Δείτε το πρώτο μέρος εδώ
Το χειμώνα καθόμαστε μέσα, στο αμπρί. Μόλις φτιάξει ο καιρός, καθόμαστε έξω στην αυλή, δίπλα στο μικρό μποστάνι που το διασχίζεις, ανάμεσα στα μαρούλια, τα κρεμμύδια και το δεντρολίβανο, πατώντας πάνω σε ένα μικρό διάδρομο φτιαγμένο από αναποδογυρισμένα πήλινα κεσεδάκια του γιαουρτιού μπηγμένα μέσα στο μαλακό χώμα. Ο συγγραφέας είναι εξίσου απολαυστικός στην κουβέντα. Ενώ δεν ξεφεύγει από τη βασική θεματολογία του που περιστρέφεται γύρω από τις «περιπέτειες» των Ελλήνων από τον πόλεμο μέχρι τις μέρες μας, αξιοποιεί ένα εύρος γνώσεων και πληροφοριών με το οποίο, χάρη στην ικανότητά του να συνθέτει, εμπλουτίζει τα υπό συζήτηση θέματα, όπως κάνει και στα γραφτά του. Για παράδειγμα, στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος την τροπή των πραγμάτων που οδήγησε στην κατάρρευση και διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, με αναφορές στη δημοκρατία, τον αυταρχισμό ή την ιδιοκτησία, ο Αλέξης Πάρνης βάζει στο τραπέζι της συζήτησης όχι μόνο τον Μαρξ και τον Στάλιν, αλλά και τον Πλάτωνα, τον Μοντεσκιέ, τον Σατομπριάν και τον Μπολιβάρ! Και από την κριτική του στο σοβιετικό κατεστημένο δεν παραλείπει τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπισε το επαναστατικό καθεστώς στην εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού προγράμματος κόντρα όχι μόνο στα συμφέροντα των ισχυρών, αλλά και στις καθυστερημένες αντιλήψεις δεκάδων, αν όχι εκατοντάδων εκατομμυρίων, ανθρώπων μεταξύ των οποίων ήταν και πολλοί που συμμετείχαν στην επανάσταση και την ανατροπή του παλιού καθεστώτος.
«Δώσανε τη ζωή τους, το κεφάλι τους, οι άνθρωποι, γι’ αυτό το όνειρο. Το θέλανε ειλικρινά. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο μπολσεβίκος, ο απλός, που σκοτώθηκε δεν είχε όνειρο, να προσφέρει στην ανθρωπότητα ένα καλό. Αλλά όταν ανεβαίνει στην εξουσία και πρέπει αυτά τα διακόσια εκατομμύρια, τους μουζίκους, που πίνουνε, που μεθάνε, που δεν ξέρεις πού τραβάνε, να τους πειθαρχήσεις, να τους βάλεις σε ένα εργοστάσιο και να καταστρώσεις πεντάχρονα πλάνα και να μετατρέψεις μια χώρα που είναι αγροτική, μουζίκικη, σε πρώτη βιομηχανική χώρα στον κόσμο∙ πρέπει να κάνεις τρομερά πράγματα για το πετύχεις. Δεν το πετυχαίνεις με την αγιαστούρα. Δηλαδή, επειδή τοποθετήθηκε το κόκκινο άστρο στο Κρεμλίνο, σημαίνει ότι έγινε παντού κομμουνισμός; Με τους μουζίκους σε κάθε χωριό και με εκατό εθνότητες να μάχεται η μια την άλλη, έτσι θα γίνει κομμουνισμός; Από τη μια στιγμή στην άλλη;»
Σαν κομμουνιστής
Στην πολύπλοκη και γεμάτη στροφές ζωή του, ενός αιώνα μείον οκτώ χρόνια, έχτισε την κοσμοθεώρησή του αφενός δρώντας, χωρίς φόβο (δεν θα έλεγα και χωρίς πάθος!), και αφετέρου εξασφαλίζοντας συνειδητά χρόνο στον εαυτό του για σκέψη, για μελέτη και περισυλλογή, για επεξεργασία των εμπειριών του, για ερμηνεία των φαινομένων, για κατανόηση των προβλημάτων και, εν τέλει, για την ανασύσταση του δικού του κόσμου, όπως αυτός περιγράφεται με ποιητικό τρόπο μέσα από το πλούσιο έργο του και όπως βιώνεται και επιβεβαιώνεται μέσα από την αυστηρά προσωπική του ζωή. Στο δρόμο της λιτής ζωής, που καμία σχέση δεν έχει με την περιβόητη λιτότητα που δεν είναι φάρμακο, αλλά παράγωγο και συστατικό στοιχείο του περιττού, της χλιδής, της κυριαρχίας του υλικού επί του πνευματικού, με συνέπεια την απώλεια της κοινωνικής συνείδησης και τη διαρκή εξάρτηση και αιχμαλωσία που οδηγεί τον σύγχρονο άνθρωπο στην εξαθλίωση και τη νέα βαρβαρότητα.
«Αυτό το πραγματάκι που έχω εδώ [εννοεί το σπίτι του], τι αξίζει; Κι΄ όμως, με κάνει και δημιουργώ έργα. Μου δίνει αυτή τη γαλήνη που χρειάζομαι, την ισορροπία, ενώ στο καφενείο δεν μπορώ να πάω. Σε μπαράκια δεν έχω πάει ποτέ μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ εκεί. Πρέπει να σκεφτώ εδώ. Θέλω, λοιπόν, να έχω κάτι δικό μου. Δέκα μέτρα; Δέκα μέτρα. Η μεγάλη ιδιοκτησία είναι κατηγορητέα, η μικρή δεν είναι. Το χωριατόσπιτο του παππού μας και της γιαγιάς μας είναι προοδευτικό στοιχείο. Ήμουνα και είμαι καλός κομμουνιστής. Δεν ζω σαν κομμουνιστής τώρα; Μόνο [που είμαι] ατομικά, δεν κάνω προπαγάνδα. Δεν ψηφίζω τίποτα. Παίρνω 700, δίνω τα χαράτσια και ζω με τα υπόλοιπα και είμαι ευτυχής γιατί κάθε μέρα γράφω και μια σελίδα που θα μείνει. Εγώ ζω σαν κομμουνιστής γιατί μ’ αρέσει, και μου δίνει μια πειθαρχία. Αν ζούσανε κι άλλοι έτσι, δεν θα είχαμε κρίση.»
Όχι πως δεν πέρασαν λεφτά από τα χέρια του. Όταν έφυγε από τη Σοβιετική Ένωση, τα ποσοστά του από τα δικαιώματα του έργου του «Το νησί της Αφροδίτης» που παιζόταν στο διάσημο Μάλι Τεάτρ της Μόσχας, αλλά και σε άλλα 174 θέατρα σε όλη την αχανή επικράτεια της Σοβιετίας, ήταν πολλά. Αλλά δεν μπορούσε να πάρει μαζί του τα ρούβλια! Όταν έφτασε στην Ελλάδα, μετά την μεσολάβηση του Γιώργου Θεοτοκά που βρέθηκε στη Μόσχα μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Λεωνίδα Εμπειρίκο, όλη του η χρηματική περιουσία ήταν 400 δολάρια. Όμως, «Το νησί της Αφροδίτης» και τα άλλα έργα του που ανέβηκαν σε θεατρικές σκηνές της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης με διάσημους πρωταγωνιστές, του έδωσαν αμέσως τη δυνατότητα να ενταχθεί κανονικά στη ζωή της πατρίδας του, ύστερα από δεκατρία χρόνια απουσίας στο εξωτερικό και αρκετά χρόνια που είχαν προηγηθεί με τη στολή του αντάρτη στα βουνά. Αλλά, το «νησί» είχε και μία τρίτη ζωή όταν έγινε ταινία με σκηνοθέτη τον Γιώργο Σκαλενάκη και πρωταγωνίστρια την Παξινού που δεν είχε παίξει σε καμία άλλη ελληνική ταινία. Κι αυτή η ταινία έγινε το εισιτήριό του για να βρεθεί στην Αμερική, να συζητάει στο Χόλιγουντ με τον Σπύρο Σκούρα, γενικό δερβέναγα της 20th Century Fox, για τη μεταφορά του μυθιστορήματός του «Ο διορθωτής» στις οθόνες του σινεμά, σχέδιο που δεν υλοποιήθηκε, αλλά που δεν πήγε καθόλου χαμένο, αφού έδωσε άφθονο υλικό στη φαντασία του Αλέξη Πάρνη για να συνθέσει, πολλές δεκαετίες αργότερα, το τελευταίο βιβλίο του «Ο άλλος Εμφύλιος» που κυκλοφόρησε το 2011, σαν προέκτασή της «Οδύσσειας των Διδύμων» (2009) και σαν προπομπός του επόμενου βιβλίου που είναι στα τελειώματα, σαν επιστέγασμα μιας πολύ μεγάλη πορείας, που ξεκινάει από το γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη, το 1940, και φτάνει μέχρι την εποχή μας, ακολουθώντας τη «μοίρα» ενός ανθρώπου μέσα από τις συμπληγάδες του ιστορικού βίου ενός λαού.
«Σε 930 σελίδες [της Οδύσσειας] έχω περιγράψει όλο το έπος της εθνικής μας αντίστασης και τις αρχές της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης. Στο δεύτερο, «Ο άλλος εμφύλιος», περιγράφω την Αμερική με τον οπαδό της Αμερικής, τον ήπιο δεξιό, ο οποίος πάει να γίνει σκηνοθέτης στο Χόλιγουντ και πετυχαίνει. Και στο τρίτο βιβλίο, που συνεχίζω να γράφω, αυτοί οι δυο μαζί, ενώνονται στον ηθικό άθλο.»
Με ήρωα τον Μπελογιάννη
Από το Γράμμο, ο Αλέξης Πάρνης συναντήθηκε ξανά με τον Νίκο Ζαχαριάδη τον Οκτώβρη του 1952, στη Μόσχα. Ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ παρακολουθούσε τις εργασίες του 19ου Συνεδρίου και στο ξενοδοχείο «Σοβιέτσκαγια» όπου έμενε η ελληνική αντιπροσωπεία, έκανε συζητήσεις με τους Έλληνες κομμουνιστές και μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που έκαναν κομματική δουλειά στην πρωτεύουσα της Σοβιετικής Ένωσης ή σπούδαζαν στις στρατιωτικές ακαδημίες και σε άλλα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ο νεαρός Πάρνης, φοιτητής τότε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο «Μαξίμ Γκόρκι», εξομολογήθηκε στον Ζαχαριάδη ότι είχε αρχίσει να γράφει ένα ποίημα για τον Νίκο Μπελογιάννη, που είχε εκτελεστεί τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς.
«Ήμουν τότε ένας νεαρός ένθερμος “σοσιαλρεαλιστής” και γι’ αυτό οι συμβουλές, οι απόψεις, οι σκέψεις του Ζαχαριάδη είχαν για μένα την έννοια της στερεάς θεμελιακής βάσης για το εποικοδόμημα της επικής δημιουργίας μου. Το πρώτο που μου σύστησε ήταν να μελετήσω προσεκτικά τον λακωνικό χαιρετισμό του Στάλιν την τελευταία μέρα του συνεδρίου… Τον είχε απευθύνει στους ξένους αντιπροσώπους του συνεδρίου δηλώνοντας ότι η αστική τάξη στις χώρες του είχε υποδουλωθεί στον αμερικάνικο ηγεμονισμό και γι’ αυτό δεν μπορούσε πια να σηκώσει το λάβαρο των αστικοδημοκρατικών ελευθεριών και της εθνικής ανεξαρτησίας. Κι επομένως: “Εσείς οι κομμουνιστές και προοδευτικοί άνθρωποι θα πρέπει τώρα πια να κρατήσετε ψηλά αυτό το λάβαρο και να προχωρήσετε. Αν θέλετε να είστε γνήσιοι πατριώτες της γης σας. Αν θέλετε να γίνετε οι αληθινοί ηγέτες του έθνους σας. Δεν υπάρχει κανένας άλλος εκτός από σας για να το κρατήσει!”
“Είναι σαν να φωτογραφίζει τον Νίκο Μπελογιάννη, που είχε διακηρύξει τα ίδια σχεδόν πράγματα στο στρατοδικείο”, [μου] είπε [ο Ζαχαριάδης]… Φώναξε τότε τους άλλους, μ’ έβαλε να το απαγγείλω [το «Μοιρολόι της μάνας»] ξανά κι εκείνοι έδειξαν συγκινημένοι, δυο-τρεις σκούπισαν τα μάτια τους. Ήταν δάκρυα αντρίκεια, αυθόρμητα για τον νεκρό συμπολεμιστή. Σ’ αυτά πήρε το πρώτο του βάφτισμα το ποίημα του Μπελογιάννη. Ήταν μια αμοιβή αξετίμητη για μένα και τον στιχουργικό μόχθο μου. Έχοντας αφετηρία αυτή την “εγκεκριμένη” από τον Ζαχαριάδη και τους πολέμαρχους του Γράμμου, λυρική εισαγωγή, άρχισα τη μεγάλη εξόρμηση για τη συγγραφή ενός λαϊκού ιστορικού αναγνώσματος σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Θα ήταν κάτι ανάμεσα στο “Φωτεινό” του Βαλαωρίτη και στις μαντινάδες του “Ερωτόκριτου”, ένα “Εγκόλπιο του Αντάρτη” που θα απαθανάτιζε τις θυσίες του. “Για μια Ελλάδα λεύτερη, ανεξάρτητη, απαλλαγμένη από κάθε είδους εξάρτηση. ”
Μέσα από το ποίημα αυτό περνάει όλη η ιστορία του αγώνα, με το ΚΚΕ, τον ΕΛΑΣ, το Δημοκρατικό Στρατό , τους αγωνιστές, τις θυσίες, τις νίκες και τις ήττες, η οποία καταλήγει στο ηρωικό τέλος του Νίκου Μπελογιάννη. Η στιχουργική εξιστόρηση του Αλέξη Πάρνη διαπνέεται από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού, αλλά και από το επίσης επικό ποίημα του Μαγιακόφσκι «Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν». Αλλά οι «περιπέτειες» του ίδιου του ποιήματος προσθέτουν ένα ξεχωριστό «χρώμα» στη διαδρομή του. Από τη μια η βοήθεια του Ναζίμ Χικμέτ στον νεαρό ποιητή για καλύτερες συνθήκες διαμονής και εργασίας κοντά στη Σχολή του, ο εκτενής θετικός σχολιασμός του διακεκριμένου Ρώσου ποιητή Τρυφόνοβιτς Ντβαρντόφσκι της μετάφρασης του ποιήματος στα ρωσικά από τον Νικήτα Ραζγκόροφ στο έγκυρο περιοδικό «Νόβι Μιρ» και η εκτόξευσή του στα ύψη με την κατάκτηση του πρώτου βραβείου ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στη Βαρσοβία, τον Αύγουστο του 1955. Από την άλλη, όμως, επειδή ο Αλέξης Πάρνης δεν εγκαταλείπει τον Νίκο Ζαχαριάδη μετά την καθαίρεσή του από τους Σοβιετικούς και τους ευνοούμενούς τους στο ΚΚΕ, το 1956, η έκδοση του ποιήματος στη Σοβιετική Ένωση «κολλάει» μέχρι το 1958, που χάρη στην παρέμβαση του Χικμέτ και άλλων προσωπικοτήτων βρίσκει τελικά το δρόμο του για το τυπογραφείο και εν συνεχεία εκδίδεται μεταφρασμένο σε πολλές άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της μακρινής Κίνας του Μάο Τσε Τουνγκ, στα κινέζικα!
(συνεχίζεται)
Στέλιος Ελληνιάδης
* * *
Το αφιερώνω στο Ρώσικο Κομμουνιστικό Κόμμα
Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν
του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι
Σε ελληνική απόδοση του Αλέξη Πάρνη
Ώρα-
τον Λένιν
να ιστορήσω ήρθε καιρός∙
όχι γιατί
το πένθος
έχει απολείψει,
όμως
έγινε
ο καημός ο κοφτερός
κατασταλαγμένη
τώρα θλίψη.
Ώρα,
βρόντα
τα συνθήματά του κεραυνούς-
μήπως
θα το ρίξουμε
στα κλάματα;
Λένιν
ζωντανότερος
κι απ’ τους ζωντανούς
Είν’ η γνώση μας
η δύναμη
και τα’ άρματα.
Βάρκες – οι άνθρωποι
πάνω στην ξέρα.
Φεύγει ο βιος
γοργά
κυλά,
βρώμικα στρείδια
μούχλα και λέρα,
στην καρίνα
μας
κολλά.
Κι’ ύστερα
περνώντας
μπόρα πολυβάσανη
κάθεσαι
στον ήλιο πιο σιμά,
και παστρεύεις
τα φύκια
σα γενειάδα πράσινη
και της μέδουσας την άλικη βρωμιά.
Την
ψυχή
με τον Λένιν καθαρίζω
και σαλπάρω
σ’ επανάστασης πλάτη.
Τούτοι
οι χίλιοι στίχοι σε φοβίζουν
όπως φοβίζει
τα παιδάκια η απάτη.
Περίλαμπρο στεφάνι του ‘χουν βάλει,
πώς φοβάμαι
μήπως και κρυφτεί
τ’ ανθρώπινο
Σοφό
Γνήσιο κεφάλι,
το μέτωπο
Του Λένιν το πλατύ.
Τρέμω
Τελετές και μαυσωλεία
την γονυκλησία
την τυπική-
θα μυρώσουνε
με ψευτομεγαλεία
την απλότητα
Τη Λενινιστική.
(απόσπασμα: οι πρώτοι στίχοι από το μεγάλο ποίημα του Μαγιακόφσκι για τον Λένιν, το οποίο γράφτηκε από το τέλος του 1923 μέχρι το φθινόπωρο του 1924. Η μετάφρασή του στα ελληνικά συνοδεύεται από ένα εκτενές σχόλιο του Αλέξη Πάρνη που καταλήγει ως εξής: Πρωτοφανές δείγμα γραφής στην παγκόσμια γραμματολογία, αυτή η τόσο εκτεταμένη ενσωμάτωση της ποίησης στην πολιτική και αντιστρόφως. Απ’ αυτή την άποψη, το επικό τούτο ποίημα είναι αληθινά μνημειώδες.)
Μπελογιάννης
(εγκόλπιο του Αντάρτη)
Του Αλέξη Πάρνη
Πατριώτης είναι μόνο αυτός που τον μισούν τα τζάκια
γιατί δεν τα ‘κανε ποτέ με τον εχτρό πλακάκια,
που για της γης του την τιμή τα ‘βαλε μ’ όλα κι όλους
όποιους κι αν είχε απέναντι Θεούς είτε διαβόλους.
Γιατί με τους κατακτητές ποτέ δεν πήγε πάσο,
δεν είπε σε κανένα του «Σφάξε με αγά ν’ αγιάσω!»
Πατριώτης είναι μόνο αυτός που πολεμάν οι ξένοι
γιατί τον βλέπουν πάντοτε στη μύτη να τους μπαίνει
και να σηκώνει απάτητο κι άπαρτο κάστρο τ’ Όχι
όταν στης γης του το λαιμό πάνε να βάλουν βρόχι.
Πατριώτης είναι μόνο αυτός που ξέρει να πεθαίνει
έτσι που να μην πάει η στερνή θυσία του χαμένη
και να ‘χει μιας πολύτιμης αξίας τη σημασία
την ηθική αβγαταίνοντας του τόπου περιουσία…
Μες στην αξύπνητη νυχτιά, το ζοφερό καμιόνι
στου Χάρου και του Διγενή σταμάτησε τ’ αλώνι.
Τ’ αμερικανο-ελληνικού πολέμου άλλη μια μάχη
μπρος στον αμίλητο Υμηττό τέλος κι αρχή θε να ‘χει:
ένας θνητός θα σκοτωθεί τώρα με ξένες κάννες
και θα προβάλλει αθάνατος ο Νίκος Μπελογιάννης!
Είναι τραγούδια που γοργά τα κάνει ο χρόνος πέρα
και φεύγουν σαν τα σύννεφα στο θέλημα τ’ αγέρα.
Όμως υπάρχουνε κι αυτά που τα βαθιοριζώνει
κάθε λαός στο χώμα του, κάθε παππούς στο εγγόνι.
Πλατάνια είναι τα λόγια τους και στα γερά κλωνάρια
κρεμάν αστέρια κι άρματα χρόνοι και παλικάρια.
Την πλόσκα τους με το κρασί της λευτεριάς γεμάτη
απ’ τον παλιόν αρματολό στον τωρινόν Αντάρτη,
την πέρασαν μύριες ψυχές απ’ το ‘να στόμα στ’ άλλο
μεθώντας από τ’ όνειρο τ’ αγνό και το μεγάλο…
Οι προβολείς από τα τζιπ το στόχο δείχνουν ίσα:
«Σπεύσατε! Πυρ ομαδόν!»… Κι οι σφαίρες τους θερίσαν.
Κι έπεσε εκείνος μπρούμυτα κι αναγερτός λιγάκι
σαν Οδυσσέας προσκυνητής που ‘φτασε πια στο Θιάκι!
(απόσπασμα από το επικό ποίημα με τους διόμισι χιλιάδες στίχους, όπως κυκλοφόρησε ξαναδουλεμένο, από τις εκδόσεις Εκδοχή, το 2001)
(Ο Νίκος Μπελογιάννης εκτελέστηκε μαζί με άλλους καταδικασμένους για κατασκοπεία σε θάνατο, στο Γουδή, στις 30 Μαρτίου 1952. Ήταν μόλις 36 ετών.