Αγώνας ενάντια στην απαξίωση και τη συρρίκνωση. Της Μαρίας Κοσμά.

Την 21η Σεπτεμβρίου, εν μέσω διαφόρων φημών σχετικά με την εφεδρεία, η Γ.Γ. του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού (ΥΠ.ΠΟ.Τ.) κάλεσε το Δ.Σ. του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων σε συνάντηση, στην οποία εξέφρασε την πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου να μην απομακρυνθεί κανένας υπάλληλος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Τόνισε, επιπλέον, ότι στο πλαίσιο υλοποίησης της προτεινόμενης από τον υπουργό Δημόσιας Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης μείωσης των οργανικών μονάδων των υπουργείων κατά 30%, επίκειται συγχώνευση των Εφορειών Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων με τις αντίστοιχες Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Η συγχώνευση χαρακτηρίστηκε ως ειλημμένη πολιτική απόφαση που θα προχωρήσει ανεξάρτητα από τη θέση του Συλλόγου. Μία απλή νομοθετική ρύθμιση θα επιτρέψει τις αλλαγές, παρόλο που δεν προβλέπονται στις διατάξεις του ισχύοντα με Π.Δ. Οργανισμού της Υπηρεσίας. Τέλος, η Γ.Γ. υποστήριξε ότι η λύση αυτή επιλέγεται, προκειμένου κανένας εργαζόμενος να μην χάσει τη δουλειά του.
Χρειάστηκε λιγότερο από ένα μήνα για να αποδειχθούν ψευδείς οι προθέσεις της πολιτικής ηγεσίας. Πληροφορίες αναφέρουν την ύπαρξη λιστών που έχουν ήδη καταρτιστεί και αφορούν σε περισσότερους από 400 εργαζόμενους της Υπηρεσίας που θα απομακρυνθούν το αμέσως επόμενο διάστημα.  
Πέρα, όμως, από τις απολύσεις ή το πλεονάζον προσωπικό, όπως αυτά εκφράζονται υπό τη μορφή της εφεδρείας ή των συγχωνεύσεων των εφορειών, το διακύβευμα είναι η ίδια η ύπαρξη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, και αυτό είναι ανάγκη να γίνει κατανοητό από όλους όσοι εργαζόμαστε στην Υπηρεσία, αρχαιολόγους και μη.
Η δομή της Υπηρεσίας με Περιφερειακές μονάδες σε όλη τη χώρα που ελέγχονται και συντονίζονται από μία Κεντρική, προστάτευσε μέχρι σήμερα την ίδια και τους εργαζόμενούς της από την υπαγωγή στο καθεστώς της «ομηρίας» και των πιέσεων που θα συνεπαγόταν η σύνδεσή της με εκπροσώπους αιρετούς ή μη, είτε στο επίπεδο των Νομαρχιών μέχρι πρότινος, είτε στο επίπεδο των Περιφερειών σήμερα. Ο κίνδυνος να υπαχθούν οι περιφερειακές μονάδες της Υπηρεσίας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν είναι καινούργιος, χρονολογείται ήδη από το 1980 και επανέρχεται σε σταθερή βάση συνεχώς. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο είναι ακόμα πιο ξεκάθαρο στους υποψιασμένους γιατί τη δεδομένη χρονική στιγμή γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστούν από τα ΜΜΕ οι Περιφερειακές Υπηρεσίες όλων των υπουργείων, συμπεριλαμβανομένου και του ΥΠ.ΠΟ.Τ., ως απαρχαιωμένες και αναποτελεσματικές δομές που είτε πρέπει να συγχωνευθούν, είτε πρέπει να καταργηθούν.
Η Αρχαιολογική Υπηρεσία αποτελεί μία νευραλγική για την προστασία των μνημείων Υπηρεσία του ΥΠ.ΠΟ.Τ., με χαρακτήρα τόσο επιστημονικό όσο και διοικητικό. Σχετικά με το διττό χαρακτήρα της και τον τρόπο λειτουργίας που προκύπτει από αυτόν έχουν διατυπωθεί πολλές ενστάσεις, που εστιάζουν κυρίως στην πορεία που έχει ακολουθήσει από το 1967 και μετά, οπότε το έργο της συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με την έκρηξη της ανοικοδόμησης και τον έλεγχο της οικοδομικής δραστηριότητας. Το αν ο αρχαιολόγος της Υπηρεσίας είναι πρωτίστως επιστήμονας ή διοικητικός υπάλληλος, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης συζήτησης. Το σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι ο διοικητικός του ρόλος δεν είναι κενός περιεχομένου. Ασκώντας αυτόν τον ρόλο με ευσυνειδησία, ο αρχαιολόγος είχε έως τώρα τη δύναμη να θωρακίσει τα μνημεία από επεμβάσεις και καταστροφές. Ο ισχύων αρχαιολογικός νόμος που ψηφίστηκε μόλις το 2002, αντικαθιστώντας ένα νόμο του 1932, ανεξάρτητα από τις όποιες ελλείψεις του αποτέλεσε ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια εκείνων που ήθελαν να κάνουν τη δουλειά τους, να προστατεύσουν δηλαδή τα πολιτιστικά κατάλοιπα των διαφόρων περιόδων και το φυσικό τους περιβάλλον.
Την τελευταία διετία, όμως, μεθοδεύεται συστηματικά μία προσπάθεια αποδυνάμωσης της Υπηρεσίας στηριζόμενη στην κυβερνητική επιλογή υπερψήφισης νόμων που σκοπό έχουν να παροπλίσουν τον αντίστοιχο αρχαιολογικό (νόμος για τις ΑΠΕ, για τις μεγάλες επενδύσεις, για τη νομιμοποίηση αυθαιρέτων, επικείμενος περιορισμός του ελέγχου της Υπηρεσίας αποκλειστικά εντός των ορίων κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων κ.ά.). Η αδυναμία της ιδίας, εξάλλου, να συνδέσει ουσιαστικά το ερευνητικό της έργο με την κοινωνία, καθιστά τη θέση της ακόμα πιο δυσχερή, καθώς στο πλαίσιο άσκησης του διοικητικού-ελεγκτικού της ρόλου, στοχοποιείται, δικαίως και αδίκως, για οποιαδήποτε καθυστέρηση προκύπτει κατά τη διάρκεια υλοποίησης είτε μεγάλων δημοσίων έργων, είτε ιδιωτικών.
Μέσα στο γενικευμένο κλίμα της κατασυκοφάντησης του δημόσιου τομέα και της εκχώρησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, ως μέλη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας καλούμαστε να παλέψουμε ενάντια στην επιχειρούμενη συρρίκνωση του αντικειμένου της, ενάντια στην μετατροπή της σε μία άνευρη Διοικητική Υπηρεσία που απλώς θα εκφράζει τη «σύμφωνη γνώμη της», να αγωνιστούμε για την προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, όπως αγωνίστηκαν παλιότερα και άλλοι πριν από εμάς.

* Η Μαρία Κοσμά είναι αρχαιολόγος ΥΠ.ΠΟ.Τ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!