του Γιάννη Σχίζα
Ο διάλογος για το τσιμέντο πάνω στην Ακρόπολη καλά κρατεί, οι μεν να υποστηρίζουν την καλύτερη πρόσβαση των επισκεπτών οι δε να κρίνουν το όλο επεισόδιο ως βανδαλισμό, αλλά η Ακρόπολη δεν είναι απλώς οι επιφάνειές της: Είναι ένα σύνολο στοιχείων, ιστορικών, πολιτιστικών, οικολογικών ακόμη. Η τελευταία ανακάλυψη του ενδημικού φυτού micromeria acropolitina από τους Γρηγόρη και Λάμπρο Τσούνη –παρ’ ότι αυτό εθεωρείτο «απωλεσθέν» προ εκατονταετίας– πιστοποιεί ότι εκεί κρύβονται ακόμη πολλά μυστικά.
Τη νύχτα, μέσα στη κατάσταση του ημίφωτος, τότε που οι λεπτομέρειες αποδυναμώνονται και η ασάφεια αποβαίνει δημιουργική, ο μεγαλειώδης βράχος της Ακρόπολης διεγείρει τον ιστορικό στοχασμό για μια από τις μεγαλύτερες περιπέτειες που βιώθηκαν ποτέ – την περιπέτεια του κλασικού πνεύματος. Η Ακρόπολις είναι εδώ, σε έναν νέο πολεοδομικό περίγυρο αλλά θαυμαστή όσο και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο Σίγκμουντ Φρόυντ, «κριτικός» επισκέπτης της Αθήνας (1904) και επιφυλακτικός απέναντι στην ελληνολατρεία του γερμανικού λόγου, σημείωνε έκθαμβος στο ημερολόγιό του: «Ώστε όλα αυτά υπάρχουν πραγματικά, όπως τα μάθαμε στο σχολείο»…
Η Ακρόπολις ήταν εκεί, ως ερειπιώνας μέσα στο σκληρά δοκιμασμένο μετεπαναστατικό τοπίο του 19ου αιώνα, με τα ίχνη των μαχών και της φωτιάς έκδηλα για αρκετές δεκαετίες, ως την εποχή της φωτογραφίας. Με τις διακριτικές εγχαράξεις των μαρμάρων της από τους ξένους περιηγητές –τότε που δεν είχαν σπρέυ ή μηχανικά μέσα– με το μικρό μουσουλμανικό τέμενος κατεδαφισμένο από τους εξεγερμένους, με την απειλή ενός ανακτορικού οικοδομήματος που σχεδίαζε δίχως ευτυχώς να πραγματοποιήσει ο Όθων, πρώτος βασιλιάς της χώρας. Σε αυτό το κακοφορμισμένο τοπίο, μια ήσυχη νύχτα του Δεκεμβρίου 1833, ο καθηγητής Πανεπιστημίου και αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ρος θα τοποθετήσει πυρσούς και θα φωτίσει τα ένδοξα ερείπια, σκορπίζοντας συγκίνηση στους λιγοστούς Αθηναίους. Και το 1867, όταν ο Αμερικανός λογοτέχνης Μαρκ Τουαίην έλθει στην ελληνική πρωτεύουσα και βρει την Ακρόπολη κλειστή λόγω εργασιών αναστήλωσης, θα φτάσει στο σημείο να δωροδοκήσει κάποιους φύλακες για να ανέβει στον Ιερό βράχο τη νύχτα, με οδηγό το φως του φεγγαριού. Και θα μιλήσει στη συνέχεια για τα Προπύλαια, τον μικρό ναό της Αθηνάς και τον Παρθενώνα, «ως τα ευγενέστερα ερείπια που είχε δει ποτέ….»
Η Ακρόπολις είναι εδώ, σε έναν νέο πολεοδομικό περίγυρο αλλά θαυμαστή όσο και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο Σίγκμουντ Φρόυντ, «κριτικός» επισκέπτης της Αθήνας (1904) και επιφυλακτικός απέναντι στην ελληνολατρεία του γερμανικού λόγου, σημείωνε έκθαμβος στο ημερολόγιό του: «Ώστε όλα αυτά υπάρχουν πραγματικά, όπως τα μάθαμε στο σχολείο»
Λεηλατήθηκε, αλλά επέζησε
Διά μέσου των αιώνων η Ακρόπολη λεηλατήθηκε, αλλά επέζησε. Λεηλατήθηκε από τον Έλγιν, έτσι ώστε να προκαλέσει το ποίημα του Βύρωνα «Η κατάρα της Αθηνάς» και μια καταγγελία με συγκλονιστική λιτότητα της αφαίρεσης από «ό,τι Γότθος, Τούρκος, Χρόνος είχε αφήσει»… Λεηλατήθηκε όπως τα έργα της αφρικανικής τέχνης λεηλατήθηκαν από τους Βέλγους, οι αιγυπτιακοί σαρκοφάγοι και η «Νίκη της Σαμοθράκης» από τους Γάλλους, τα ελληνικά μουσεία από τους Γερμανούς, οι θησαυροί των ιρακινών μουσείων από τους πλιατσικολόγους της «Νέας Τάξης» το 2003. Σήμερα πλέον, έπειτα από μακρά ιστορία, έπειτα από το πρώιμο αίτημα επιστροφής των ελγινείων από το ελληνικό κράτος του 1833 και μέχρι τις ημέρες μας, το ζήτημα της αποικιοκρατικής καταλήστευσης και της επιστροφής των πολιτιστικών θησαυρών στις ανά τον κόσμο κοιτίδες τους, αποδεικνύεται ολοζώντανο: Ό,τι κι αν λέει και όσο κι αν αντιτίθεται ο Μπόρις Τζόνσον, πρωθυπουργός της Αγγλίας.
Η Ακρόπολη έχει πλέον το Μουσείο της Ακρόπολης για μια αποτελεσματική ανάδειξη των αρχαιοτήτων, κι ακόμη έχει έναν ανεκτό πολεοδομικό περίγυρο, από τον οποίο όμως δεν λείπουν τα προβλήματα. Η συνοικία της Πλάκας υπόκειται στη διαρκή απειλή των επιχειρηματιών της αναψυχής, που επιθυμούν μια συνοικία-διασκεδαστήριο, κάνοντας την εγρήγορση των κινημάτων πόλης απαραίτητη. Ο πεζόδρομος της οδού Διονυσίου του Αρεοπαγίτου διαπερνάται συχνά από μηχανοκίνητους μακάκες, όπερ αποδεικνύει ότι η συντήρηση μιας κοινωνικής υποδομής (στην προκειμένη περίπτωση του πεζόδρομου…) παράγει πολύ λιγότερη δόξα σε σχέση με τον εγκαινιασμό της, και σαν τέτοια δεν επισύρει την προσοχή της δημοτικής ή κάθε άλλης εξουσίας…
Στη δεκαετία του 1990 υπήρξε ομάδα αρχιτεκτόνων και ακτιβιστών (Γ. Χαΐνης, Ν. Σιαπκίδης, Ε. Πορτάλιου, Μ. Ευαγγελίδου, Γ. Σχίζας κ.ά.) που αντιτίθονταν στη χωροθέτηση του Μουσείου της Ακρόπολης και ζητούσαν τη χρησιμοποίηση του κτιρίου Φιξ επί της Συγγρού, με κύριο επιχείρημα την ασυμβατότητα του όγκου του Μουσείου στον χώρο Μακρυγιάννη με την Ακρόπολη. Τα πράγματα όμως ήλθαν όπως ήλθαν, οι επιλογές έγιναν όπως έγιναν. Η Ακρόπολη κηρύχθηκε «Χριστιανικώς ορθή» το 2009, έστω και κακοκαρδίζοντας τον Κώστα Γαβρά και επί πλέον την ιστορική αλήθεια.
Τι ισχυρίστηκε το 2009 ο Γαβράς με ένα φιλμάκι 13 λεπτών; Μα φυσικά την αλήθεια των καταστροφέων της Ακρόπολης, και ειδικά των Χριστιανών ρασοφόρων, που με το λυκόφως της παλιάς θρησκείας του Δωδεκάθεου, τον 8ο αιώνα, έστρεψαν τα βέλη τους ενάντια στη γυμνότητα, ενάντια στη σωματικότητα των αγαλμάτων που ήταν τοποθετημένα στην Ακρόπολη. Και που κατέστρεψαν –μόνο όμως προσωρινά– αυτή την εγγύηση του Ελευθεριακού πνεύματος: Την εγγύηση της σωματικότητας που απειλείται και σήμερα, από άλλους ρασοφόρους…