Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός

 

Υπάλληλοι Γραφείων

Κάθε πρωΐ, ακριβείς, την ίδιαν ώρα
περνούν κι’ όσοι τους βλέπουνε γυρνάνε
αδιάφοροι σε κάποιο πλαϊνό τους
και λένε: «κάπου οχτώ η ώρα θάναι»…

Οι χτύποι στο ρολόϊ της Δημαρχίας
επιδοκιμασίες ηχηρές ακολουθούνε
κι’ όλα σειρά της πολιτείας τα ρολόγια
τις οχτώ πέτρες τους πίσω τους πετούνε.

Με τέτοια ηχητική λιθοβολία
τους φέρνει στο γραφείο πάντα η μοίρα
ν’ αρχίσουν την δουλειά απ’ την καλημέρα
που θ’ απευθύνουν στης εισόδου τον κλητήρα.

Φτάνουν κι’ ανασηκώνουν τα κλεισμένα
βαρειά τους σαν ταφόπετρες βιβλία
για ν’ αναστήσουν πάλι τη θαμμένη
της ημερήσιας εργασίας τους ανία.

Των γραφομηχανών σφυροκοπούνε
τα επιστολικά δραστήρια συνεργεία,
έρχουνται γράμματα φέρνοντας το χρήμα
στην πλουτοκρατικήν ολιγαρχία.

Αχ, οι υπάλληλοι! Σε πόσους δεν αξίζει
το επάγγελμα – για μι’άφταστη ατονία
που δείξανε – μα πάλι και σε πόσους
σαν άδικη δεν είναι τιμωρία!

Ο ήλιος έξω θάλασσες δοξάζει,
βουνά, και τη ζωή δίνει σ’ αρρώστους
μα εδώ οι ηλεχτρικές λάμπες ωχραίνουν
των υπαλλήλων τις όψες με το φως τους.

Γράφουνε κι’ ονειρεύουνται, ο καθένας
ανάλογα με την ψυχή πώτυχε νάχει,
γράφουνε κι’ ονειρεύουνται τα χρόνια
που φεύγοντας τους κύρτωσαν τη ράχη.

Γράφουνε κι’ ονειρεύουνται… οι νέοι
ταξίδια μακρυνά, γλυκό μεθήσι
περιπετείας άγνωστης, κι’ οι γέροι
τ’ απ’ τη ζωή που δεν τάχουνε ζήσει…

Νέοι και γέροι παίρνουν κάθε μήνα
πάντα εις μηδέν τελειωμένο το μισθό τους,
ναρκωτικό να ζουν τριάντα μέρες,
κίτρινο φως μεσ’ στο πολύ του σκότους.

Όλοι προσμένουν κάτι που μοιραίο,
θαρτεί από τη σκλαβιά να τους λυτρώσει,
μ’ αλοίμονο που είν’ ένα το μοιραίο
κι’ αυτοί που το προσμένουν είναι τόσοι!

Κάθε πρωΐ, ακριβείς, την ίδια ώρα
περνούν κι’ όσοι τους βλέπουνε γυρνάνε
αδιάφοροι σε κάποιο πλαϊνό τους
και λένε: «κάπου οχτώ η ώρα θάναι»…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!