηλώνει αυτόν που κατασκευάζει μιαν άλλη γλώσσα, τη δική του προσωπική γλώσσα
[51] Όπως είχε προαναγγελθεί, όλα έγιναν ωραία ερείπια. Από τις κορυφές των υψηλότερων μισοκατεστραμμένων κτηρίων ή των λόφων που σχημάτιζαν τα άμορφα συντρίμμια, μπορούσαν τώρα να ατενίσουν το προδιαγεγραμμένο μέλλον τους. Πληθυσμοί αναζητούσαν ανύπαρκτες συντεταγμένες στο χάος. Ορισμένοι διατηρούσαν ακόμη τη φρούδα ελπίδα μιας πιθανής καταφυγής: πιστεύοντας ότι υπάρχει ένας τόπος κατάλληλος για σταθερή διαμονή, μετακινούνταν αδιάκοπα απ’ τον ένα ερειπιώνα στον άλλο. Άλλοι, εξουθενωμένοι από την περιπλάνηση, άρχισαν ανάμεσα στα μπάζα, πάνω σε μικρές λίμνες από μπετό, που ίσως κάποτε υπήρξαν πλατείες, πλάι σε κρηπιδώματα οδικών αρτηριών που οδηγούσαν στο πουθενά ή σε χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων λεηλατημένων υπεραγορών, να διαμορφώνουν τους πρώτους καταυλισμούς.
[52] Όλα αυτά είναι με σίδερα, με συρματοπλέγματα… Σε κάθε μικρό χώρο είναι περίπου δεκαεφτά δωμάτια και γύρω συρματόπλεγμα. Παντού είχε συρματόπλεγμα. Σκέψου πόσες φορές είχαμε γύρω μας συρματόπλεγμα! Και ένα δεύτερο εδώ, και ένα τρίτο παραέξω. Και μετά από αυτό είναι δρόμος, τρία μέτρα άδεια, και μετά πάλι συρματόπλεγμα, τέταρτο, μεγαλύτερο και πιο ψηλό απ’ έξω, που πάνω έχει στρογγυλό σίδερο που σε τσιμπάει… Περίπου τρία μέτρα [ο δρόμος], δεν περπάτησα ποτέ να ξέρω· από τα κενά στα σίδερα τον έβλεπα… Και εδώ, και εδώ, και εδώ, τέσσερις φορές συρματοπλέγματα έβλεπα… Για να έρθουν να μας μετρήσουν άνοιγαν και άνοιγαν πόρτες από συρματόπλεγμα…
Δεν ξέρω πολύ καλά, εγώ αυτά έβλεπα, μπορεί να υπήρχαν κι άλλα πιο πέρα. Φαντάσου την πλατεία Βικτωρίας με ένα μικρό συρματόπλεγμα γύρω της, και μετά άλλο ένα λίγο παραέξω, και μετά άλλο ένα τεράστιο, στην άκρη.
[53] «Η πόλη αυτή» σκέφτηκα, «είναι τόσο φοβερή, ώστε και μόνο η ακατάλυτη ύπαρξή της, ακόμα και στην καρδιά μιας άγνωστης ερήμου, αρκεί για να μολύνει το παρελθόν και το μέλλον, και, κατά κάποιον τρόπο, να διακυβεύει τα άστρα. Όσον καιρό θα εξακολουθεί να υπάρχει, κανείς στον κόσμο δε θα μπορεί να αισθάνεται γενναίος ή ευτυχισμένος». Δεν επιθυμώ να την περιγράψω· ένα χάος ετερογενών λέξεων, το σώμα ενός τίγρη ή ενός ταύρου, πάνω στο οποίο θα βλάσταιναν τερατωδώς, ενωμένα με αμοιβαίο μίσος, σπλάχνα και δόντια και κεφάλια — να πάνω-κάτω τι μπορεί να προσεγγίσει την εικόνα της.
[54]
____________________________________________________________________
51. Θανάσης Αποστόλου, Ανύπαρκτες συντεταγμένες, Πέμπτη, 20 Αυγούστου 2015. | 52. «Μαρτυρία του Τζαβίδ, κρατούμενου στο κέντρο κράτησης μεταναστών της Αμυγδαλέζας», στο Τιμόκλεια Ψαλλιδάκη, Μετοικώντας στην πόλη εξαίρεσης — Υλικές και συμβολικές χωρικές οριοθετήσεις των σωμάτων μέσα από το παράδειγμα της Αμυγδαλέζας, διπλωματική εργασία Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Αθήνα, Φεβρουάριος 2015. | 53. Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ο αθάνατος», στο Άπαντα πεζά, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2005. | 54. Ματτέο Γκαρρόνε, καρέ από την ταινία Γόμορρα, παραγωγή Fandango, 2008.
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: Θανάσης Αποστόλου | Πασχάλης Ζέρβας | Σοφία Κανάκη | Γιάννης Παρασκευόπουλος | Ροζαλί Σινοπούλου
Η συνέχεια της ενότητας Δυστοπία — Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου 2015.