Η 7η Μαρτίου επόμενο ορόσημο για την έκβαση της αξιολόγησης και τις εκρηκτικές παρενέργειες του Προσφυγικού – Το «κρυφτούλι» των θεσμών και το μυστήριο του ΔΝΤ
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Ενώ η κυβέρνηση επιδίδεται σε εντατική «κοπτοραπτική» επί του Aσφαλιστικού και των άλλων απαιτήσεων της πρώτης αξιολόγησης (μεσοπρόθεσμο, κόκκινα δάνεια, νέο ΤΑΙΠΕΔ) οι επικεφαλής του κουαρτέτου δεν δίνουν την παραμικρή ένδειξη για την ημερομηνία επιστροφής τους στην Αθήνα. Ταυτόχρονα, τα τεχνικά κλιμάκια, που ξεψαχνίζουν τις κυβερνητικές προτάσεις για τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις, έχουν καταστήσει σαφές ότι το κλίμα «συμπάθειας» που εισπράττει η κυβέρνηση από μερίδα των δανειστών λόγω προσφυγικού ουδόλως μεταφράζεται σε ελαστική ερμηνεία των σκληρών απαιτήσεων του 3oυ Μνημονίου. Αντιθέτως, διαμηνύουν ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενο συμψηφισμών ανάμεσα στις δημοσιονομικές απαιτήσεις του μνημονίου και το κόστος διαχείρισης των προσφυγικών ροών, το οποίο η κυβέρνηση υπολογίζει σχεδόν σε 500 εκατ. για το 2015 και περίπου το διπλάσιο για φέτος. Ενδεχόμενη εξαίρεση αυτών των δαπανών από τον υπολογισμό του ελλείμματος παραπέμπεται σε «πολιτική απόφαση», σε επίπεδο Eurogroup ή Συνόδου Κορυφής. Και, πάλι, το ΔΝΤ δεν συμμερίζεται καθόλου αυτό το ενδεχόμενο και παραπέμπει σε άλλου είδους χρηματοδοτική ενίσχυση, μέσω αποφάσεων του G20 και «διεθνών δωρητών».
Ανεξάρτητα από το αν θα ληφθεί υπ’ όψιν η δημοσιονομική συνάρτηση αξιολόγησης και Προσφυγικού, τα δυο θέματα έχουν αυτονόητη πολιτική συνάρτηση, που εκφράζεται εκρηκτικά από τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών, τη διπλωματική ένταση με την Αυστρία, το κλείσιμο των συνόρων από τις χώρες του «δυτικού διαδρόμου» και το έμφραγμα στα νησιά, στα σύνορα και στα κέντρα υποδοχής προσφύγων. Η κυβέρνηση επιδίδεται σε μια μειλίχια εκστρατεία πειθούς προς τους εταίρους, υπερερμηνεύει τις δηλώσεις «κατανόησης» Ευρωπαίων αξιωματούχων και προσβλέπει σε μια σταθεροποίηση της καινοφανούς «συμμαχίας» με τη γερμανική ηγεσία (σ.σ. χαρακτηριστικοί οι τίτλοι των γερμανικών εφημερίδων: Η τραγωδία της Ελλάδας, σωτηρία της Μέρκελ, αλλά και με τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες (βλέπε επίσκεψη Πιτέλα στην Αθήνα). Ταυτόχρονα, αιωρείται μια απειλή ελληνικού βέτο στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής Ε.Ε.- Τουρκίας, επί της οποίας η κυβέρνηση επιχειρεί να εξασφαλίσει και διακομματική συναίνεση.
Διπλή διαπραγμάτευση
Η συγκυρία, ωστόσο (αν πρόκειται απλώς για συγκυρία) οδηγεί σε απόλυτη ταύτιση των χρονοδιαγραμμάτων της αξιολόγησης και της διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης. Στις 7 Μαρτίου θα πραγματοποιούνται στις Βρυξέλλες τόσο το προγραμματισμένο Eurogroup με πρώτο θέμα την Ελλάδα, στο οποίο το κουαρτέτο θα καταθέσει εκτίμηση για την πορεία της αξιολόγησης, όσο και η Σύνοδος Κορυφής Ε.Ε.- Τουρκίας, από την οποία θα εξαρτηθεί αν θα υπάρχει ή όχι επιβράδυνση των προσφυγικών ροών. Σημειωτέον ότι, μετά και την εκκίνηση της επιχείρησης του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, η υποδοχή- αποδοχή των προσφύγων από την Ευρώπη έχει εξαφανιστεί από το τραπέζι της συζήτησης και το μόνο που συζητείται είναι οι «τεχνικές» συγκράτησης ή επαναπροώθησης στην Τουρκία. Απ’ αυτή την άποψη, και με δεδομένο τον συγχρονισμό Eurogroup και Συνόδου για το Προσφυγικό, καθίσταται κυριολεξία η εκτίμηση που διατυπώναμε στον τίτλο του σημειώματος το προηγούμενο Σάββατο στον Δρόμο, ότι «η Άγκυρα κρατά τα κλειδιά της αξιολόγησης».
Οι ενδείξεις ότι η Σύνοδος Κορυφής θα φέρει ανακούφιση δεν είναι ενθαρρυντικές. Το γεγονός ότι η Κομισιόν υπολογίζει σε 25.000 τους πρόσφυγες που «λιμνάζουν» στην Ελλάδα και ετοιμάζει «έκτακτο σχέδιο ανθρωπιστικής βοήθειας» σημαίνει ότι έχει χαμηλές προσδοκίες. Κι αυτό για πολλούς λόγους. Πρώτον, γιατί ο διχασμός στη διαχείριση του προσφυγικού διαπερνά οριζόντια χώρες και κυβερνήσεις, απειλώντας ακόμη και με διάλυση την Ε.Ε. Δεύτερον, γιατί η τουρκική ηγεσία δεν περιορίζεται σε οικονομικές διεκδικήσεις, αλλά απαιτεί γεωπολιτικές εγγυήσεις για τη διαχείριση της συριακής κρίσης, που περνούν μέσα από τη συνεννόηση ΗΠΑ- Ρωσίας. Τρίτον, γιατί και η διεθνής οικονομική συγκυρία είναι ζοφερή, η απειλή ενός τρίτου κύκλου παγκόσμιας ύφεσης υπαρκτή και η αποτελεσματικότητα των υπεσχημένων παρεμβάσεων της ΕΚΤ (στις 10/3) και άλλων κεντρικών τραπεζών εξαιρετικά αμφίβολη.
Πορεία στο άγνωστο
Με το Προσφυγικό σε πλήρη αβεβαιότητα, η διαδικασία της αξιολόγησης του 3ου Μνημονίου εξελίσσεται κι αυτή σε πορεία προς το άγνωστο. Πρακτικά, κυβέρνηση και κουαρτέτο έχουν εννιά μέρες προθεσμία, μέχρι τη συνεδρίαση του Eurogroup, για να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο σύγκλισης στο ασφαλιστικό και στα άλλα προαπαιτούμενα, ώστε να υπάρχει πιθανότητα ολοκλήρωσης της αξιολόγησης εντός του Μαρτίου, συμπεριλαμβάνοντας και τις σχετικές ψηφοφορίες στη βουλή. Τα μόνα ατού που διαθέτει η κυβέρνηση είναι: πρώτον, το γεγονός ότι το προσφυγικό επισκιάζει επικοινωνιακά τα σκληρά μέτρα που επεξεργάζεται. Δεύτερον, ότι υπάρχουν ενδείξεις εκτόνωσης του αγροτικού μετώπου όχι τόσο λόγω συμφωνίας των αγροτών με τις νέες κυβερνητικές προτάσεις, όσο λόγω έναρξης της καλλιεργητικής περιόδου. Τρίτον, αξιοποίηση της συνήθους δημιουργικής λογιστικής (συγκράτηση δαπανών, μείωση επιστροφών φόρων, αύξηση εσόδων κυρίως λόγω ΕΣΠΑ) στην παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος 0,2% για το 2015 και 1,2 δισ. για τον Ιανουάριου του 2016. Τα τελευταία αυτά στοιχεία τα αντιμετωπίζουν με καχυποψία τα τεχνικά κλιμάκια του κουαρτέτου, που επιπλέον περιμένουν και τον τελικό λογαριασμό της ύφεσης του 2015 από την ΕΛΣΤΑΤ.
Οι σιωπές των άλλων
Τα προαναφερθέντα κυβερνητικά ατού δεν φαίνεται να επενεργούν θετικά στους δανειστές. Παρά τις εκκλήσεις της Κομισιόν (Μοσκοβισί και Ντομπρόβσκις) για επιτάχυνση της αξιολόγησης, ο παράγων ΔΝΤ τη φρενάρει σταθερά. Η κυβέρνηση επιχειρεί να το εκθέσει με κάθε ευκαιρία (ο αντιπρόεδρός της Γ. Δραγασάκης «κάρφωσε» στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ότι ζητεί πρόσθετα μέτρα 9 δισ., πράγμα που έχουμε μάθει ήδη από τον Π. Τομσεν) αλλά οι Ευρωπαίοι συνεταίροι του ΔΝΤ στο κουαρτέτο δεν συγκινούνται ιδιαίτερα. Πρακτικά είναι άγνωστο σε ποιο πλαίσιο και πώς θα διευθετηθεί η «εμφύλια» κόντρα εντός του κουαρτέτου, παρ’ ότι το ΔΝΤ διά των κορυφαίων εκπροσώπων του (Λαγκάρντ και Τόμσεν) έχει καταστήσει σαφέστατο ποιο θεωρεί πλαίσιο συμβιβασμού: ή οι Ευρωπαίοι δανειστές κάνουν τώρα γενναιόδωρη αναδιάρθρωση του χρέους ή η ελληνική κυβέρνηση επωμίζεται τώρα, κι όχι μετά το 2018, το οικονομικό και πολιτικό κόστος οδυνηρών παρεμβάσεων στο ασφαλιστικό. Ο κ. Δραγασάκης είπε στους Δελφούς για το ΔΝΤ ότι «το μεγάλο πρόβλημα στη διαπραγμάτευση είναι η σιωπή του άλλου», αλλά το πρόβλημα στην περίπτωση αυτή δεν είναι η σιωπή του ΔΝΤ, αλλά των Ευρωπαίων δανειστών.
Προς 40 Μνημόνιο;
Στον γρίφο του ΔΝΤ ίσως δίνει μια απάντηση η τυπική ακύρωση του υφιστάμενου 2ου Μνημονίου που συμφώνησαν προ ημερών κυβέρνηση και Ταμείο. Το 2ο Μνημόνιο -αυτοτελές και διακριτό απ’ αυτό που συνδέει Ελλάδα και Ευρωπαίους δανειστές- έληγε τον Μάρτιο. Η κυβέρνηση επικαλείται την αποφυγή του περιττού «διοικητικού κόστους» της παράτασής του. Γιατί τα διοικητικά κόστη μετράνε τώρα, λίγες μέρες πριν από τη λήξη του, και δεν μετρούσαν τα δυο σχεδόν χρόνια που το μνημόνιο με το ΔΝΤ είναι εντελώς ανενεργό (δεν πληρώνει – μόνο πληρώνεται) είναι ένα μυστήριο. Λιγότερο μυστηριώδες είναι το γεγονός ότι η παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, όπως προκρίνουν οι Ευρωπαίοι δανειστές, με νέο δανεισμό ύψους περίπου 16 δισ. (τα κατά Λαγκάρντ «απομεινάρια» του προηγούμενου μνημονίου) σημαίνει αυτοτελή διαπραγμάτευση για νέο μνημόνιο, πρακτικά το τέταρτο. Αν η ακύρωση του παλιού μνημονίου σημαίνει ότι ξεκίνησε διαπραγμάτευση για το νέο, αυτό με τη σειρά του προδίδει ότι η κυβέρνηση, παρά την αντι-ΔΝΤ ρητορική της έχει ήδη προσχωρήσει στην απαίτηση του ΔΝΤ για πρόσθετα μέτρα λιτότητα, έστω κι αν αυτά δεν φτάνουν στον μαξιμαλισμό του Ταμείου για 9 δισ. μέχρι το 2018.