Στον αντίποδα των σύγχρονών του σκηνοθετών «γουίρντ» αισθητικής, ο 38χρονος Τζώρτζης Γρηγοράκης είχε ήδη εκδηλώσει έγνοια μέσα από τις μικρού μήκους ταινίες του (45 βαθμοί/2013), να αναδείξει με δυναμικό ρεαλισμό, κοινωνικά θέματα βγαλμένα από τη βιωμένη πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης, στα χνάρια ενός ανθρωποκεντρικού κινηματογράφου με κοινωνικό πρόταγμα. Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Digger» (Αργυρός Αλέξανδρος/61ο ΦΚΘ και άλλες διακρίσεις) εμπνέεται αμυδρά από τη διένεξη για τα μεταλλεία ανοιχτής εξόρυξης χρυσού, λίγα χρόνια πριν στη Χαλκιδική και δημιουργεί με μυθοπλαστικούς όρους μια ταινία οικολογικής ευαισθησίας με έντονο ελληνικό χαρακτήρα. Σημειωτέον, η πολύμηνη αντίσταση των κατοίκων στις Σκουριές έχει αποτυπωθεί στο ντοκιμαντέρ «Δεν θα πουλήσουμε το μέλλον μας» (2018/Νίκη Βελισσαροπούλου).
Μέσα από τη συγκρουσιακή σχέση πατέρα-γιου, ο Γρηγοράκης εξετάζει τα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν από το χάσμα γενεών και πληθώρα ζητημάτων οικολογικού και οικογενειακού επιπέδου, διερωτώμενος στην ταινία του, που αφιερώνει στον δικό του πατέρα, πόσο έτοιμος είναι να θυσιάσει ένας πατέρας ακόμα και τα πιστεύω του, προκειμένου να στηρίξει τον γιο του.
Φημισμένος για τον ακέραιο χαρακτήρα του, ο 65χρονος αγρότης Νικήτας (Βαγγέλης Μουρίκης) έχει κερδίσει το σεβασμό της κοινότητας απ’ όταν πρωτοστάτησε στον αγώνα ενάντια στην εγκατάσταση εξορυκτικής εταιρίας, που μετέτρεψε μια ειδυλλιακή ορεινή περιοχή, σε απέραντο εργοτάξιο λάσπης, με μακροχρόνιες περιβαλλοντικές συνέπειες. Ο Νικήτας, σε πείσμα όλων, δεν εκχωρεί το απομονωμένο κτήμα του, «τελευταίο οχυρό» δίπλα στα ορυχεία και τα τεράστια εξορυκτικά τρυπάνια, τα αποκαλούμενα «Τέρας», που τρώνε νυχθημερόν τα σπλάχνα του βουνού. Γεμάτος οργή για την οικολογική καταστροφή που συντελείται, ο Νικήτας περιφέρεται στο δάσος με καραμπίνα, ενάντια σε κάθε ασυνείδητο που κόβει ανεξέλεγκτα δέντρα, ενώ τολμάει να τα βάλει με τους μπράβους της εταιρίας, όταν η αυλή του πλημμυρίζει λάσπες, εξαιτίας κατολισθήσεων. Όλα αλλάζουν όμως, μόλις εμφανιστεί ο νεαρός μηχανόβιος Τζόννυ (Αργύρης Πανταζάρας), ο 25άρης γιος του Νικήτα, που έλειπε χρόνια, από όταν η μακαρίτισσα μητέρα του τον πήρε μακριά στην Κρήτη. Ο Τζόννυ, πρωταθλητής του μοτοκρός και μηχανικός σε συνεργείο, βρίσκεται σε οικονομική δυσπραγία και σκοπεύει να ζητήσει μερτικό από το κτήμα. Εμφανώς ταραγμένος ο Νικήτας, από την αιφνίδια είδηση θανάτου και την άγαρμπη συμπεριφορά του γιου του, πεισμώνει και αρνείται κάθε δελεαστική προσφορά αποζημίωσης, κορυφώνοντας μια επικίνδυνη σύγκρουση.
Αναζητώντας τη χαμένη πατρική θαλπωρή στη γλυκιά φυσιογνωμία του Μουρίκη, η κάμερα επικεντρώνεται στο εκφραστικό του πρόσωπο, μέσα από κοντινά στο θλιμμένο βλέμμα και στις εκφράσεις, μεταφέροντας ανησυχία, πόνο και θυμό που συχνά εξωτερικεύεται με βρισιές. Μοναχικός και μονόχνοτος, ο γενειοφόρος Νικήτας παρουσιάζεται σαν ορεσίβιος ερημίτης να αφουγκράζεται τα δέντρα στο δάσος, περιτριγυρισμένος από τα οικόσιτα ζωάκια και τα καρποφόρα δέντρα του, που φροντίζει «σαν παιδιά του». Η στενή του σχέση με τη φύση ανακαλεί τον γηραιό φυσιολάτρη στην ταινία «ΙΠ5, το νησί των παχυδέρμων» (1992/Ζαν-Ζακ Μπενέξ), με τον Ύβ Μοντάν στον τελευταίο του ρόλο. Η μετάγγιση του δέους της φύσης στο γιο μέσα από την πατρική φιγούρα γίνεται αισθητή στη σκηνή όπου οι δυο τους θαυμάζουν ένα πανύψηλο «μάνα-δέντρο». Η ασυγκράτητη οργή του Νικήτα στη θέα κομμένης καρυδιάς, ανακαλεί και τον ευσυνείδητο θηροφύλακα στο «Όλα είναι δρόμος» (1998/Παντελής Βούλγαρης). Ο Νικήτας επιμένει «Αυτοί κόβουν, εγώ φυτεύω».
Ο μηχανόβιος Τζόννυ, στοιχειωμένος ακόμα από την εικόνα της άρρωστης μητέρας, φέρεται σκληρά σε έναν πατέρα που δεν γνωρίζει και μετά από καβγά πιάνει δουλειά στη «μισητή» εταιρία, ενώ φλερτάρει με την κοκκινομάλλα Μαίρη (Σοφία Κόκκαλη).
Βασικός άξονας η συγκρουσιακή σχέση πατέρα-γιου, που παλεύουν για κυριαρχία σαν λαβωμένα κοκόρια, ενώ σε παράλληλο μοντάζ, όσο ο πατέρας γλεντάει ακούγοντας λαϊκά άσματα παρέα με φίλους στην ταβέρνα, ο γιος απεικονίζεται να κοιμάται με το κορίτσι του αγκαλιά.
Η συγκρουσιακή σχέση Νικήτα-Τζόννυ κινηματογραφείται κυρίως με κάμερα στον ώμο, σε ωμό ρεαλισμό τύπου Νταρντέν. Στον αντίποδα, το φυσικό τοπίο του δάσους αποτυπώνεται μέσα από σταθερά πλάνα, πότε με ευρυγώνιες λήψεις από κάτω προς τα πάνω, πότε με κομμένα δέντρα που πέφτουν σε αργή κίνηση, πλάνα με τα τεράστια γεωτρύπανα, αλλά και εικόνες ενός απογυμνωμένου βουνού, που διαφαίνεται στο φόντο, πίσω από τον Τζόννυ καβάλα στην κόκκινη εντούρο.
Τα έντονα καιρικά φαινόμενα, στο φθινοπωρινό ορεινό τοπίο της εισαγωγής, με τον απειλητικό ήχο βροντής να προμηνύει μπόρα, αποτελούν ενδείξεις της διαταραγμένης ισορροπίας της φύσης, όπως ο ποταμός λάσπης, στο κτήμα του Νικήτα, ο οποίος επισημαίνει «Έτσι και χαλάσεις την ισορροπία της φύσης, ξεσπάει ο καιρός αρχίζει εμφύλιος». Ενδεικτικό είναι πως οι κότες του Νικήτα δεν γεννούν πλέον αβγά, τρομοκρατημένες όπως και τα σκυλιά, από τους εκκωφαντικούς ήχους εκρήξεων στο ορυχείο, που κατακλύζουν το ηχητικό πεδίο.
Οι χαρακτήρες χτίζονται μέσα από τους διαλόγους. Σιωπή αρχικά και σχεδόν μονολεκτικοί διάλογοι στη συνέχεια αποτυπώνουν την αμηχανία πατέρα-γιου. Το πένθος και η ευρύτερη αντιπαράθεση εκδηλώνονται με τη δυσκολία στην επικοινωνία τους. Εσώτερες πτυχές του πατρικού χαρακτήρα αποκαλύπτονται τόσο στο συγκινητικό εξομολογητικό μονόλογο του Νικήτα στον Τζόννυ, καθώς οδηγεί υπό βροχή στο δάσος, αλλά και στην αφήγηση της Μαίρης για το δραματικό παρελθόν του Νικήτα, πρώην εργάτη στα ορυχεία, που απομονώθηκε μετά από πολύνεκρο εργατικό ατύχημα, όπου σκοτώθηκαν ο αδερφός του και ο πατέρας της. Οι διάλογοι επιφορτίζονται με την ανάδειξη του διχασμού της τοπικής κοινωνίας. Στο μπαρ που συχνάζει η νεολαία, ο Τζόννυ «καλωσορίζεται» με τη φράση «Όσοι είναι εχθροί των μεταλλείων είναι και δικοί μας. Διάλεξε με ποιους είσαι». Παράλληλα, οι πλανόδιοι μανάβηδες που ασκούνται στα νταηλίκια πίνοντας μπύρες, απευθύνονται απαξιωτικά σε μια συγχωριανή τους, που εμφανίστηκε φορώντας στολή της εταιρίας, ενώ μέσα από τους διαλόγους στην ταβέρνα αποκαλύπτεται η αντιπαράθεση όσων αποφάσισαν να πουλήσουν τη γη τους στην εταιρία και να μεταναστεύσουν και σε όσους έμειναν εκεί, να παλέψουν με το «Τέρας».
Οι συχνές βωμολοχίες, αλά Οικονομίδη, προσδίδουν αυθεντικότητα στους χαρακτήρες, σκιαγραφώντας το σύγχρονο αγροτικό προλεταριάτο της ελληνικής επαρχίας.
Οπτικά στοιχεία που φέρουν σημαντικές πληροφορίες συμπληρώνουν τη σεναριακή αντιπαραθετική δομή, ξεχωρίζοντας από τον αφηγηματικό καμβά, όπως το σύνθημα στον τοίχο «Το Τέρας σάς εύχεται καλή μετανάστευση», αφίσες που καλούν τους ντόπιους σε «πορεία ενάντια στο Τέρας και τη λεηλασία της φύσης» και μηνύματα σε πινακίδες, όπως «Προσοχή ασταθές έδαφος».
Η ταινία προβάλλει έντονο ελληνικό χαρακτήρα μέσα και από τις μουσικές επιλογές, με ακούσματα από παραδοσιακά ηπειρώτικα, αυθεντικά ρεμπέτικα, ελληνικό χιπ χοπ και τους χάρντκορ Mute The Silence, για τους οποίους ο Γρηγοράκης έχει σκηνοθετήσει βίντεο κλιπ. «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», του Μάρκου Βαμβακάρη, είναι το τραγούδι του πρωταγωνιστή σε στιγμές νοσταλγίας, αλλά και αυτό με το οποίο νανούριζε τον Τζόννυ. Στην ταβέρνα και στους πλανόδιους μανάβηδες ακούγονται συχνά αυθεντικά ρεμπέτικα του Βαμβακάρη και του Ανέστη Δελιά, ενώ ξεχωριστή θέση κατέχει και το «Θα ’ρθω να σε βρω» του Νικόλα Άσιμου. Η πρωτότυπη μουσική του Μιχάλη Μοσχούτη, με σκληρό ηχόχρωμα ηλεκτρικής κιθάρας, δίνει το δραματικό τόνο στις σιωπές πατέρα-γιου. Πότε με ρυθμικό μπάσο τονίζεται η επιθετικότητα της κοινωνικής αντιπαράθεσης, πότε μέσα από ψυχεδελικά ηχοτοπία εκφράζεται αίσθηση διαρκούς απειλής, στα πλάνα με το φαγωμένο βουνό, ενώ στις εικόνες με τα τεράστια τρυπάνια και στις σκηνές πτώσης κομμένων δέντρων, μεταφέρεται αίσθηση συναγερμού, μέσω ήχου αυξομειούμενης έντασης. Ενίοτε με ηχόχρωμα πιάνου υποδηλώνονται νοσταλγικές εκφάνσεις, όπως στην ανεπανάληπτη σκηνή με τη μπουλντόζα που οδηγεί ο Τζόννυ στο τέλος.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]