Μέρος Γ’
Διαβάστε τα προηγούμενα (Μέρος Α’, Μέρος Β’)

 

Ο Αλέξης Πάρνης γεννήθηκε και μεγάλωσε με το όνομα Σωτήρης Λεωνιδάκης σε ένα ωραίο πέτρινο σπίτι με θέα τον Σαρωνικό, τον Μάιο του 1924. Το σπίτι στο οποίο η οικογένεια Λεωνιδάκη έκρυψε με την εγκατάσταση των Γερμανών στον Πειραιά και την εβραϊκή οικογένεια του συνέταιρου του πατέρα του στη μικρή βιοτεχνία που τους εξασφάλιζε έναν αξιοπρεπή τρόπο ζωής. Το δημιουργικό ψευδώνυμο είναι δεύτερο μετά το Σωτήρης Λεωνής με το οποίο έγραφε στην εφημερίδα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας «Προς τη Νίκη». Ο Πάρνης πήρε μέρος στις μάχες του Δεκέμβρη, τραυματίστηκε και προωθήθηκε στο Ρούμπικ της Αλβανίας για περίθαλψη κι από κεί εγκαταστάθηκε στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας μέχρι που κλήθηκε ύστερα από δικό του αίτημα στα μέτωπα του Γράμμου και του Βίτσι, απ’ όπου, με την υποχώρηση το καλοκαίρι του 1949 βρέθηκε κι αυτός μαζί με χιλιάδες άλλους μαχητές του ΔΣΕ στην Τασκέντη. Σπούδασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μαξίμ Γκόρκι στη Μόσχα και διακρίθηκε με το επικό του ποίημα «Μπελογιάννης» το 1955. Αλλά εκεί τελειώνει και η «τύχη» του. Μένοντας πιστός στον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη που καθαιρείται με την ωμή παρέμβαση των Σοβιετικών και ερχόμενος σε ρήξη με τη μειοψηφία των μελών του κόμματος που συμπλέουν με τη νέα κατάσταση, πέφτει σε δυσμένεια. Κόβεται η συνεργασία του με το Ελληνικό Τμήμα της Ραδιοφωνίας της Μόσχας, τα έργα του «κολλάνε» στο τυπογραφείο και, το βασικότερο, διαγράφεται από μέλος του ΚΚΕ με ό,τι άλλο αυτό συνεπάγεται εκείνες τις εποχές που η σκληρότητα και η βία είναι μέρος της πολιτικής αντιπαράθεσης μέσα κι έξω από το κόμμα.

 

Η διαγραφή

«Εμένα με διέγραψε ο [Μάρκος] Βαφειάδης∙ τον βάλανε οι Ρώσοι. Πρόσεξε, μου λέει, μ’ αυτά που κάνεις με τον Ζαχαριάδη, θα σε στείλουμε εκεί που ξέρεις. Νέο παιδί, εγώ, του λέω, δεν ντρέπεσαι; 60 χρονώ άνθρωπος να λες σε ένα παιδί ότι θα το στείλεις στο γκουλάγκ; Και λάθος να κάνω, επιτρέπεται να λες τέτοια πράγματα;  Το 1956, που ήμουνα στην Κομματική Οργάνωση της Μόσχας, με διαγράψανε για πρώτη φορά. Το ’57 με διαγράψανε για τρίτη φορά. Ήρθε, λοιπόν, να προεδρεύσει στη διαγραφή μου. Και σε ένα χρόνο [οι Σοβιετικοί] τον πετάξανε.»

Αλλά αυτή δεν ήταν η μοναδική φορά που ο Πάρνης απειλήθηκε ευθέως. Ίσως να ήταν ακόμα πιο επικίνδυνη η περίπτωση όταν επτά μέλη του ΚΚΕ, όλοι γνωστοί του, διανοούμενοι καλλιτέχνες, με μερικούς από τους οποίους είχε συντροφικές σχέσεις μέχρι τη διαγραφή του, συνέταξαν και έστειλαν στους «αρμόδιους», άτομα και φορείς, μια καταγγελία εναντίον του με κατηγορίες βάσει των οποίων θα μπορούσε να είχε φυλακιστεί ή εξοριστεί στη Σιβηρία για το υπόλοιπο της ζωής του. Αφορμή ήταν η δημοσίευση στην έγκυρη «Λιτερατούρναγια Γκαζέτα» επιστολής του με τίτλο «Φιλοσοφία της λιποταξίας» που απευθυνόταν στον Πολωνό συγγραφέα Μπράουν.

Ο Αλέξης Πάρνης με συντρόφους τραυματίες στο νοσοκομείο του ΔΣΕ…
Ο Αλέξης Πάρνης με συντρόφους τραυματίες στο νοσοκομείο του ΔΣΕ…

 

Η καταγγελία

«Υπάρχουν όλα∙ πώς με καταδώσανε, πώς με είχανε για το γκουλάγκ, πώς επεμβήκανε οι τρεις μεγάλοι συγγραφείς, που εγώ τους είχα σαν άγιους, ο Πολεβόι, ο Σίμονοφ και ο Τβαρντόβσκι, και με σώσανε», έλεγε ο Πάρνης στη μικρή μας παρέα, δείχνοντας, καθισμένος στο «αμπρί» του, το κείμενο των «επτά».

Κι εμείς αναρωτιόμασταν, πόσο μεγάλη απειλή μπορούσε να είναι ο Πάρνης για το καθεστώς και για τη νέα ηγεσία που οι σοβιετικές αρχές είχαν επιβάλλει στο ΚΚΕ; Γιατί ένα ποιητής να συγκεντρώσει πάνω του τόσο μένος ικανό να τον στείλει στον αγύριστο; Και οι συντάκτες αυτής της καταγγελίας, της αυστηρά προσωπικής, δεν γνώριζαν τις συνέπειες που αυτή θα προκαλούσε στην κανονική ροή των πραγμάτων; Ότι πολλοί άνθρωποι σύγχρονοί τους εκτελέστηκαν και πολύ περισσότεροι άλλοι σάπισαν στα στρατόπεδα της Σιβηρίας με πολύ μικρότερες κατηγορίες, ακόμα και με απλές υποψίες;

Γράφουν, μεταξύ άλλων, οι διαμαρτυρόμενοι-καταγγέλλοντες:

«Δε θα εξετάσουμε λεπτομερειακά με ποιους τρόπους ο Πάρνης κατακτούσε τις επιτυχίες του την περίοδο που λυσσομανούσε το καθεστώς Ζαχαριάδη (πρώην γραμματέας της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε., που ήταν όπως ξέρουμε τώρα πια προβοκάτορας και τυχοδιώκτης).»

«Οι Έλληνες κομμουνιστές στο φως των αποφάσεων του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, συσπειρώθηκαν για να διορθώσουν τα λάθη της προηγούμενης κομματικής ηγεσίας για την αποκατάσταση των Λενινιστικών αρχών.»

«Στα τέλη του 1956, ο Πάρνης διαγράφτηκε απ΄ το Κομμουνιστικό Κόμμα γιατί παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις συνέχισε την αντικομμουνιστική του δράση, (που είναι επίσης και αντισοβιετική!). Η διαγραφή από το κόμμα δεν άλλαξε τη φραξιονιστική αντικομματική συμπεριφορά του Πάρνη…»

«Ο Πάρνης τσαλαπατάει όλες τις βασικές αρχές της κομματικής δεοντολογίας κι έχει το θράσους να δίνει στους άλλους μαθήματα αφοσίωσης στα κομμουνιστικά ιδανικά.»

«Σημειώνουμε ωστόσο ειρρήσθω εν παρόδω, ότι η γλώσσα του είναι φτωχή, δίχως οίστρο και δεν υπάρχει σ’ αυτό ούτε μια πρωτότυπη ενδιαφέρουσα σκέψη… Δεν πρέπει να εμφανίζεται στις σελίδες του Σοβιετικού τύπου γιατί δεν είναι σε θέση ν’ απαντήσει στο ερώτημα «με ποιον είσαι;», στο ερώτημα ποια «υπόθεση» υπηρετεί η τωρινή αντικομματική του διαγωγή… Έχουμε τη γνώμη ότι η «Λιτερατούρναγια Γκαζέτα» έκανε λάθος δημοσιεύοντας το γράμμα του Α. Πάρνη…»

Κι από κάτω, φαρδιές-πλατειές οι υπογραφές ανθρώπων που είχαν αγωνιστικό παρελθόν και δεν στερούνταν ταλέντου, τα ονόματα των οποίων δεν δημοσιεύουμε μέχρι να το κάνει ο ίδιος ο Πάρνης. Πού να φαντάζονταν κι αυτοί ότι τον Ιούλιο του 2011, το ΚΚΕ θα αποκαθιστούσε πλήρως τον Ζαχαριάδη με το σκεπτικό ότι όλες οι κατηγορίες εναντίον του «αποτελούσαν προπέτασμα καπνού και πρόσχημα για να περάσει στην πλειοψηφία των μελών της ΚΕ και του Κόμματος η δεξιά οπορτουνιστική στροφή»;

 

Σημεία των καιρών

Ασφαλώς, η καταγγελία σε βάρος του Πάρνη αποτελεί ένα σημείο των καιρών, όταν η σοβαρή διαφωνία ή διαφοροποίηση από την κυρίαρχη γραμμή και στάση ήταν αιτία κυρώσεων, από διαγραφή από το κόμμα, απόλυση από τη δουλειά ή κόψιμο της φοιτητικής υποτροφίας μέχρι εξορία και θάνατο. Όμως, ακόμα και μ’ αυτό το δεδομένο, η ένταση και η έκταση της ενυπόγραφης καταγγελίας σε βάρος του Πάρνη, στο κόμμα, στον εργοδότη, στον Τύπο και -το χειρότερο- η ωμή δήλωση ότι «Οι Έλληνες Κομμουνιστές-Πολιτικοί πρόσφυγες έχουν ενημερώσει εγκαίρως πολλές Σοβιετικές οργανώσεις… με σοβαρά στοιχεία σχετικά με τη διαγωγή του Πάρνη…» και η βαρύτερη όλων κατηγορία ότι η δράση του Πάρνη είναι «αντικομμουνιστική και αντισοβιετική» φανερώνει και κάτι βαθύτερο, πιο προσωπικό και πιο εμπαθές. Δείχνει ότι δεν ενοχλούσε μόνο η φιλοζαχαριαδική του στάση, αλλά και η προσωπική του επιτυχία στον πολύ ανταγωνιστικό και πολύ λαμπερό τομέα των γραμμάτων και των τεχνών υπό την επιδοκιμασία του Ναζίμ Χικμέτ, του Κωνσταντίν Σίμονοφ, του Αλεξάντρ Τβαρντόφσκι και άλλων διακεκριμένων διανοουμένων μεγάλου κύρους και εμβέλειας, οι οποίοι ήταν αυτοί που δημιούργησαν το σωτήριο κέλυφος προστασίας γύρω από τον νεαρό Έλληνα δημιουργό.

Τελικά, ο Πάρνης δεν διώχτηκε από το σοβιετικό καθεστώς, αλλά τέτοιου είδους επιθέσεις δεν περνούσαν χωρίς συνέπειες. Οι καθυστερήσεις στην έκδοση των βιβλίων του, η ματαίωση του ανεβάσματος και το πρόωρο κατέβασμα από μερικά θέατρα του έργου του (τα αναφέρει με λεπτομέρειες ο συγγραφέας σε επιστολή του στο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ και υπουργό Εσωτερικών Αλεξάντρ Σελέπιν, τον Οκτώβρη του 1962), η καχυποψία και παρακολούθησή του από τις μυστικές υπηρεσίες, εξουδετέρωναν την ικανοποίηση και τη δικαίωσή του από πολλούς σπουδαίους σοβιετικούς πολίτες, με ή χωρίς εξουσία, αλλά και από εκατομμύρια θεατές και αναγνώστες στην αχανή σοβιετική επικράτεια και σε όλες σχεδόν τις χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ. Όμως, παρ’ όλες αυτές τις αντιξοότητες, ο Πάρνης δικαιώθηκε με την τεράστια διάδοση και επιτυχία του θεατρικού του έργου «Το νησί της Αφροδίτης» που ξεπέρασε τις τέσσερις χιλιάδες παραστάσεις, στην τελευταία φάση παραμονής του στη Σοβιετική Ένωση, διαψεύδοντας εμπράκτως τους επικριτές του. Με την αξία του και με τον Ζαχαριάδη στην εξορία.

Εν τέλει, ίσως να έπαιξε κι αυτό το ρόλο του στο ό,τι ο Πάρνης δεν αρνήθηκε την αγάπη του για τη Σοβιετική Ένωση και τη Ρωσία, παρ’ όλη τη σκληρή κριτική του στις αρνητικές πτυχές του καθεστώτος.  Αλλά και στο ό,τι, όπως μας διαβεβαιώνει, δεν κράτησε και κακία στους κατήγορούς του, μερικοί από τους οποίους  –πολύ αργότερα, στην Ελλάδα- του ζήτησαν συγγνώμη για την υπογραφή που έβαλαν σε βάρος του.

parnhs

 

Ποίημα νοσταλγίας

του Αλέξη Πάρνη

 

«Άφηνα για δεύτερη φορά την Ελλάδα και τα θρυλικά αντάρτικα βουνά της ελληνικής ιστορίας που γίνεται συχνά τόσο άδικη απέναντι στα καλύτερα παιδιά της. Τότε ακριβώς, έγραψα ένα ποίημα με κάποια ελπιδοφόρα μηνύματα για όσους έφευγαν επ’ αόριστον, μακριά απ’ την πατρίδα.»

Να θυμάσαι το Γράμμο μας, του λαού το λημέρι
που κρατάει στον κόρφο του ζωντανή την ελπίδα
και προσμένει τον άνεμο που ξανά θα σε φέρει
για να δώσεις καινούργια φτερά στην πατρίδα.

………………

Να θυμάσαι το χώμα του, τη φωτιά, τον αέρα
όσα φύτεψες όνειρα και τα πότισες αίμα,
να θυμάσαι τους ήρωες που κοιμούνται εκεί πέρα,
να θυμάσαι τι σού ‘λεγε το στερνό τους το βλέμμα.

………………

Να θυμάσαι τα κάτεργα, τα κελιά, τους δεσμώτες,
την αντίπερα όχθη της ψυχής και της γης σου,
όπου τόσοι και τόσοι κυκλωμένοι στρατιώτες
πολεμάν τα σκοτάδια και φωνάζουν «θυμήσου».

……………

Να θυμάσαι το χτες που σε ψήλωσε τόσο,
ν’ ακονίζεις του σήμερα τη μάχιμην ώρα,
ν’ αρματώνεις το μέλλον, τον πιστό σύμμαχό σου,
τραγουδώντας τον ήλιο μεσ’ την δίσεχτη μπόρα.

 

Ο Αλέξης Πάρνης με την Κατίνα Παξινού και την κόρη του Στέλλα, το 1969…
Ο Αλέξης Πάρνης με την Κατίνα Παξινού και την κόρη του Στέλλα, το 1969…

 

Συνάντηση με τον Καζαντζάκη

Ξαφνικά στις 16 Ιουνίου πήρα ένα απίστευτο τηλεφώνημα από την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων. Με πληροφορούσαν ότι ήθελε να με δει ο Νίκος Καζαντζάκης, που μόλις είχε φτάσει στη Μόσχα. Είχε μάθει για μένα, όπως μου εξήγησε ο ίδιος, από ένα Σοβιετικό φιλόλογο καθηγητή, συνταξιδιώτη στο πλοίο που τον έφερε απ’ την Ευρώπη στο Λένινγκραντ. Αλλά ό,τι τον έκανε να με δεχτεί με ιδιαίτερη θέρμη στο κεντρικό ξενοδοχείο «Μετροπόλ» της πλατείας Σβερντλώφ ήταν η κριτική μου καταγωγή.

«Στον Αλέξη Πάρνη – θύμηση Μόσχας και Κρήτης». Αυτή την αφιέρωση έγραψε στο βιβλίο του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» που μου χάρισε. Για να προσθέσει καθώς μου το ‘δινε, χαμογελώντας κάτω από το μουστάκι του: «Η Κρήτη είναι η κορφή της Ελλάδας». Το ίδιο πάνω κάτω θα ‘λεγε αργότερα και στο Ρώσο δημοσιογράφο που ‘ρθε να του πάρει συνέντευξη. Αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει μ’ αυτόν και χτύπησε άλλος την πόρτα του. Κι ύστερα έπρεπε να πάει στην Ένωση Συγγραφέων και σ’ άλλες συναντήσεις – το πρόγραμμά του ήταν πολύ φορτωμένο γιατί η Μόσχα ήταν αυτή τη φορά μια εικοσιτετράωρη μόνο στάση στο μεγάλο του ταξίδι για την Κίνα του Μάο. Λυπήθηκα που δεν βρέθηκε ο απαραίτητος χρόνος για να μιλήσουμε όσο θα ΄θελα…

Την άλλη μέρα έφυγε αεροπορικώς για το Πεκίνο, μαζί με τους υπόλοιπους της συντροφιάς του, την Ελένη Καζαντζάκη και το ζεύγος Ευελπίδη. Ύστερα από πολλά χρόνια είδα ότι είχε μνημονεύσει τη συνάντησή μας σε μια από τις στερνές ταξιδιωτικές σημειώσεις της ζωής του (πέθανε τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου): 18 Ιούνη 1957. Γνώρισα τον Αλέξη Πάρνη, νέο Έλληνα ποιητή». (Ταξιδεύοντας, εκδόσεις Ε. Καζαντζάκη)

Ένα μήνα αργότερα έφτασε απ’ την Αθήνα ένα εξίσου ευχάριστο μήνυμα από έναν άλλο κλασικό μας, τον Κώστα Βάρναλη, με ημερομηνία 16 Ιουλίου 1957. «Είμαι ενθουσιασμένος με τα έργα σου», μου ‘γραφε, για να με πληροφορήσει πιο κάτω ότι είχε παραδώσει στη σύνταξη της Αυγής μια επιφυλλίδα του αφιερωμένη στο ποίημά μου «Μπελογιάννης» (φυσικά η τότε σύνταξη της εφημερίδας δεν τη δημοσίευσε)».

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέξη Πάρνη «Γεια χαρά, Νίκος», εκδ. Καστανιώτη, 2011)

 

Όταν τελείωσε ο πόλεμος

Σε σας που πέσατε για των ανθρώπων το καλό
σ’ αυτό τον πόλεμο που ανάσκαψε τη γης μας,
-όπως και με τους ζωντανούς- αδιάκοπα μιλώ
με τα γραφτά του στίχου και της ρίμας.

Αν κι είναι αδύνατο να τα διαβάζετε όπως χτες,
μια κι έγιναν για σας γράμματα ξένα,
εγώ σας νιώθω σα ζωντανούς συμμαχητές,
μιλάω με σας προσωπικά, -κι εσείς με μένα.

Θαμμένοι εκεί που η μνήμη μόνο ζει
εσείς που πέσατε για μια καινούργια ελπίδα
έχετε πάρει ένα κομμάτι μου μαζί
με μια παλιά πολεμική μας φημερίδα…

Είμαι δικός σας κι έχω χρέος παντοτινό
απέναντί σας όπως και στους ζώντας
κι αν κάποτε από λόγο ταπεινό
τον εαυτό μου αλλά κι εσάς εξαπατώντας,

μιλήσω ψεύτικα με κάλπικη φωνή
ενάντια σ’ ό,τι αξίζει μεσ’ τη ζήση
πριν να με κρίνουν εδώ κάτω οι ζωντανοί
θα με δικάσει σιωπηλά η δική σας κρίση.

Κρίνονται ζώντες και νεκροί απ’ την εποχή…
Κι όσο για μένα θ’ αντηχούν βαθιά μου αιώνια
η δυνατή, χαρμόσυνη της νίκης ιαχή
και του στερνού μας κατευόδιου τα κανόνια.

(1948)

(Απόσπασμα από το ποίημα «Όταν τελείωσε ο πόλεμος» του Αλεξάντρ Τβαρντόφσκι, 1910-1971, σε ελληνική απόδοση του Αλέξη Πάρνη)

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!