«…και Αιέν ο κόσμος, ο μικρός ο Μέγας!»
Το νερό που αρδεύει τη χιλιόχρονη ιστορία αυτού του τόπου έχει ένα όνομα: ποίηση. Από τον Όμηρο μέχρι τους σύγχρονους ποιητές, από τα χορικά της αρχαίας τραγωδίας, τους βυζαντινούς ύμνους και τα δημοτικά τραγούδια μέχρι το ρεμπέτικο και τον λυγμό του Καζαντζίδη, η ελληνική ποίηση είναι πάντα παρούσα «στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή», γίνεται τραγούδι και εμπνέει τους αγώνες και τα επιτεύγματα του ελληνικού λαού. Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (21 Μαρτίου) θα έπρεπε να είναι η παγκόσμια ημέρα της Ελλάδας. Για να «τιμήσουμε» αυτήν την ημέρα και επειδή στις 18 Μαρτίου συμπληρώθηκαν 19 χρόνια από το θάνατο του Οδυσσέα Ελύτη δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από συνέντευξή του στην ΕΡΤ το 1980:
«Κάποτε θα ερχόταν η στιγμή για την Ευρώπη να συνειδητοποιήσει τις ρίζες της αφού δεν μπορεί να υπάρξει σαν αυτόνομη μονάδα χωρίς κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο, αλλά και για την Ελλάδα η στιγμή να αποφασίσει αν θα μείνει απομονωμένη στις δικές της αξίες ή θα ενταχθεί σ’ ένα ευρύτερο σύνολο με οφέλη πρακτικής φύσεως αναμφισβήτητα, αλλά και με τον κίνδυνο να αλλοιωθεί η φυσιογνωμία της. Από αυτή την άποψη ομολογώ ότι είμαι απομονωτικός. Μια ζωήν ολόκληρη αγωνίστηκα γι’ αυτό που λέμε “Ελληνικότητα” και που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος να βλέπεις και αισθάνεσαι τα πράγματα είτε στην κλίμακα τη μεγάλη είτε στην ταπεινή. Θέλω να πω είτε σ’ ένα Παρθενώνα είτε σ’ ένα λιθάρι.
Το παν είναι η ευγένεια, η ποιότητα, σε αντίθεση με το μέγεθος και την ποσότητα που χαρακτηρίζουν τη Δύση. Γιατί εκεί βρίσκεται η διαφορά. Οι Ευρωπαίοι αντλήσανε από τις ελληνικές αξίες για να φτάσουν στην Αναγέννηση. Αλλά η Αναγέννηση η δική τους είναι κάτι πολύ διαφορετικό απ’ αυτό που θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς εάν δε μας σταματούσε η Τουρκοκρατία. Το βλέπουμε αυτό στην ταπεινή κλίμακα, τη μόνη άλλωστε όπου μπορούσαμε ακόμη να εκδηλωνόμαστε. Από την άποψη ότι μια εσωτερική αυλή νησιώτικου σπιτιού -κατά την ταπεινή μου γνώμη- ή ένας περίβολος μοναστηριού είναι -σαν αντίληψη εννοώ- πολύ πιο κοντά στο πνεύμα που έκανε τους Παρθενώνες και τις Θεομήτορες, παρά όλες οι κολώνες και οι μετόπες των ευρωπαϊκών ανακτόρων. Που σημαίνει ότι αν συνέχισε κάποιος την αισθαντικότητα την ελληνική και τη διατήρησε είναι αποκλειστικά ο λαϊκός μας πολιτισμός. Μόνον που και αυτός στις ημέρες μας κινδυνεύει. Οι αστοί στην πλειοψηφία τους -βέβαια υπήρξαν και εξαιρέσεις- μιμήθηκαν τους Ευρωπαίους, δηλαδή την παραποιημένη αίσθηση της Ελληνικότητας. Και στη συνέχεια οι ανερχόμενοι από το λαό μιμήθηκαν τους αστούς.
Έτσι φτάσαμε σ’ ένα σημείο που αναρωτιέται κανείς σε τι πια ωφελεί η απομόνωση, τι πάει να προστατέψει. Και με κίνδυνο να φανώ αντιφατικός οδηγούμαι στο άλλο άκρο. Λέω μήπως είναι σωφρονέστερον αντί να αντιταχτούμε στο ρου της Ιστορίας μήπως μία διαφορετική στρατηγική θα μας βοηθούσε να διακριθούμε από έναν άλλο δρόμο. Ο Ελληνισμός έδειξε, ανέκαθεν, μια καταπληκτική ικανότητα να αφομοιώνει, να προσαρμόζεται και να δραστηριοποιείται μέσα στα ξένα σύνολα. Έχομε μια πλειάδα Ελλήνων που διακρίθηκαν την εποχή της διασποράς στα μεγάλα κέντρα του εξωτερικού, και στην Ευρώπη και στην Ανατολή. Και πότε αυτά; Tην εποχή που η Ευρώπη ήταν στην ακμή της και τα κράτη ήταν ισχυρά και σκληρά. Πόσο μάλλον σήμερα που, όπως και να το κάνουμε, είναι γηρασμένα, είναι εξασθενημένα και θα έλεγα ότι έχουν ανάγκη από το σφρίγος νεότερων λαών.
Αυτό με κάνει λοιπόν να κατασιγάζω μέσα μου τον αισθηματία Έλληνα που κρύβω και να σκέπτομαι ότι ίσως είναι πιο σωστό να μη φοβηθούμε τη σύγκριση και την άμιλλα αλλά να προχωρήσουμε, φυσικά πάντοτε με την προοπτική να διακριθούμε στην ποιότητα που σημαίνει στο πνεύμα. Γι’ αυτό επιμένω πολύ στο θέμα της Παιδείας. Χρειαζόμαστε Παιδεία σοβαρή, βαθιά, όχι αυτή την τεχνική που ξιπάζει στις ημέρες μας, γιατί μόνο μ’ αυτή θα μπορέσουμε να διακριθούμε και να πορευτούμε σ’ έναν καινούργιο δρόμο αλλά και να διατηρήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας μας».
Για την αντιγραφή: Γιώργος Τοζίδης