Η επανάσταση της καλλιέργειας της γης και η… αντεπανάσταση που προωθούν τα ολιγοπώλια των σπόρων. Της Μαρίας Κοσμά
Πάει, χαλάσανε τα σπόρια!…Τόσα χρόνια!…Τα’ χε φέρει η μάνα μαζί της. Είχε ένα μεσοφόρι όλο μπαλώματα. Αλλά δεν ήτανε μπαλώματα. Σε κάθε πανάκι είχε ραμμένα σπόρια. Απ’ όλα είχε φέρει. Ρεβίθια, φασολάκια, μαυρομάτικα, μέντα, φλισκούνι, βασιλικό, φακή χοντρή, ψαρομυρωδιά, μοσχοσίτι, σέσκουλα… μέχρι λουλούδια είχε φέρει. Ένα μεσοφόρι σπόρια.
Ευγενία Φακίνου, Το έβδομο ρούχο
Τα όσα διαβάζει κανείς στην πολύ πρόσφατη επιστολή που απηύθυναν διάφοροι φορείς αλλά και μεμονωμένοι πολίτες προς την Ελληνίδα επίτροπο Μαρία Δαμανάκη, με αφορμή την εισαγωγή προς ψήφιση στην Κομισιόν μίας νέας νομοθεσίας που αναθεωρεί τα όσα μέχρι σήμερα ισχύουν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για την εμπορία των σπόρων, δεν αποτελούν έκπληξη, κυρίως για όσους έχουν παρακολουθήσει τα όσα, ήδη από τη δεκαετία του ’60, συστηματικά προωθούνται, αναφορικά με τον έλεγχο της αγροτικής παραγωγής, αλλά φυσική συνέχεια.
Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία επιβάλλεται, σχεδόν αποκλειστικά, η εντατική, βιομηχανικού τύπου καλλιέργεια με τη χρήση βιομηχανικών σπόρων που για να φτάσουν στη μέγιστη απόδοσή τους θα απαιτείται η χρήση συγκεκριμένων φυτοφαρμάκων, συντηρητικών και αντιβιοτικών, και οι οποίοι θα διέπονται από το καθεστώς πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως συμβαίνει με τους γενετικά τροποποιημένους. Αντιθέτως, αυστηροί περιορισμοί και προϋποθέσεις, που φτάνουν έως τα όρια της ποινικοποίησης, θεσπίζονται για την εμπορία και χρήση των παραδοσιακών, μη ανταγωνιστικών σπόρων (τοπικές ποικιλίες), οι οποίοι απαιτείται να πιστοποιηθούν, μέσω της εγγραφής τους σε καταλόγους. Οι κίνδυνοι που εγκυμονεί η υιοθέτηση της νέας νομοθεσίας είναι πλήρως κατανοητοί, καθώς παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως και η ίδια η βιοποικιλότητα απειλούνται με εξαφάνιση, ενώ συγχρόνως γίνεται αντιληπτό ότι στόχος είναι η περαιτέρω ενίσχυση της θέσης των πολυεθνικών εταιρειών βιομηχανίας σπόρων που αυτή τη στιγμή ελέγχουν το 73% της παγκόσμιας εμπορικής κυκλοφορίας.
Αντιστροφή
της φυσικής τάξης
Η παραγωγή της τροφής δεν σταματά, αλλά δεν ακολουθείται πλέον ο φυσικός κύκλος (σπορά, καλλιέργεια, συγκομιδή, φύλαξη-διατήρηση των σπόρων έως την επόμενη σπορά). Είναι προφανές ότι μέσα από τη θέσπιση των παραπάνω νόμων, επιχειρείται ουσιαστικά η ανατροπή της ίδιας της πορείας του ανθρώπινου είδους, όπως αυτή τεκμηριώνεται ιστορικά. Με τη βοήθεια των αρχαιολογικών δεδομένων επιβεβαιώνεται ότι ήδη από την 7η χιλιετία π.Χ., όταν συντελέστηκε η «νεολιθική επανάσταση», στην οποία ο άνθρωπος για πρώτη φορά δοκίμασε να ελέγξει την παραγωγή της τροφής του, καλλιεργούνταν, στην άγρια μορφή τους, τα δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι) και τα όσπρια (φακές, ρεβίθια, μπιζέλια) που αποτελούν ακόμη και σήμερα εκείνα τα διατροφικά είδη, στα οποία στηρίζεται εν πολλοίς η διατροφική πυραμίδα.
Παρά τις διαφορετικές επιστημονικές θεωρίες -που σαφέστατα δεν απασχολούν το παρόν άρθρο- ως προς το χώρο και τον ακριβή χρόνο έναρξης αυτής της επανάστασης, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η τελευταία αποτελεί ένα κομβικό σημείο για την περαιτέρω πορεία και ανάπτυξη του ανθρώπινου είδους, αντίστοιχο της οποίας συναντάμε στη Βιομηχανική Επανάσταση, όταν ο άνθρωπος άλλαξε και πάλι τα μέσα παραγωγής. Ο ρυθμός των αλλαγών υπήρξε καταιγιστικός, συγκρινόμενος με τις αλλαγές που είχαν συντελεστεί έως εκείνη τη στιγμή, στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο. Ο προϊστορικός άνθρωπος σταμάτησε πλέον να εξασφαλίζει την τροφή του, και κατά συνέπεια την επιβίωσή του, μέσω της συνεχούς μετακίνησης. Αντί να συλλέγει καρπούς και να ακολουθεί στις μετακινήσεις τους τα μεγάλα κοπάδια των άγριων ζώων, δημιούργησε μόνιμες εγκαταστάσεις, κατασκεύασε νέα εργαλεία, καλλιέργησε τη γη, εξημέρωσε τα ζώα.
Εάν, λοιπόν, η εξέλιξη του ανθρώπου είναι άμεσα συνυφασμένη με την καλλιέργεια των σπόρων και τον κύκλο της παραγωγής τους, η οποία δεν αποτελούσε ολιγοπώλιο κάποιων, αλλά δικαίωμα όλων, η αντιστροφή της φυσικής τάξης δεν αποτελεί καταστροφική πρακτική, η οποία στο πλαίσιο της παρούσας οικονομικής κρίσης θα αποδειχθεί ακόμα πιο καταστροφική; Πιο ειδικά για την Ελλάδα το ζήτημα της εμπορίας των σπόρων αναπόφευκτα συνδέεται με την πρόσδεση της χώρας στις κατευθύνσεις της ΚΑΠ, την πλήρη εξάρτηση της τεχνολογικής έρευνας από τις χρηματοδοτήσεις των εταιρειών και εν γένει την έλλειψη μίας πολιτικής παραγωγικής ανασυγκρότησης σε εθνικό επίπεδο. Ο επανασχεδιασμός του πρωτογενούς τομέα που στόχο θα έχει την εξυπηρέτηση των αναγκών του πληθυσμού της χώρας, την αποτροπή μία επισιτιστικής κρίσης και εντέλει την κατάκτηση διατροφικής αυτάρκειας, αποτελεί τον πραγματικό μονόδρομο.
* Η Μαρία Κοσμά
είναι αρχαιολόγος
Εμπρός στο δρόμο των ΗΠΑ
Η νέα νομοθεσία δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως προάγγελος για την Ευρώπη, των όσων ισχύουν ήδη στην Αμερική για τον εκσυγχρονισμό της διατροφικής ασφάλειας (νόμος S510), όπου με την επίφαση της ασφάλειας-προστασίας του καταναλωτικού κοινού από επιδημίες, οι ανεξάρτητες και αυτόνομες παραγωγές, συμπεριλαμβανόμενης της οικιακής καλλιέργειας, καθίστανται σχεδόν αδύνατες. Οι καταναλωτές του δυτικού κόσμου είτε τρομοκρατούμενοι από το ενδεχόμενο μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών από μη επαρκώς ελεγμένα τρόφιμα, είτε πειθόμενοι για την αναγκαιότητα χρήσης ακριβών, βελτιωμένων, αλλά μη διατηρήσιμων σπόρων, εφησυχάζουν πως με τη θεσμοθέτηση ακόμα αυστηρότερων συστημάτων ελέγχων και ατέρμονων διαδικασιών πιστοποίησης θα εξασφαλίζεται καλύτερης ποιότητας τροφή, ενώ η μικρής κλίμακας παραγωγή που χρησιμοποιεί σπόρους που έχουν συλλεχθεί από την προηγούμενη σοδειά και φυλάσσονται για την επόμενη, εντασσόμενη στο παραδοσιακό σύστημα ανταλλαγής, καταδεικνύεται ως επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία και τίθεται σε περιορισμούς πιστοποίησης, έτσι ώστε να είναι απαγορευτική.
Η προώθηση, ωστόσο, των βιομηχανικών σπόρων ως μονόδρομου και παράλληλα η θέσπιση περιορισμών στη χρήση τους που άπτονται της σφαίρας περί των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, αφαιρεί από τους μικροπαραγωγούς το θεμελιώδες δημοκρατικό δικαίωμα της ιδιοπαραγωγής σπόρων, μεταφέρει τεράστια ποσά προς τις εταιρίες που ελέγχουν τις γεωργικές διαδικασίες και παράλληλα αποτελεί ανατροπή της φυσικής διαδικασίας παραγωγής, καθώς οι βιομηχανικοί σπόροι παράγουν τροφή, αλλά δεν παράγουν σπόρο διατηρήσιμο για την επόμενη χρονιά.