Η Ευρώπη στην διάσταση της Ε.Ε., δηλαδή 27 χωρών, φαίνεται να είναι η πλέον πληττόμενη περιοχή των βασικών κέντρων του πλανήτη από την πανδημία και την οικονομική κρίση. Κι όχι μόνο: εντείνονται και φυγόκεντρες δυνάμεις, αμφισβητείται η Γερμανική μέχρι τώρα ηγεμονία, εμφανίζονται έντονα προβλήματα πολιτικής διαχείρισης. Η τρομερή ανικανότητα αντιμετώπισης με έναν κάπως ενιαίο τρόπο της πανδημίας, η αλαζονεία και η επίμονη ακαμψία των γερμανικών ελίτ, που δεν μπορούν ιστορικά να δείξουν καμιά ευλυγισία μπροστά στα προβλήματα που παρουσιάζονται, οδήγησαν σε μια μεγάλη καθυστέρηση αντίδρασης ή πρωτοβουλιών. Ακόμα και ό,τι αποφασίζεται σαν τόνωση μιας οπισθοχωρούσας οικονομίας (Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας κ.λπ.), καθυστερεί τόσο από τους ίδιους τους όρους και μηχανισμούς λειτουργίας που, όταν και όσο λειτουργήσει, το «κακό» μπορεί να έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο. Σε αντίθεση με αυτά η Βρετανία, απαλλαγμένη από τους καταναγκασμούς της Ε.Ε. και ξεπερνώντας εγκληματικές αβλεψίες του πρώτου διαστήματος, κατόρθωσε να βάλει ένα φρένο στην πανδημία – γεγονός που της δίνει άλλες δυνατότητες για το πλασάρισμά της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Οι ισορροπίες και οι τροπισμοί των μεγάλων δυνάμεων αλλάζουν με εντυπωσιακό τρόπο.
Κρίση και πανδημία αλλά…
Η Ε.Ε. δεν έχει βρει πολιτικό βηματισμό μέσα στην κρίση και την πανδημία. Βρίσκεται κατακερματισμένη, διαιρεμένη, και ο καθένας έβλεπε τον δικό του περίγυρο και όχι μια πανευρωπαϊκή πρωτοβουλία που θα ένωνε δυνάμεις και θα δημιουργούσε προϋποθέσεις τόνωσης της οικονομίας και αντιμετώπισης της πανδημίας. Ο γερμανικός ορντοφιλελευθερισμός έγινε εμπόδιο σε κάθε πνεύμα πρωτοβουλίας ή αλλαγής. Νόμιζαν οι Γερμανοί ότι είναι οι κληρονόμοι της παγκοσμιοποίησης, αλλά δεν κατάλαβαν τι αλλαγή έγινε στις ΗΠΑ, ούτε το τι προβλήματα θα έθετε ο κορωνοϊός. Έτσι οι εγγενείς αντιφάσεις του αντιδραστικού νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος της Ε.Ε. και η ακαμψία της γραφειοκρατίας της, την εμπόδισαν να αντιληφθεί έγκαιρα τη στροφή που φέρνει η νέα πολιτική του Μπάιντεν στη διεθνή ζωή. Σε λίγο κι αυτοί θα νοσταλγούν τον… Τραμπ, που τους έγραφε κανονικά, αλλά τους πρόσφερε και πεδίο τάχα διαχωρισμού.
Με μια έννοια, η νέα διαίρεση στην Ευρώπη και οι πολιτικές ανακατατάξεις έχουν να κάνουν με τη στροφή στις ΗΠΑ και τις περισσότερο ενεργητικές πολιτικές που υιοθετεί η Ουάσιγκτον ως επικεφαλής μιας «προοδευτικής παγκοσμιοποίησης» η οποία έχει δύο σκέλη. Πρώτο, μια στα λόγια τολμηρή πολιτική χρηματοδότησης της αμερικανικής οικονομίας (2 τρισεκατομμύρια δολάρια), ενώ η Ε.Ε. έχει υιοθετήσει ένα βραδυποριακό πρόγραμμα 750 δισεκατομμυρίων, που αργεί πολύ για να τονώσει την οικονομία. Δεύτερο, οι ΗΠΑ ενεργοποιούν μια επιστροφή σε όλα τα πεδία (ΝΑΤΟ, Ε.Ε., Μεσόγειο και Μέση Ανατολή, Ουκρανία κ.λπ.) και επιζητούν άμεσες ευθυγραμμίσεις. Η Γερμανία στριμώχνεται πολύ, ειδικά για τον αγωγό με τη Ρωσία, και εξαιτίας της ύφεσης της οικονομίας της. Η τελευταία πρόταση του Μπάιντεν για προσωρινή άρση των πατεντών για τα εμβόλια καταφέρει ακόμα μεγαλύτερα χτυπήματα στη γερμανική πολιτική.
Όλα αυτά δημιουργούν μια νέα κατάσταση, που αντανακλάται και στο πολιτικό επίπεδο στη Γηραιά Ήπειρο. Ας δούμε ορισμένα επεισόδια σε 4 μεγάλες, βασικές χώρες της: Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία.
Αναταράξεις και ανακατατάξεις
Η πτώση του ειδικού βάρους του Βερολίνου είναι το πλέον σοβαρό ταρακούνημα, που με τη σειρά του τροφοδοτεί μια νέα πολιτική κατάσταση και στο εσωτερικό της Γερμανίας. Η Μέρκελ αποχαιρετά σε λίγο την εξουσία, και το κόμμα της έχει μεγάλη πτώση. Ο υποψήφιος που έχει επιλέξει για την εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου δεν φαίνεται ικανός να τραβήξει πολύ μπροστά. Οι Πράσινοι είναι δεύτερο κόμμα πλησιάζοντας τη Χριστιανοδημοκρατία, και όλοι κάνουν λόγο για συμμετοχή τους στο επόμενο κυβερνητικό σχήμα. Η επιλογή της Αναλένα Μπέρμποκ για την προεδρία των Πράσινων προκάλεσε ευμενή σχόλια, ενώ η κεντρώα πια πολιτική τους (που φαίνεται άλλωστε έντονα στην αποδοχή του ΝΑΤΟ ως εγγυητή της ασφάλειας στην Ευρώπη, και στις έντονες αντιρωσικές και αντικινεζικές θέσεις) τους εξασφαλίζει μια αποδοχή από βαθιά κέντρα του συστήματος. Το κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα SPD κινδυνεύει να πιάσει το πιο αρνητικό ρεκόρ όλων των εποχών, ενώ οι φιλελεύθεροι και οι ακροδεξιοί συγκεντρώνουν ένα ποσοστό γύρω στο 10%. Το «πρασίνισμα» της Γερμανίας βολεύει την αμερικανική πολιτική τη στιγμή αυτή, και ιδιαίτερα όταν θέλει να βάλει εμπόδια στο πλησίασμα της Γερμανίας προς τη Ρωσία ή της Ε.Ε. προς την Κίνα.
Ένα αδυνάτισμα της Γερμανίας δημιουργεί όρους –όσο παράξενο κι αν φαίνεται– για να αναδειχθεί η Ιταλία σε μια βασική δύναμη. Υπό τον όρο, βέβαια, να είναι στο πλευρό των ΗΠΑ. Ο Ντράγκι το έχει καταλάβει, και ο υπουργός Εξωτερικών Ντι Μάιο έχει μεταμορφωθεί σε παιδί των ΗΠΑ στην Ιταλία. Ο Ντράγκι βάζει στόχους μεγαλεπήβολους για την Ιταλία, θέλει να πάρει τη μερίδα του λέοντος από τα πακέτα της Ε.Ε., και συγκεντρώνει πλειοψηφίες που στηρίζουν την πολιτική του από πολύ ακροδεξιά έως την κεντροαριστερά. Και μάλιστα ενώ δεν είναι εκλεγμένος μέσα από λαϊκή ετυμηγορία. Ήδη έχει εξαγγείλει ένα πρόγραμμα ανόρθωσης της Ιταλίας που, αν προχωρήσει, θα δώσει άλλο αέρα. Όμως το πακέτο των 300 δισεκατομμυρίων από το ευρωπαϊκό ταμείο αργεί. Κι έτσι η πλήρης ιταλική ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ σε Μεσόγειο-Αφρική, αλλά και Ευρώπη, έχει τη σημασία της και μπορεί να δώσει χρόνο.
Ευρωατλαντισμός και γαλλική θολούρα
Άλλωστε όλες οι χώρες που συγκροτούσαν τον Δυτικοευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό (έννοια που έχει χαθεί από τις αναλύσεις) υιοθετούν στρατηγικές που ευνοούν την ισχυροποίηση του στρατιωτικού τους ρόλου στις ζωτικές τους περιοχές. Η Βρετανία εξήγγειλε την αναβάθμιση του πυρηνικού οπλοστασίου της, η Γαλλία προσπαθεί να αυξήσει τις πωλήσεις των οπλικών της συστημάτων, η Ολλανδία και η Ισπανία έχουν παραγγελίες για πολεμικά σκάφη. Αφού κάναμε λόγο για τον «παλαιολιθικό όρο» (Δυτικοευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός), μπορούμε να πούμε ότι μετά το διάλειμμα Τραμπ επανέρχεται ο «ευρωατλαντισμός», τόσο με την ενίσχυση του ΝΑΤΟ όσο και με την πολιτική παρουσία φιλοΗΠΑ δυνάμεων στην Ευρώπη.
Στη Γαλλία, όπου επίσης έχει ξεκινήσει μια προεκλογική περίοδος, τα πράγματα δεν είναι λιγότερο θολά. Η ενεργοποίηση του δίπολου Μακρόν-Λεπέν μοιάζει να ευνοεί τον Μακρόν, αλλά υπάρχει μια διπλή φθορά, που αφορά και τους δύο πόλους: ο Μακρόν είναι πολύ αδυνατισμένος στο εσωτερικό και, όσο κι αν παίρνει διεθνείς πρωτοβουλίες, το άστρο του δεν είναι λαμπρό εντός Γαλλίας. Από την άλλη η Λεπέν αντιμετωπίζει μια αμφισβήτηση από τα δεξιά, επειδή θεωρείται ότι θα χάσει, και δεν τραβάει μια ακόμα υποψηφιότητα με όρους νίκης. Αυτά τα αλγεβρικά προβλήματα έχει μπροστά της η γαλλική ελίτ για να επιλύσει. Ο Μακρόν ξεκίνησε ως παιδί του οίκου Ρότσιλντ για να αντιμετωπιστεί η Λεπέν, αλλά στην πορεία αναγκάστηκε να εκπροσωπήσει τα γαλλικά εθνικά ιδεώδη (αυτοκρατορικές ψευδαισθήσεις). Οι γαλλογερμανικοί συμβιβασμοί (ως άξονας) έχουν εξασθενήσει πολύ, ενώ η γαλλοβρετανική αντιπαράθεση επανέρχεται στον ορίζοντα. Μένει να φανεί τι βάθος έχει η κίνηση των Γάλλων ακροδεξιών στρατιωτικών και το διάβημά τους, και τι μήνυμα θα πάρουν όσοι πρέπει, δεδομένων και των επιπτώσεων από το μεταναστευτικό-προσφυγικό. Επιπλέον, η έκδοση (μετά από 40 και πάνω χρόνια!) πολιτικών προσφύγων που συνδέονταν με το ένοπλο κίνημα στην Ιταλία, δεν μπορεί να μην σχετίζεται με ένα πλησίασμα προς την Ιταλία, η οποία τους ζητούσε, αλλά και τις πιέσεις των ΗΠΑ στα ζητήματα αυτά…
Τέλος, στην Ισπανία οι πρόσφατες εξελίξεις στη Μαδρίτη δείχνουν πως αρχίζουν να δημιουργούνται στο χώρο της Δεξιάς άλλου είδους συσπειρώσεις, που θέτουν θέματα πανδημίας και ελευθερίας, και δείχνουν πως ο συνασπισμός Σοσιαλιστών-Podemos δεν περνά καλές μέρες [βλ. και σελ. 20 αυτού του φύλλου].
Γιατί όμως;
Υπάρχει ένα λογικό ερώτημα: γιατί τέτοια επιμονή και υπογράμμιση σε αυτά τα ζητήματα; Απλούστατα επειδή, για μια χώρα εξαρτημένη (παλιό λεξιλόγιο, αλλά πιο ακριβές από άλλα) από βασικές ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις ΗΠΑ, όλες αυτές οι αλλαγές δεν μπορεί παρά να εκφραστούν με ένα τρόπο και στην εσωτερική μας πολιτική ζωή, και στον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής μας. Για να μην τρίβουμε τα μάτια μας, δηλαδή…