Τη σχέση μου με τον Άκη Πάνου ανέκαθεν δυσκολευόμουν να την αξιολογήσω σε όλες τις διαστάσεις και πτυχές που είχε. Τη βίωνα και τη διαμόρφωνα μέρα με τη μέρα, περιστατικό με περιστατικό. Το σίγουρο είναι ότι ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη. Όχι μόνο γιατί ήταν μία σχέση πλήρης από χυμούς, γλυκούς, πικρούς και γλυκόπικρους, ασυνήθιστη, απρόβλεπτη και περιπετειώδης, διαρκώς απολαυστική και ενίοτε βασανιστική, αλλά και γιατί διεύρυνε τις αντιλήψεις μου και με βύθιζε προνομιακά στα εσώτερα της γενετήσιας διαδικασίας της λαϊκής δημιουργίας. Αυτό το τελευταίο ήταν από τότε που μπλέχτηκα στον κόσμο του λαϊκού πολιτισμού ένα κεντρικό ζητούμενο. Διαισθανόμουν εξ αρχής ότι ποτέ δεν θα έλυνα το απροσδιόριστο «μυστήριο» της δημιουργίας, αλλά ένιωθα μια ακαταμάχητη ανάγκη να το πλησιάζω, να το αγγίζω και να προσθέτω κάτι σ’ αυτό όχι ως απλός ενδιαφερόμενος ή ως καλός παρατηρητής, αλλά ως καθ’ οιονδήποτε τρόπο συμμέτοχος, συνεργός έστω και βοηθητικός. Ήταν κι αυτή μια ουτοπία όπως και μερικές άλλες χάρη στις οποίες η ζωή μου ήταν και παραμένει πλούσια, αποκαλυπτική και συναρπαστική. Σ’ αυτή μου την αναζήτηση δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι στους οποίους χρωστάω ευγνωμοσύνη επειδή εκούσια ή ακούσια συμβάλανε καθοριστικά στην εμβάθυνσή μου στην ουσία και στην προσέγγιση του «μυστικού». Σ’ αυτούς αναμφίβολα ξεχωριστή θέση κατέχει ο Άκης Πάνου, όπως και ο Τάσος Φαληρέας που από τα εφηβικά μου χρόνια μού άνοιγε πόρτες, παράθυρα, φεγγίτες και χαραμάδες σε ένα ευρύτερο του λαϊκού τραγουδιού σύμπαν χωρίς να μου κάνει το δάσκαλο, αλλά και ο πατέρας μου που χόρευε κιμπάρικα το πολίτικο χασάπικο μαζί με τον κολλητό του φίλο Γιώργο Βιτσαρόπουλο και, αναμφίβολα, η μητέρα μου που λάτρευε το ταγκό, απολάμβανε τον Νατ Κινγκ Κόουλ, συγκινιόταν με τον Καζαντζίδη και μ’ έκανε ν’ αγαπήσω από παιδί, χωρίς παρωπίδες, τη μουσική.

Καναρίνι

Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά την απώλεια του, μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ χειρότερα από την πρόβλεψη που έκανε ο Άκης στις πιο μαύρες στιγμές του. «Μ’ αυτά που κάνουνε και δεν κάνουνε, θα έρθει η ώρα που θα στερέψουν οι πηγές και θα βγάζουν μόνο σταγόνες ή τίποτα», μου έλεγε. Στην ίδια περίπου συχνότητα με τον Μιχάλη Κατσαρό που σε ανύποπτο χρόνο έγραφε «Μην αμελήσετε / Πάρτε μαζί σας νερό / Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία».

Ο Άκης ήταν σαν καναρίνι σε ανθρακωρυχείο. Ασφυκτιούσε με τις αναθυμιάσεις που έβγαιναν από τις στοές της βιομηχανίας του δίσκου σε εποχές που ήταν στα πάνω της και ελάχιστοι ανησυχούσαν για το μέλλον της. Αν ζούσε σήμερα θα έβλεπε ότι από την κάποτε ανθηρή βιομηχανία έχει απομείνει μόνο η σκιά της. Από τα χιλιάδες καταστήματα δίσκων σε όλη την Ελλάδα έχουν απομείνει λιγότερα από δέκα. Και από τα χιλιάδες κέντρα διασκέδασης μερικές δεκάδες που υπολειτουργούν. Η ΑΕΠΠΙ, η εταιρία που εισέπραττε κατ’ αποκλειστικότητα για λογαριασμό των δημιουργών τα χρήματα που δικαιούνται από τη μηχανική αναπαραγωγή και τη δημόσια εκτέλεση των έργων τους, καταργήθηκε μετά την αποκάλυψη των καταχρήσεων που διέπρατταν επί δεκαετίες οι ιδιοκτήτες της σε βάρος των δικαιούχων. Στα εκατοντάδες ραδιόφωνα ανά την Ελλάδα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν αναφέρονται ποτέ οι δημιουργοί των τραγουδιών που παίζονται. Και το εξίσου, αν όχι χειρότερο, αρνητικό επακόλουθο είναι ότι η τεράστια πλειονότητα των δίσκων μουσικής που έχουν παραχθεί από την έναρξη λειτουργίας της δισκογραφίας πριν από ένα αιώνα περίπου, δεν υπάρχει διαθέσιμη πλέον σε κανένα φορέα ήχου, βινίλιο, κασέτα ή ψηφιακό δίσκο. Εννοείται ότι μπορείς να βρεις τα τραγούδια στο youtube και σε άλλες νόμιμες ή παράνομες μηχανές αναζήτησης και πλατφόρμες, αλλά δεν είναι το ίδιο. Χωρίς την υλική του υπόσταση το τραγούδι απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από τον δημιουργό του και ενσωματώνεται σε ένα μεγάλο χυλό από εκατομμύρια τραγούδια.

Ο Άκης Πάνου στις συναυλίες που οργανώσαμε το 1996…

Επίσης, ο Άκης αηδίαζε και πνιγόταν με τα ΜΜΕ, τα οποία είναι κεντρικός παραγωγός-αναμεταδότης του θεάματος-ακροάματος. Και απέρριπτε με πολύ καυστικό χιούμορ τους πολιτικούς.

Οι συνέπειες όλων αυτών των εξελίξεων στο δημιουργό και στο ίδιο το τραγούδι είναι πολύ δυσμενείς. Ο δημιουργός αφενός χάνει όλο και περισσότερο τον έλεγχο στο υλικό του και αφετέρου διαπιστώνει ότι συρρικνώνονται δραματικά τα εισοδήματά του. Και το κυριότερο, στον δημιουργικό τομέα, χάνει την επαφή με ένα φυσικό χώρο μέσα στον οποίο λειτουργούσε, εμπνεόταν και δημιουργούσε. Ολόκληρο το οικοσύστημα του τραγουδιού έχει αποδομηθεί και αποσυντονιστεί. Και ειδικά για μία χώρα σαν την Ελλάδα, μικρή, περιφερειακή και βίαια εξαρτημένη οικονομικά και πολιτικά, αλλά με πολύ πλούσιο και ενεργό λαϊκό πολιτισμό που είναι συστατικό στοιχείο της ταυτότητας της, κάθε μεγάλη διαταραχή στους πολιτισμικούς της βιότοπους είναι πολύ επικίνδυνη για την ύπαρξή της.

Η εύκολη επεξήγηση ότι για όλα φταίει η τεχνολογική εξέλιξη, χωρίς να υποτιμάει κανείς τη σημασία της, δεν είναι επαρκής. Η τεχνολογία εξελίσσεται συνεχώς και δεν αποτελεί κάτι εκ προοιμίου κακό. Στο συγκεκριμένο ζήτημα, το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι οι δομές εξουσίας και οι διαχειριστές της δεν λειτούργησαν επ’ ωφελεία των δημιουργών και του έργου τους, αλλά χρησιμοποίησαν την τεχνολογία προς όφελός τους καταχρηστικά αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στο ίδιο το «προϊόν» και τους δημιουργούς του. Με αποκλειστικό σκοπό την αλόγιστη επίτευξη του μέγιστου δυνατού κέρδους σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης και με κυρίαρχη τη «λογική» ότι όλα ρυθμίζονται αυτομάτως από την προσφορά και τη ζήτηση, βλέπουμε ότι η «αγορά» διαλύει όλα τα συστήματα, καταργεί τις δικλείδες ασφαλείας, αφήνει τον δημιουργό και το προϊόν του απροστάτευτο και αδιαφορεί παντελώς για το λαϊκό πολιτισμό, τη διατήρηση, αναπαραγωγή και εξέλιξή του, ισοπεδώνοντας τους πάντες και τα πάντα στο πέρασμά της. Αυτό που επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά με την πανδημία του κορονοϊού, αναγκάζοντας, έστω προσωρινά, ακόμα και τους θιασώτες της «ελεύθερης αγοράς» να αναδιπλωθούν, είναι ότι η «αγορά» νοιάζεται μόνο για τα άμεσα κέρδη των μεγάλων «παικτών» και δεν λαμβάνει υπόψη ούτε το συλλογικό συμφέρον ούτε την ατομική υπόσταση. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τον τομέα υγείας. Ισχύει και για τον τομέα του πολιτισμού. Εάν η «αγορά» μπορεί να αυξήσει τα κέρδη της καταστρέφοντας, θα επιλέξει την καταστροφή. Κι αυτό δεν αποδεικνύεται μόνο με τους πολέμους που διαλύουν ανεξάρτητα κράτη και ισοπεδώνουν ολόκληρους πολιτισμούς. Αποδεικνύεται και με τον στραγγαλισμό της λαϊκής δημιουργίας και την περιθωριοποίηση του λαϊκού δημιουργού.

Όλα αυτά ενδεικτικά περιγράφουν μια πραγματική κατάσταση η οποία είναι πολύ δυσμενέστερη απ’ αυτή που βίωνε και αντιμαχόταν ο Άκης Πάνου μέχρι πριν από είκοσι χρόνια, αλλά κι απ’ αυτήν που φανταζόταν και προειδοποιούσε ότι επέρχεται. Η ζημιά που έπαθε το οικοσύστημα του λαϊκού πολιτισμού στα τελευταία είκοσι χρόνια μπορεί να είναι ανεπανόρθωτη.

Κοινός παρονομαστής

Τα ίδια ένιωθε ο Καζαντζίδης, όπως και πολλοί άλλοι λαϊκοί καλλιτέχνες της εποχής του Άκη Πάνου, ανεξάρτητα από τους τρόπους, παθητικά ή ενεργητικά, δημόσια ή ιδιωτικά, άμεσα ή έμμεσα, συγκροτημένα ή αλλοπρόσαλλα, ψύχραιμα ή έξαλλα, εύστοχα ή άστοχα, με τους οποίους εξέφραζαν αυτή τη δυσφορία και δύσπνοια. Κι αυτό που ήθελαν να πουν, να δείξουν ή να αποδείξουν, δεν εξαρτιόταν από τον καλό ή τον κακό τους χαρακτήρα, αν ήταν ευχάριστοι ή δυσάρεστοι, βολικοί ή δύστροποι, γιατί άνθρωποι ήταν κι αυτοί, κοινοί άνθρωποι με τις φωτεινές και σκοτεινές πλευρές τους, με τα χαρίσματα και τις αδυναμίες τους. Για τον Άκη Πάνου, ειδικά, που τον έζησα από πολύ κοντά και εκ των έσω, που γίναμε φίλοι και συνεργάτες, που κάναμε εξομολογήσεις ο ένας στον άλλο, που αγαπιόμασταν και συγκρουόμασταν, που η σχέση μας δοκιμαζόταν στην πράξη συνεχώς, που περνούσε φάσεις αρμονίας και φάσεις διαφωνίας, έχω πιο χειροπιαστή γνώμη. Ήμασταν από δύο κόσμους πολύ διαφορετικούς, από διαφορετικές κοινότητες, διαφορετικές εμπειρίες από τα παιδικά μας χρόνια, διαφορετικές κουλτούρες και διαφορετικές πολιτικές θέσεις. Ιδιόμορφος βασιλικός εκείνος όταν πρωτογνωριστήκαμε, ακραίος αριστερός εγώ, αν δεν υπήρχε ο κοινός παρονομαστής, η βαθύτερη σύγκλιση που μας έφερνε τόσο κοντά, θα είχαμε γίνει μπίλιες μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Κι αυτό δεν ήθελε πολύ για να γίνει, αλλά αυτό το βαθύτερο, με δεδομένη την αλληλοεκτίμηση που χτίστηκε επίμονα και επίπονα, κρατούσε τη σχέση μας στέρεα ακόμα κι όταν βρισκόταν στα χαμηλότερά της επίπεδα. Γι’ αυτό νομίζω ότι ο Άκης είχε κάποιους φίλους και πολύ περισσότερους γνωστούς, αλλά συνήθως για ορισμένο χρόνο, μικρότερο ή μεγαλύτερο κατά περίπτωση, αλλά σχεδόν πάντα πρόσκαιρους. Είτε τους έκοβε κάποια στιγμή που μεγάλωνε το χάσμα ανάμεσά τους είτε απομακρύνονταν αυτοί επειδή δεν τον άντεχαν από ένα σημείο και μετά.

Ούτε η σχέση μας ήταν εύκολη και βατή. Αλλά, προσωπικά, είχα ανέκαθεν μεγάλη κλίση στους ανθρώπους των οποίων το έργο είναι σπουδαίο και ευεργετικό για τους αποδέκτες του και για τον πολιτισμό. Και είχα έγκαιρα συνειδητοποιήσει και αποδεχτεί ότι το συγκεκριμένο έργο έβγαινε από τον συγκεκριμένο άνθρωπο με βάση τα στοιχεία που συνιστούσαν τον χαρακτήρα του. Κι ότι θα ήταν καταστροφικό για το έργο να προσπαθήσεις να αλλάξεις το δημιουργό του για να τον φέρεις στα μέτρα σου. Επίσης, με είχε διαφωτίσει πάρα πολύ, και όχι μόνο για την περίπτωση του Άκη, η εμπειρία που είχα αποκτήσει στη Λύρα από το 1972 που άρχισα να ζω συνεργαζόμενος με σπουδαίους διανοούμενους και καλλιτέχνες. Η κατάσταση που βίωσα στην εταιρία του Πατσιφά ήταν η συνέχεια και η καλύτερη έκφραση της δημιουργικής κοσμογονίας της δεκαετίας του 1960 με την συνύπαρξη και συνεργασία στοχαστών, διανοουμένων, συγγραφέων, ζωγράφων, χαρακτών, συνθετών, ποιητών, φωτογράφων, δημοσιογράφων, ιστορικών, ερευνητών, σκηνοθετών, ηθοποιών, λαογράφων, εκδοτών, τυπογράφων, γραφιστών, αρχιτεκτόνων, παραγωγών, συλλεκτών, ηχοληπτών, μουσικών και ερμηνευτών που είχαν διαφορετικό χαρακτήρα και διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό, αλλά είχαν κοινό παρονομαστή, κοινές ανησυχίες, κοινή κατεύθυνση, κοινό όραμα ή κοινή ουτοπία.

Άκης Πάνου, σκίτσο του Πέτρου Ζερβού

Δυστυχώς, όλο αυτό το οικοδόμημα στο οποίο στηρίζεται ή έχει ως αφετηρία και ως σημείο αναφοράς κάθε νεότερη δημιουργία, άφησε μεν μια σπουδαία, ανυπολόγιστης αξίας, κληρονομιά για το παρόν και το μέλλον του εντόπιου πολιτισμού, αλλά συρρικνώθηκε και κακοποιήθηκε πολύ ως τις μέρες μας. Όχι μόνο γιατί έκλεινε η προηγούμενη φάση και γιατί μπήκαν νέοι ισχυροί παράγοντες στο χώρο όπως η ιδιωτική τηλεόραση, αλλά και γιατί οι αντιστάσεις της κοινωνίας κάμπτονταν και τα γούστα της βιάζονταν καθώς γινόταν όλο και πιο ευάλωτη κάτω από τη γοητεία της ευημερίας και της επιβολής των ψεύτικων αναγκών που αυτή συνεπάγεται.

Ο Άκης Πάνου δεν ήταν ούτε κοινωνιολόγος ούτε μελλοντολόγος, είχε, όμως, υπερευαισθησία με την οποία συλλάμβανε αυτά που δεν ήταν αισθητά σε όλους. Ένιωθε πού πάει η κατάσταση ακόμα κι αν δεν το εξηγούσε πάντα επαρκώς, ακόμα κι αν αντιδρούσε σπασμωδικά. Έπιανε με εσωτερικές κεραίες ό,τι άχρωμο, άοσμο και αόρατο δηλητηρίαζε το περιβάλλον που ζούμε και χρησιμοποιώντας τον εαυτό του σαν πειραματόζωο προσπαθούσε από τις επιπτώσεις πάνω του να φανερώσει τι συνέβαινε γενικότερα. Κάποιες φορές έφτανε σε υπερβολές, μερικές φορές τις προκαλούσε κιόλας, τα έβαζε με τους δικούς του και έφτανε να αναιρεί τον εαυτό του, να είναι άλλος ο Άκης των υπέροχων στίχων και των ευφάνταστων ιδεών και άλλος ο Άκης της διπλανής πόρτας. Και όσο οξύνονταν τα προβλήματα, άλλες φορές αισθανόταν υπεράνθρωπος κι άλλες κατέρρεε από την υπερπροσπάθεια. Για τον ίδιο είχε πολύ μεγάλη σημασία να βρίσκει το δίκιο του και να κάνει σεβαστές τις απόψεις του αν και ήξερε ότι αντιπάλευε με υπέρτερες δυνάμεις, με ένα σύστημα που δεν επιδεχόταν παρεκκλίσεις και επιδιορθώσεις από τα κάτω και από τους «έξω» και «αντί», το οποίο, όμως, άλλοτε τον αξιοποιούσε, άλλοτε τον αγνοούσε κι άλλοτε τον καταπατούσε. Δεν ήθελε να χάνει, αλλά ήξερε και ότι ήταν πολύ δύσκολο να κερδίζει. Δεν ήταν μάταιος ο αγώνας, αλλά πολύ άνισος…

Η πρώτη συνεργασία

Είναι αλήθεια αυτό που έγραψε ο Φώντας Τρούσας προ ημερών στον «τοίχο» του στο fb, ότι η παρέα μας έβγαλε τον Άκη στο προσκήνιο από το «καβούκι» στο οποίο ζούσε. Παρ’ όλες τις αρχικές του προφυλάξεις μέχρι να γνωριστούμε καλύτερα, και η δουλειά είναι πάντα ένα πεδίο δοκιμασίας, νομίζω ότι ήθελε να εκτεθεί προς τα έξω με την όλη προσωπικότητά του και όχι μόνο με τα τραγούδια του όπως συνέβαινε μέχρι τότε. Τον διευκολύναμε, αλλά δεν τον εξωθήσαμε στην αναγνώριση, στην ταυτοποίηση με τα τραγούδια του, πολλά εκ των οποίων είχαν γίνει μεγάλες επιτυχίες, αλλά μόνο οι άνθρωποι του σιναφιού ήξεραν το δημιουργό τους. Αλλά το αποτέλεσμα αυτής της εξόδου δεν μπορώ να το κρίνω κάνοντας συγκρίσεις, γιατί δεν ξέρω πώς θα είχε εξελιχθεί η ζωή και η δημιουργία του χωρίς τη δική μας εμπλοκή. Βέβαιος είμαι για το ότι ο Άκης είχε την ανάγκη που έχουν μάλλον όλοι οι άνθρωποι να αναγνωρίζονται για το ταλέντο, την αξία, το έργο και την προσφορά τους. Και φάνηκε αυτό αφού αποδέχτηκε τις ευκαιρίες που του πρόσφερε αυτό το άνοιγμα σε ένα περιβάλλον αρκετά διαφορετικό από το δικό του και σε έναν κοινωνικό περίγυρο αισθητά διευρυμένο.

Η αρχή έγινε το 1977 όταν συμφωνήσαμε να αναλάβω την παραγωγή ενός δίσκου με ερμηνευτή τον Μιχάλη Μενιδιάτη και τον γενικό τίτλο «Σεισμός» με την ιδιότητα του διευθυντή «καλλιτεχνών και ρεπερτορίου» (A&R) που είχα στην εταιρία CBS. Ο δίσκος με εξώφυλλο του Γιάννη Λεκκού κυκλοφόρησε –όχι χωρίς περιπλοκές- το 1978 και την επόμενη χρονιά ηχογραφήσαμε άλλα τρία εξαιρετικά τραγούδια του Άκη με ερμηνεύτρια τη Ζανέτ Καπούγια, μεταξύ των οποίων το τραγούδι «Ο κόσμος ο δικός σου» που είχε γράψει με αφορμή τη γέννηση της κόρης του Ελευθερίας. Και το 1980 επιμελήθηκα την παραγωγή του δίσκου «Το μέτρο της αγάπης» με ερμηνευτές τον Νίκο και τη Λίτσα Παπαδάτου που είχαν έρθει ειδικά γι’ αυτό το σκοπό από την Αμερική. Ήταν μια περίοδος έντονης δισκογραφικής δουλειάς με πολλές πρόβες στο σπίτι της οδού Περδικάρη και πολλές ώρες στούντιο στην Κολούμπια με ηχολήπτη τον Τάκη Φιλιππίδη και στο Polysound με τον Γιάννη Σμυρναίο.

Την ίδια εποχή δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Μουσική» που διεύθυνε ο Γιώργος Κυριαζίδης μια μεγάλη συζήτησή μας επτά σελίδων και μια δισέλιδη παρουσίαση της στιχουργικής πλευράς του Άκη με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Ο κόσμος ο δικός μου» που επιμελήθηκε ο Μάνος Ελευθερίου στις εκδόσεις «Γνώση». Μέχρι τότε, ο Άκης έβρισκε στέγη στο «Ντομινό» χάρη στον Τάσο Κουτσοθανάση. Αμέσως μετά πρότεινα στον Άκη, με τη σύμφωνη γνώμη του Τάσου Φαληρέα, του Γιώργου Κοντογιάννη, του Δημήτρη Αρβανίτη, του Διονύση Σαββόπουλου, του Νίκου Ξυδάκη και των άλλων μελών της παρέας μας, να συμμετάσχει στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού «ντέφι» του οποίου το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε στα περίπτερα και τα βιβλιοπωλεία το 1982 με δέκα σελίδες κείμενα του Άκη. Ήταν η πενταετία που περνούσαμε πολλές ώρες μαζί σχεδόν σε καθημερινή βάση. Η περίοδος που ο Άκης θα γνώριζε τον ένα μετά τον άλλο φίλους και συνεργάτες μας, όπως τον Αντώνη Καφετζόπουλο, τον Χρήστο Βακαλόπουλο, τον Μανώλη Ρασούλη, τον Γιώργο Πανουσόπουλο, την Ντόρα Ρίζου, τον Σωτήρη Νικολακόπουλο, τη Βάσω Διαμαντοπούλου, τον Γρηγόρη Φαληρέα, τον Θοδωρή Μανίκα, την Ιωάννα Κλειάσιου και αρκετούς άλλους που αναγνώριζαν την αξία του και τον θεωρούσαν ως έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού.

Σήμερα, 43 χρόνια μετά την πρώτη συνεργασία μας και είκοσι χρόνια από τον πρόωρο θάνατό του, χαίρομαι που ο Άκης Πάνου δεν χρειάζεται συστάσεις. Μπορούμε, λοιπόν, να νιώθουμε ότι κάτι κάναμε για την δίκαιη αναγνώρισή του, χωρίς, όμως, να ξεχνάμε ότι τα εύσημα ανήκουν 100% στον δημιουργό για το έργο που άφησε στον τόπο μας ως ανεκτίμητη διαχρονική πολιτιστική κληρονομιά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!