Σκίτσο του Βαγγέλη Παπαβασιλείου
Η διαχείριση μιας τεράστιας ελπίδας με τον πιο καταστροφικό τρόπο
Toυ Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Ο φίλος περιπτεράς δεν πολυμιλάει τελευταία. Ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ («τι να κάνω, τους περίμενα καλύτερους από τους άλλους»). Μετά μουγγάθηκε. Τον πίεσα να μου πει τη γνώμη του για την κατάσταση κι αυτός μου απάντησε: «Να ’ρθεις το πρωί να δεις τι γίνεται. Αξιοπρεπείς ανθρώπους να έρχονται να μου ζητάνε δύο εισιτήρια των 0,60 και να ρωτάνε αν μπορούν να με πληρώσουν όταν θα πάρουν τη σύνταξη». (Στην Αγία Παρασκευή συμβαίνουν αυτά).
Αυτά δεν επηρεάζουν βέβαια πολύ άλλους, που διαφωνούν με την ασκούμενη πολιτική, αλλά παραμένουν «κολλημένοι» στις κομματικo-κρατικές καρέκλες, με τα σχετικά οφέλη τους. Πάντα υπάρχουν ευκαιρίες για τους ξύπνιους και τους καπάτσους. Εξυπνάδα, όμως, χωρίς ηθική δύναμη διαστροφή ορίζουν. Παλιός αριστερός, ο Γιάννης μου λέει: «Διαφωνώ κάθετα με αυτά που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ». «Γιατί μένεις;» τον ρωτάω, κι αυτός τα χάνει. «Δεν ξέρω, ίσως από συνήθεια».
Μερικοί έχουν και το θράσος να μιλάνε για «ηθικό πλεονέκτημα». Η μεγαλύτερη ζημιά, τι ζημιά, ιστορική καταστροφή που έκανε η ηγεσία αυτής της «κυβερνώσας Αριστεράς» είναι που εξευτέλισε την ιδέα της Αριστεράς, κηλιδώνοντας με τη συνθηκολόγηση της 13ης Ιουλίου την τιμή μιας παράταξης που ’δωσε χιλιάδες νεκρούς για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας. Κατέφερε, ταυτόχρονα, συντριπτικό πλήγμα στην αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση της παράταξης και κατ’ επέκταση, του ελληνικού λαού, του έθνους στο σύνολό του. Φτάνοντας τώρα στον ακραίο εκφυλισμό να έχουμε στην Ελλάδα «αριστερή» κυβέρνηση που θέλει να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που, πρώτον, δεν βγαίνει με τίποτα, δεύτερον, είναι στον αντίποδα των αρχών και της ιδεολογίας της Αριστεράς, τρίτον, ανοίγει τον δρόμο σε επιθέσεις στον σκληρό πυρήνα της ελλαδικής και κυπριακής κρατικής κυριαρχίας, που μπορούν να οδηγήσουν σε τρομακτικές, περαιτέρω καταστροφές του ελληνισμού.
Ιστορικές ρίζες της Αριστεράς-Κεντροαριστεράς
Δεν είναι ζημιά μόνο παραταξιακή ή κοινωνική αυτό. Είναι μεγάλη εθνική ζημιά. Υπάρχει ένα βαθύ λαϊκό ρεύμα στην Ελλάδα, αυτό που έκανε την Επανάσταση, υπό την ηγεσία των Φιλικών και του Κολοκοτρώνη. Αυτό, όχι μια βαθιά εξαρτημένη και εθελόδουλη αστική τάξη, υπήρξε ιστορικά, και ιδίως όταν η πατρίδα κινδύνευσε, η φυσική και ηθική «ραχοκοκαλιά» του Έθνους. Προπάντων, αν και όχι μόνο, οι αγροτικοί πληθυσμοί.
Στις άγριες συνθήκες της Κατοχής αυτό το ρεύμα εκφράζεται με το ΕΑΜ, τη μεγαλύτερη, συγκριτικά με το μέγεθος της χώρας, αντιστασιακή δύναμη στην Ευρώπη του Χίτλερ, γιατί δεν είχε που αλλού να πάει. Θα προδοθεί από την ηγεσία του και θα χτυπηθεί ανελέητα μετά την Κατοχή, για να σηκώσει κεφάλι δύο χρόνια μόνο μετά τη λήξη του εμφύλιου, αναζητώντας ηγέτη στον Πλαστήρα, θυσιάζοντας τα παλληκάρια του για την Ένωση της Κύπρου, υποστηρίζοντας τελικά τον Γεώργιο (που το είχε καταδιώξει απηνώς το ’44) και αργότερα τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Αυτό το ρεύμα, απαραίτητο όσο ποτέ άλλοτε για τη σωτηρία και την αναγέννηση της χώρας, υπό άλλη ασφαλώς πολιτική και ηγεσία, ήταν που αναζήτησε, υπό πολύ ειδικές, εξαιρετικές ιστορικές συνθήκες έκφραση στον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, για να δεχθεί συντριπτικό πολιτικο-ηθικό πλήγμα με την ταπεινωτική συνθηκολόγηση, αλλά και την απουσία οποιουδήποτε σχεδίου. Μετά τις απανωτές προδοσίες ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ποτέ δεν αντηχούσε τόσο επίκαιρη η έκφραση του Σολωμού (Προς Επτανησίους): «Λαέ μου ευκολόπιστε και πάντα προδομένε».
Ντροπιασμένος Ιούλης
Ας δεχτούμε μια στιγμή ότι όντως δεν μπορούσε να κάνει αυτό που, υποσχόμενη, αυτή η ομάδα, έγινε μεγάλο κόμμα και πήρε την κυβέρνηση, αυτό που ο ελληνικός λαός, κόντρα σε θεούς και σε δαίμονες, της είπε να κάνει στις 5 Ιουλίου 2015.
Αν και βέβαια δεν μπορούσε, γιατί δεν έκανε και τίποτα να ετοιμαστεί – παιδική χαρά απεδείχθη, ιδιοτελής μάλιστα και χειραγωγήσιμη. Ακόμα κι έτσι, αν δεν ήθελε να παλέψει, θα ’ταν αξιοπρεπέστερο να φύγει. Να παραδώσει τα κλειδιά της χώρας στους Μέρκελ, Σόιμπλε, Ντράγκι, Λαγκάρντ, όχι να βάλει ένα αριστερό κόμμα να εφαρμόσει την πιο ακροδεξιά, υπερ-νεοφιλελεύθερη πολιτική, ένα πρόγραμμα υποδούλωσης, καταστροφής, λεηλασίας. Δεν θα ήταν λύση ασφαλώς, θα κατηγορούνταν δικαιολογημένα για λιποψυχία, θα ήταν όμως αξιοπρεπέστερη τέτοια στάση.
Βλέπω στην τηλεόραση τα διαμαρτυρόμενα πλήθη και σκέφτομαι μέσα μου. Α, ρε Αλέξη, πού πήγες και πού σε πήγαν! Αυτό ονειρεύτηκες; Να ενώσεις όλες τις τάξεις εναντίον σου; Να σε μισούν οι μισοί τουλάχιστον Έλληνες; Παιδί δεν διάβασες τι κάνει στους ανθρώπους η Κίρκη της «εξουσίας για την εξουσία»; Η τύχη του Γιωργάκη, του Βενιζέλου, του Σαμαρά, δεν σε δίδαξε τίποτα; Τόσο μεγάλη ήταν η δίψα σου για εξουσία; Δεν είχες ούτε έναν, στους τυχάρπαστους γύρω σου, να σου πει ότι μπορείς να κάνεις κόλπα με τους ανθρώπους, αλλά όχι με την Ιστορία; Βλέπω τα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου σου, καθώς διαβάζεις την ομιλία σου στο Υπουργικό Συμβούλιο και διερωτώμαι ποιο μυαλό οδηγεί το χέρι των «λογογράφων» σου. Η σημερινή θέση του Τσίπρα είναι τραγική. Ακόμα κι αν «νικήσει», θα έχει χάσει. Οι επιμέρους «νίκες» οδηγούν σε ακόμα χειρότερο Βατερλό.
Η ανάμνηση της περεστρόικα
Τον βλέπω με τη Μέρκελ και μου ’ρχεται ζωντανή, σα να ήταν χτες, η εικόνα κοτζάμ Γκορμπατσόφ να ζητιανεύει κάποια ψίχουλα βοήθειας στους Δυτικούς, στο G6 στο Λονδίνο, τον Ιούνιο του 1991. Περίμενε κι αυτός «οικονομική βοήθεια» που του ’χαν υποσχεθεί, όπως ο Τσίπρας την «ελάφρυνση χρέους» (διαγραφές και ρήτρες ανάπτυξης ξεχάστηκαν προ πολλού). Θα περιμένει πολύ, ίσως μέχρι Δευτέρα Παρουσία.
Τους τα ’χε δώσει όλα ο Γκορμπατσόφ, τους έκανε απίστευτες παραχωρήσεις, έδωσε στους Γερμανούς την ελευθερία και τη χώρα τους ακέραιη, εφάρμοσε τις «μεταρρυθμίσεις» που του ’λεγαν να κάνει. Σύμβουλός του οικονομικός, αρχιτέκτονας της θεραπείας-σοκ, ο Τζέφρεϊ Σαχς, που συμβούλευε και τους Έλληνες «διαπραγματευτές», τρομάρα τους, του 2015! Τώρα ο σοβιετικός ηγέτης έβλεπε τη χώρα του να διαλύεται και να καταρρέει και γυρνούσε τον κόσμο ζητιανεύοντας μπας και συγκρατήσει τη διάλυση. Οι «φίλοι» του, Μπους, Θάτσερ, Κολ, κοίταζαν με παγερή αδιαφορία και ενδόμυχο ενθουσιασμό την κατάρρευση και προσπαθούσαν να του αρπάξουν ό,τι μπορούσαν περισσότερο, πριν την τελική πτώση. Μερικοί, όπως ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Μπέικερ, σκέφτονταν μήπως μπορούσαν να αγοράσουν τα… σοβιετικά πυρηνικά όπλα ή τη Σιβηρία, την ώρα ακριβώς που ο Γκορμπατσόφ εγκατέλειπε το Κρεμλίνο και η ΕΣΣΔ έπαυε να υπάρχει!
Παρακολούθησα στενά τη διαδρομή του, ως ανταποκριτής τότε, στη Μόσχα. Όπως κι ο Τσίπρας, διαχειρίστηκε μια τεράστια, παγκόσμια ελπίδα με τον πιο καταστροφικό τρόπο. Τον παγίδευσε κι αυτόν, άριστο τακτικιστή και άθλιο στρατηγιστή, η ίδια η αρχική του επιτυχία και το επικοινωνιακό του χάρισμα. Σε όποια αίθουσα έμπαινε το σώμα του στρεφόταν αυτόματα στις κάμερες και μια μέρα έβαλε το αεροπλάνο του να κόβει βόλτες πάνω από τον Ατλαντικό για να φτάσει στην Αμερική την ώρα των βραδινών ειδήσεων! Δεν κατάλαβε ότι, ανεπαίσθητα, αντί να χρησιμοποιεί αυτός τις κάμερες, τον πήγαιναν αυτές εκεί που ήθελαν.
Η βασική «δομική» ομοιότητα των δύο πολιτικών είναι ότι διέπραξαν το πιο καταστροφικό λάθος που μπορεί να κάνει άνθρωπος και μάλιστα αντιμέτωπος με τόσο κρίσιμα προβλήματα – να μη χρησιμοποιεί το δικό του μυαλό, εμπιστευόμενος τις ιδέες τρίτων, τις στρατηγικές συνέπειες της εφαρμογής των οποίων δεν συνειδητοποιεί. Αμερικανοί έφτιαξαν τον κορμό της «νέας πολιτικής σκέψης» και της πολιτικής της «διαφάνειας» (γκλάσνοστ) που υιοθέτησε ως δικές του ο εκπρόσωπος του «μεταρρυθμιστικού» ρεύματος στο ΚΚΣΕ. Αμερικανοί, επίσης, επεξεργάστηκαν τη διαπραγματευτική, επικοινωνιακή, διεθνή στρατηγική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Το αποτέλεσμα ήταν, και στις δύο περιπτώσεις, αναπόφευκτο.
Η κατάληξη θα είναι η ίδια, η διάλυση της Ελλάδας τώρα, όπως η διάλυση της ΕΣΣΔ τότε. Εκτός αν ένα «θαύμα» μεταμορφώσει ξαφνικά τον Αλέξη Τσίπρα σε εθνικό ηγέτη. Ή, αν, η κοινωνική εξέγερση που αναπτύσσεται, αποκτήσει τα οργανωτικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, το πρόγραμμα, τις ιδέες και την ηγεσία που χρειάζεται.