Πριν την κρίση και τα μνημόνια η φορολογία της ακίνητης περιουσίας αφορούσε, κατ΄ ευφημισμό, τη μεγάλη ακίνητη περιουσία και οι φόροι που εισέπραττε το κράτος επί της ακίνητης περιουσίας (εξαιρουμένων των φόρων μεταβιβάσεων) ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι. Αυτό το «κενό φορολογίας» καλύφθηκε την εποχή των μνημονίων με τη γνωστή συνταγή. Τη μεγάλη μάζα των φόρων να την καταβάλλουν τα λαϊκά στρώματα και οι έχοντες και κατέχοντες ολιγάρχες να επιβαρύνονται με ελάχιστα. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα νέο πεδίο φορολογικής επιδρομής μέσω της επιβολής φόρου στην ακίνητη περιουσία.

Η διαδικασία ξεκίνησε το 2009 με τη μείωση του αφορολόγητου για τη μεγάλη ακίνητη περιουσία σε 400.000 ευρώ και η μείωσης συνεχίστηκε κατά 100.000 ευρώ τα επόμενα δύο έτη. Το 2012, με «εμπνευστή» τον Ευάγγελο Βενιζέλο, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατέφυγε στην εφαρμογή του ΕΕΤΗΔΕ μέσω της ΔΕΗ. Ο ΕΕΤΗΔΕ αφορούσε πλέον όλα τα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα ανεξαρτήτως αξίας. Η φορολογία στα ακίνητα γενικεύθηκε στη συνέχεια ως ΕΝΦΙΑ, το 2014, με «εμπνευστή» τον Γιάννη Στουρνάρα. Έτσι βρέθηκαν όλοι οι ιδιοκτήτες κάθε μορφής ακινήτου στο δόκανο της εφορίας, ακόμα και οι έχοντες ακίνητα που δεν αποφέρουν κανένα όφελος στον ιδιοκτήτη τους. Μάλιστα, τα λαϊκά στρώματα επιβαρύνονται με φόρο για ακίνητα που επί της ουσίας δεν τους ανήκουν, καθώς είναι υποθηκευμένα στις τράπεζες, με αβέβαιη τη δυνατότητα να εξοφληθούν. Άρα μεγάλο μέρος από αυτά τα ακίνητα, που επιβαρύνουν σήμερα τους προσωρινούς ιδιοκτήτες τους με ΕΝΦΙΑ, θα πάρουν κάποια στιγμή τον δρόμο του πλειστηριασμού, ή κατάσχονται για χρέη προς το Δημόσιο.

Ο ΕΝΦΙΑ εφαρμόζεται σε κάθε ακίνητο με βάση την αντικειμενική του αξία και την προβλεπόμενη κλίμακα φορολογίας. Οι αντικειμενικές αξίες που μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του είναι εκείνες του 2008, εποχή που η αγορά ακινήτων βρέθηκε στο υψηλότερο σημείο της.

Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει τον ΕΝΦΙΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολίτευση, κινήθηκε στην γραμμή σφοδρής καταγγελίας του φόρου ακίνητης περιουσίας γεγονός που συνέβαλε στην ανάδειξη του στην κυβέρνηση. Ακολούθησε η γνωστή πορεία μετάλλαξης και η πρώτη μεγάλη «επιτυχία» της κυβέρνησης ήταν η αθέτηση της υπόσχεσης για κατάργηση του ΕΝΦΙΑ. Ισχυρή ήταν η δέσμευσή της στους δανειστές να συνεχιστεί η εφαρμογή του και μετά το 2016 με τις ίδιες αντικειμενικές αξίες και όταν θα χρειαστεί αυτές να αναπροσαρμοστούν να μεταβληθούν οι φορολογικοί συντελεστές ώστε το ποσό που εισπράττει το κράτος να παραμείνει σταθερό στα 3,2 δισ. ευρώ.

Έκτοτε η υπόθεση αναπροσαρμογή αντικειμενικών αξιών έχει περάσει από «40 κύματα» χωρίς να ολοκληρωθεί καθώς όλο πήγαινε για αργότερα. Χρειάστηκαν δικαστικές αποφάσεις σε προσφυγές που κίνησαν ιδιοκτήτες εύπορων περιοχών (Φιλοθέη, Παλαιό Ψυχικό κ.λπ.) που επέβαλλαν την αλλαγή – μείωση των αντικειμενικών αξιών καθώς και η συμφωνία με τους δανειστές να ενταχθούν οι αλλαγές στις τιμές στα προαπαιτούμενα της 4ης αξιολόγησης. Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης θα πρέπει πριν τα μέσα του ερχόμενου Μαΐου να έχουν οριστεί νέες αντικειμενικές αξίες και να αναπροσαρμοστούν οι συντελεστές ΕΝΦΙΑ, ώστε τα τελική φορολογικά έσοδα να παραμείνουν ίδια.

Από τα μέχρι σήμερα δημοσιεύματα, με δεδομένο το τελικό ποσό της φορολογικής επιβάρυνσης των 3,2 δισ. ευρώ, αυτό που αναμένεται είναι μία ακόμα αναδιανομή των φόρων σε βάρος των ασθενέστερων κοινωνικά στρωμάτων.

Από τα μέχρι σήμερα δεδομένα, και με δεδομένη τη δέσμευση της κυβέρνηση στους δανειστές το τελικό ποσό της φορολογικής επιβάρυνσης να παραμείνει σταθερό, αυτό που αναμένεται είναι μία ακόμα αναδιανομή των φόρων σε βάρος των ασθενέστερων κοινωνικά στρωμάτων

Αύξηση φόρων για τα χαμηλά εισοδήματα

Λαμβάνοντας υπόψη την μεγάλη πτώση στις εμπορικές τιμές, λογικό ήταν να αναμένουμε γενικά μείωση και στις αντικειμενικές. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος οι εμπορικές τιμές στις κατοικίες στην περίοδο 2008-2017 έχουν υποχωρήσει κατά 45%. Όμως φαίνεται ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει αύξηση των αντικειμενικών αξιών. Στο σύνολο των 10.000 ζωνών προκύπτουν αυξήσεις στο 60%, μειώσεις στο 23% και αμετάβλητες τιμές στο 17%. Μία από τις «εφευρέσεις» για τη μαζική αύξηση των τιμών είναι η αντιστοίχιση της εμπορικής αξίας με το κατασκευαστικό κόστος. Θεωρούν ότι όταν το κατασκευαστικό κόστος σε διαμέρισμα ανέρχεται στα 1.000 ευρώ δεν μπορεί η αντικειμενική αξία να είναι 600 με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται προτάσεις για αύξηση στα 850-900 ευρώ. Φυσικά αυτές οι προσεγγίσεις δεν έχουν καμία σχέση με τις πραγματικές εμπορικές τιμές, που είναι πολύ χαμηλές.

Οι κύριες μειώσεις αντικειμενικών αξιών αναμένονται σε κάποιες από τις ακριβές περιοχές. Εκεί που η τιμή ζώνης είναι άνω των 2.500 ευρώ εκτιμώνται μειώσεις της τάξης του 15%. Επίσης μειώσεις τιμών αναμένονται στη Δυτική Μακεδονία, τη Θράκη και μεγάλο μέρος της Στερεάς Ελλάδας.

Στην υπόλοιπη Ελλάδα αναμένονται αυξήσεις. Η «σφαγή» θα γίνει στις λαϊκές συνοικίες, εκεί που οι τιμές ζώνης είναι κάτω από τα 1.000 ευρώ. Η Δυτική Αθήνα και η Δυτική Θεσσαλονίκη αναμένεται να πληγούν περισσότερο με τις αυξήσεις πιθανά να φτάσουν έως το 40-50%. Επίσης, με το επιχείρημα της τουριστικής ζήτησης, γενικεύονται σημαντικές αυξήσεις στα νησιά και τις παραθαλάσσιες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Με βάση τα παραπάνω ετοιμάζεται ένας ακόμα γύρος φορολογικής επιδρομής σε βάρος της λαϊκής περιουσίας. Αυτή τη φορά θα γίνει στο όνομα του εξορθολογισμού των αντικειμενικών αξιών για να συμβαδίζουν με τις εμπορικές. Με αυτή τη μέθοδο θα γίνει αναδιανομή των φορολογικών βαρών από τους πλουσιότερους προς τα λιγότερο εύπορα στρώματα. Όπως ακριβώς θα γίνει και με τη μείωση του αφορολόγητου από 8.600 σε 5.600 ευρώ που ετοιμάζονται να εφαρμόσουν από 1/1/2019, για να έχουν στη συνέχεια την ευχέρεια να μειώσουν τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή (45%) και το συντελεστή φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων από 29% σε 26%.

Αλχημείες μπροστά στο πολιτικό κόστος

Οι αλλαγές στον ΕΝΦΙΑ έχει συμφωνηθεί με τους δανειστές να ισχύσουν από φέτος. Όμως η εφαρμογή τους, καθώς πλησιάζουμε σε εκλογική περίοδο, δημιουργεί μεγάλα προβλήματα. Διάφορες κυβερνητικές «αλχημείες» για αύξηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ σε περιουσίες άνω των 200.000 ευρώ δεν έχουν γίνει αποδεκτές από τους δανειστές. Μέσω αυτής της διαδικασίας η κυβέρνηση προσπαθεί να διατηρήσει στα ίδια επίπεδα τον βασικό ΕΝΦΙΑ για τις λαϊκές συνοικίες και να μεταφέρει το κόστος της αλλαγής των τιμών στις μεσαίες και μεγάλες περιουσίες. Η απάντηση των δανειστών ήταν ότι δεν μπορεί να ασκείται κοινωνική πολιτική δια του ΕΝΦΙΑ και κυρίως δεν πρέπει να επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο οι μεγάλες περιουσίες. Συνεπώς η κυβέρνηση ετοιμάζεται να ξορκίσει το «κακό» του αναμορφωμένου ΕΝΦΙΑ με τη διατήρηση του ισχύοντος συστήματος και για το 2018.

Ανεξάρτητα από το τι θα ισχύσει το 2018, για μία ακόμα φορά, μέσω της διαδικασίας της «αναμόρφωσης» και του «εκσυγχρονισμού» του φορολογικού συστήματος, το βάρος θα μεταφερθεί στα λαϊκά στρώματα. Απλά λόγω εκλογικής συγκυρίας μπορεί να αργήσει η εφαρμογή του νέου χαρατσιού για έναν χρόνο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!