To κράτος είναι ο εχθρός. Δεν πρόκειται για σύνθημα αναρχικών, ούτε για ρητορεία εξεγερμένων επαναστατών. Πρόκειται για το πρόγραμμα της πιο μαύρης αντίδρασης που έχει εμφανισθεί στην παγκόσμια σκηνή από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης, των «δολοφόνων με άσπρα κολάρα», ΔΝΤ και ΕΚΤ, ΗΠΑ και Ε.Ε.
Αυτή είναι η ουσία του πολέμου χρέους που εξαπέλυσαν από κοινού, Γερμανία και αγορές, κατά των κρατών της Νότιας Ευρώπης, οικονομικού ισοδύναμου των στρατιωτικών μεθόδων που μετήλθε η «Αυτοκρατορία» (των Τραπεζών, των ΗΠΑ, του Ισραήλ, της Βρετανίας), εναντίον των αραβομουσουλμανικών κρατών την περασμένη δεκαετία.
«To Δημόσιο είναι ο μεγάλος ασθενής», δηλώνει ο, κατά τους γερμανικούς Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, άνθρωπός τους στην Ελλάδα Γιώργος Παπανδρέου, ο πρόεδρος μιας εξαμερικανισμένης Διεθνούς, ακολουθούμενος από ένα πλήθος ανιστόρητων, ιδιοτελών και διεφθαρμένων νεοφιλελεύθερων και από μια «συμμαχία προθύμων» , από Κουβέλη-Κύρκο μέχρι Καρατζαφέρη-Μητσοτάκη.
Κράτος και κοινωνία είναι, όντως, μεγάλοι ασθενείς στην Ελλάδα: αν έχαιραν υγείας η σημερινή κυβέρνηση θα ’πεφτε σε ένα μήνα, σωστότερα δεν θα ’χε ποτέ εκλεγεί! Οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για την αρρώστια, είναι αυτοί ακριβώς που την επικαλούνται τώρα: τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα 35 χρόνια και την κυβερνούν και σήμερα, με την αξιοσημείωτη διαφορά ότι αυτή η κυβέρνηση είναι η πρώτη που εκδηλώνει, περίπου ανοιχτά, τόση περιφρόνηση για την Ελλάδα και τον λαό της. Όπως, επίσης, μια άρχουσα τάξη κλεπτοκρατών ραντιέρηδων που, αφού απομύζησαν, επί δεκαετίες, διαλύοντας για να λεηλατήσουν το ελληνικό Δημόσιο, τώρα, των ξένων τα ρήματα πειθόμενοι, θέλουν να το ξεπαστρέψουν, αφήνοντας στο ελληνικό κράτος μόνο περιορισμένες λειτουργίες αποικιακής διοίκησης των ιθαγενών.
Το ελληνικό κράτος χρειάζεται απελπιστικά ριζική μεταρρύθμιση, εκσυγχρονισμό με την αυθεντική έννοια, δηλαδή εκδημοκρατισμό. Αντί, όμως, να χρησιμοποιούμε τις αδυναμίες και τα προβλήματά του για να το διαλύσουμε, κάνοντάς το όργανο ξένων δυνάμεων, ο ελληνικός λαός χρειάζεται να το ξανακάνει δικό του εργαλείο. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται το κράτος του, ένα κράτος βέβαια πολύ διαφορετικό από αυτό που διαθέτει, για να αμυνθεί απέναντι στην κοινωνική βία των αγορών, να προστατεύσει δημοκρατικά δικαιώματα και εθνική κυριαρχία από τις επιβουλές γειτονικών και πιο μακρινών δυνάμεων, που, από την ιστορία ξέρουμε, πάντα επιβουλεύτηκαν τον άφθαστης στρατηγικής, γεωπολιτικής και γεωοικονομικής, όπως φαίνεται, αξίας, χώρο που κατοικούν σήμερα οι Έλληνες, από τον Βαρδάρη και τον Έβρο μέχρι τo Ριζοκάρπασο και την Λάρνακα.
Αν η ανάλυσή μας για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα και τη Νότια Ευρώπη είναι σωστή, είναι απίθανη η περίπτωση να μην επιδιώξουν οι δυνάμεις της Αυτοκρατορίας να εκμεταλλευθούν την παρούσα τόσο ευνοϊκή συγκυρία, όπως και την ταυτόχρονη παρουσία δύο πολιτικών «τύπου Γκορμπατσόφ» στην εξουσία, σε Αθήνα και Λευκωσία, για να μην επιχειρήσουν να περάσουν, στο Αιγαίο, την Αν. Μεσόγειο, τα Βαλκάνια, τις γεωπολιτικές ρυθμίσεις που επιδιώκουν εδώ και δεκαετίες, αφαιρώντας, οριστικά ει δυνατόν, δηλαδή ντε γιούρε, από τον ελληνικό λαό, τα νόμιμα δικαιώματα κυριαρχίας του στον χώρο που κατοικεί.
Κανονικά, το πολιτικό συμφέρον του ΠΑΣΟΚ επιβάλλει, λόγω του τεράστιου κόστους που συνεπάγεται η οικονομική πολιτική, να μην ανοίξει θέματα εξωτερικής πολιτικής. Η ηγεσία, όμως, του κόμματος είναι τύπου Γκορμπατσόφ, έχει καταστήσει πρόγραμμά της την αυτοκαταστροφή της δομής της οποίας ηγείται: κατασκεύασε μια ψυχολογική πραγματικότητα που πιστεύει και την εξυπηρετεί, αναμένει αναγνώριση από διεθνείς δυνάμεις και όχι από το λαό, δεν διαθέτει επαρκή κατανόηση της χώρας και του διεθνούς περιβάλλοντος, τις κυρίαρχες δυνάμεις του οποίου θαυμάζει άκριτα, δεν διαθέτει εθνικό σχέδιο. Ο Παπανδρέου δεν είναι «πράκτορας» όπως πιστεύουν μερικοί, ούτε και ο Γκορμπατσόφ ήταν στον καιρό του: πιστεύει ειλικρινά στην πολιτική του, κάτι που τον καθιστά απείρως πιο επικίνδυνο για τον εαυτό του, το κόμμα του και την Ελλάδα. Φυσικά, το ότι Γκορμπατσόφ και Παπανδρέου (ή Χριστόφιας) δεν είναι οι πράκτορες, δεν σημαίνει ότι αυτοί που τους συμβούλευαν και συμβουλεύουν δεν είναι.
Η «Διεθνής των Συμβούλων» (Ρόντος, Στρος-Καν, Σκιόπα, Άξελροντ και δεν συμμαζεύεται), δεν θέλει να θέσει σε κίνδυνο την κυβέρνηση με επικίνδυνες πρωτοβουλίες στα εθνικά. Από την άλλη, γνωρίζει ότι έχει ημερομηνία λήξης και πρέπει να κάνει ό,τι έχει να κάνει όσο διαθέτει ακόμα πολιτικές δυνάμεις. Όσο ο ελληνικός λαός παραμένει σε μεγάλη σύγχυση, όσο παλεύουν μέσα στην ψυχή του ισχυρότατες αντίθετες δυνάμεις, όπως έδειξε η αμφισημία των δημοτικών εκλογών: το απαράμιλλο πολιτικό του ένστικτο και κάποιο σύνδρομο του Κολοκοτρώνη από τη μια, οι τεράστιες παραδόσεις ραγιαδισμού, ευτελούς ιδιοτέλειας, φόβου και ενοχών από την άλλη. Όσο, κυρίως, δεν συγκροτείται πολιτική εναλλακτική, αριστερή ή δεξιά. Αυτός είναι ο παράγων που σπρώχνει ίσως τη «Διεθνή» και αυτή την Αθήνα να ανοίξει τα καυτά ζητήματα του Αιγαίου στο άμεσο μέλλον. (Και υπό τον όρο ότι οι σχεδιασμοί αυτοί δεν θα ναυαγήσουν επί του απέραντου μαξιμαλισμού της Άγκυρας).
Πετρέλαια και Αιγαίο: το τυρί και η φάκα
Όλο και περισσότερες πληροφορίες συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να προχωρήσει σε μείζονος, στρατηγικής σημασίας ρυθμίσεις στο Αιγαίο. Οι άξονες των ρυθμίσεων περιλαμβάνουν σχέδια «συνεκμετάλλευσης» του πετρελαϊκού πλούτου που εικάζεται ότι υπάρχει σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, αρχής γενομένης, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, με την περιοχή μεταξύ Κρήτης και Ρόδου, περιοχή τα οικονομικά δικαιώματα επί της οποίας ανήκουν καθ’ ολοκληρίαν και πέραν οποιασδήποτε αμφιβολίας στην Ελλάδα. Το νομικό καθεστώς της περιοχής δεν θα διευκρινισθεί, θα αφεθεί για το μέλλον, αλλά θα παύσει όντως και να έχει μεγάλη σημασία, αφού τα τουρκικά κέρδη από την συνεκμετάλλευση θα ισοδυναμούν και παραπάνω με το οικονομικό αποτέλεσμα που θα είχε η αποδοχή των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο! (1)
Η κυβέρνηση ετοιμάζεται επίσης να αποποιηθεί, ανατολικώς του 25ου Μεσημβρινού, του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, που της παρέχουν οι διεθνείς συνθήκες, να μειώσει τον ελληνικό εναέριο χώρο, να αποποιηθεί των δικαιωμάτων σε ΑΟΖ που παρέχει επίσης στην Ελλάδα το Διεθνές Δίκαιο, ενώ πιέζεται από την Άγκυρα να παραιτηθεί των σημαντικότατων δικαιωμάτων στη Θάλασσα της Λυκίας που θεμελιώνει για την Ελλάδα η κυριαρχία στο Καστελλόριζο. Και, αφού κάνει αυτές τις παραχωρήσεις στην Τουρκία, ενδεχομένως να προσφύγει στη Χάγη, επί των υπολοίπων διεκδικήσεων της! Το όλον θα συμπληρωθεί με ένα σύστημα ΝΑΤΟϊκής συνδιαχείρησης των δραστηριοτήτων των πολεμικών αεροποριών στο Αιγαίο.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για την μετατροπή του νησιωτικού όγκου της Ελλάδας σε ζώνη περιορισμένης κυριαρχίας, γιγαντιαία Ίμια, μια περιοχή όλο και πιο πολυεθνική στις δραστηριότητές της, και προοπτικά, ποιος ξέρει, κατοικούμενη από ένα πολύ πιο «πολύχρωμo» απ’ ό,τι σήμερα εθνικό μωσαϊκό.
Φυσικά, η παρούσα κυβέρνηση και, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, η «Διεθνής των Συμβούλων» που τη «μανατζάρει», έχει αποδείξει, πέραν αμφιβολίας, τις εξαιρετικές ικανότητές της, βοηθούσης και της αφλογιστίας Αριστεράς και δεξιάς, να βαφτίζει το κρέας ψάρι και τις εθνικές καταστροφές σωτηρίες της πατρίδας (ποιας ακριβώς παραμένει ερώτημα, εδώ η αλήθεια και οι Ερινύες παίζουν κρυφτούλι με το ψέμα και την προδοσία, προτιμώντας τον όρο πατρίδα από τον όρο Ελλάδα).
Δεν θα μας πει ποτέ η κυβέρνηση ότι παραχωρεί ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην Τουρκία, τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρίες ή το ΝΑΤΟ. Θα παρουσιάσει την αποποίηση του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια ως εθνική επιτυχία επέκτασής τους στα 9! Θα κάνει λόγο για μια νέα εποχή ειρήνης και ευημερίας, εκμεταλλευόμενη το φόβο που η ίδια και η πολιτική της δημιούργησε στον Έλληνα (μετρώντας χάσαμε τον λογαριασμό, αλλά ο κ. Παπανδρέου πρέπει να ’πε ως και σαράντα φορές τη λέξη χρεοκοπία στη δίωρη διακαναλική) για να κάμψει την ευθυκρισία και το φρόνημα των Ελλήνων πολιτών. Μια μερίδα των οποίων θα σκεφθεί τα οφέλη από την εκμετάλλευση των πετρελαίων, όχι το ότι η μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο, θα εκμηδενίσει τελικά και αυτά! (Αντίστοιχο παιχνίδι παίζεται και στην Κύπρο από το Ισραήλ).
Ιστορικός ή ανιστόρητος συμβιβασμός;
Μήπως, όμως, δεν πρέπει τελικά να κάνουμε έναν συμβιβασμό με την Τουρκία; Όπως, όμως, έλεγε ο Λένιν, υπάρχουν συμβιβασμοί και συμβιβασμοί. Ακόμα και μια μερική παραχώρηση εθνικών δικαιωμάτων θα μπορούσε να γίνει δεκτή, αν οδηγούσε πράγματι σε περιβάλλον ειρήνης, φιλίας, συνεργασίας και ασφάλειας, αν γινόταν κατανοητή από την άλλη πλευρά ως χειρονομία καλής θέλησης και όχι ως επιβράβευση του τσαμπουκά της. Καμία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχει σήμερα.
Οι παραχωρήσεις που σχεδιάζει η κυβέρνηση θα επιβεβαιώσουν ακόμα μια φορά το διαρκές συμπέρασμα του τουρκικού κράτους μετά το 1922, ότι με τους Έλληνες περνάει ο τσαμπουκάς: εκδίωξη χωρίς συνέπειες των Ελλήνων από την Πόλη, την Ίμβρο και την Τένεδο στη δεκαετία του ’50 και του ’60, εισβολή στην Κύπρο το 1974 που κατέληξε στην πρόταση αυτοδιάλυσης του κυπριακού κράτους ως λύση του Κυπριακού, το 2004, αμφισβήτηση του καθεστώτος της Λωζάνης στο Αιγαίο, που κατέληξε στην ενθουσιώδη υποστήριξη Αθήνας και Λευκωσίας προς την τουρκική υποψηφιότητα στην Ε.Ε. και μύρια όσα άλλα. Μια ακόμα, μείζων ελληνική παραχώρηση, θα τροφοδοτήσει αναπόφευκτα νέες τουρκικές ορέξεις σε Αιγαίο, Θράκη, Κύπρο.
Οι όροι συνεκμετάλλευσης θα είναι, πιθανότατα, αποικιακοί. Αντί να ωφελήσουν τη χώρα, θα εντείνουν την καταστροφική πορεία της προς προτεκτοροποίηση.
Οι συζητούμενες ρυθμίσεις είναι ασαφείς. Η φιλία προϋποθέτει καλούς λογαριασμούς. Στην ιστορία των ελληνοτουρκικών, η «δημιουργική ασάφεια» των ρυθμίσεων υπήρξε πάντα εργαλείο εξωτερικών δυνάμεων που θέλουν να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την περιοχή και κατεξοχήν μηχανισμός επανέναρξης του ανταγωνισμού.
Αν η ελληνική Αριστερά-κεντροαριστερά θέσει το όποιο κύρος διαθέτει στην υπηρεσία τέτοιων, καθαρά ιμπεριαλιστικών σχεδίων, θα προσυπογράψει η ίδια την καταδίκη της. Αντί να προσφέρει υπηρεσία στον ελληνικό ή τον τουρκικό λαό, θα ενισχύσει εξ αντιδιαστολής αλλά αποφασιστικά, καθαρά φασιστικές, εθνικιστικές, ακροδεξιές τάσεις στον ελληνικό χώρο.
«To Δημόσιο είναι ο μεγάλος ασθενής», δηλώνει ο, κατά τους γερμανικούς Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, άνθρωπός τους στην Ελλάδα Γιώργος Παπανδρέου, ο πρόεδρος μιας εξαμερικανισμένης Διεθνούς, ακολουθούμενος από ένα πλήθος ανιστόρητων, ιδιοτελών και διεφθαρμένων νεοφιλελεύθερων και από μια «συμμαχία προθύμων» , από Κουβέλη-Κύρκο μέχρι Καρατζαφέρη-Μητσοτάκη.
Κράτος και κοινωνία είναι, όντως, μεγάλοι ασθενείς στην Ελλάδα: αν έχαιραν υγείας η σημερινή κυβέρνηση θα ’πεφτε σε ένα μήνα, σωστότερα δεν θα ’χε ποτέ εκλεγεί! Οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για την αρρώστια, είναι αυτοί ακριβώς που την επικαλούνται τώρα: τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα 35 χρόνια και την κυβερνούν και σήμερα, με την αξιοσημείωτη διαφορά ότι αυτή η κυβέρνηση είναι η πρώτη που εκδηλώνει, περίπου ανοιχτά, τόση περιφρόνηση για την Ελλάδα και τον λαό της. Όπως, επίσης, μια άρχουσα τάξη κλεπτοκρατών ραντιέρηδων που, αφού απομύζησαν, επί δεκαετίες, διαλύοντας για να λεηλατήσουν το ελληνικό Δημόσιο, τώρα, των ξένων τα ρήματα πειθόμενοι, θέλουν να το ξεπαστρέψουν, αφήνοντας στο ελληνικό κράτος μόνο περιορισμένες λειτουργίες αποικιακής διοίκησης των ιθαγενών.
Το ελληνικό κράτος χρειάζεται απελπιστικά ριζική μεταρρύθμιση, εκσυγχρονισμό με την αυθεντική έννοια, δηλαδή εκδημοκρατισμό. Αντί, όμως, να χρησιμοποιούμε τις αδυναμίες και τα προβλήματά του για να το διαλύσουμε, κάνοντάς το όργανο ξένων δυνάμεων, ο ελληνικός λαός χρειάζεται να το ξανακάνει δικό του εργαλείο. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται το κράτος του, ένα κράτος βέβαια πολύ διαφορετικό από αυτό που διαθέτει, για να αμυνθεί απέναντι στην κοινωνική βία των αγορών, να προστατεύσει δημοκρατικά δικαιώματα και εθνική κυριαρχία από τις επιβουλές γειτονικών και πιο μακρινών δυνάμεων, που, από την ιστορία ξέρουμε, πάντα επιβουλεύτηκαν τον άφθαστης στρατηγικής, γεωπολιτικής και γεωοικονομικής, όπως φαίνεται, αξίας, χώρο που κατοικούν σήμερα οι Έλληνες, από τον Βαρδάρη και τον Έβρο μέχρι τo Ριζοκάρπασο και την Λάρνακα.
Αν η ανάλυσή μας για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα και τη Νότια Ευρώπη είναι σωστή, είναι απίθανη η περίπτωση να μην επιδιώξουν οι δυνάμεις της Αυτοκρατορίας να εκμεταλλευθούν την παρούσα τόσο ευνοϊκή συγκυρία, όπως και την ταυτόχρονη παρουσία δύο πολιτικών «τύπου Γκορμπατσόφ» στην εξουσία, σε Αθήνα και Λευκωσία, για να μην επιχειρήσουν να περάσουν, στο Αιγαίο, την Αν. Μεσόγειο, τα Βαλκάνια, τις γεωπολιτικές ρυθμίσεις που επιδιώκουν εδώ και δεκαετίες, αφαιρώντας, οριστικά ει δυνατόν, δηλαδή ντε γιούρε, από τον ελληνικό λαό, τα νόμιμα δικαιώματα κυριαρχίας του στον χώρο που κατοικεί.
Κανονικά, το πολιτικό συμφέρον του ΠΑΣΟΚ επιβάλλει, λόγω του τεράστιου κόστους που συνεπάγεται η οικονομική πολιτική, να μην ανοίξει θέματα εξωτερικής πολιτικής. Η ηγεσία, όμως, του κόμματος είναι τύπου Γκορμπατσόφ, έχει καταστήσει πρόγραμμά της την αυτοκαταστροφή της δομής της οποίας ηγείται: κατασκεύασε μια ψυχολογική πραγματικότητα που πιστεύει και την εξυπηρετεί, αναμένει αναγνώριση από διεθνείς δυνάμεις και όχι από το λαό, δεν διαθέτει επαρκή κατανόηση της χώρας και του διεθνούς περιβάλλοντος, τις κυρίαρχες δυνάμεις του οποίου θαυμάζει άκριτα, δεν διαθέτει εθνικό σχέδιο. Ο Παπανδρέου δεν είναι «πράκτορας» όπως πιστεύουν μερικοί, ούτε και ο Γκορμπατσόφ ήταν στον καιρό του: πιστεύει ειλικρινά στην πολιτική του, κάτι που τον καθιστά απείρως πιο επικίνδυνο για τον εαυτό του, το κόμμα του και την Ελλάδα. Φυσικά, το ότι Γκορμπατσόφ και Παπανδρέου (ή Χριστόφιας) δεν είναι οι πράκτορες, δεν σημαίνει ότι αυτοί που τους συμβούλευαν και συμβουλεύουν δεν είναι.
Η «Διεθνής των Συμβούλων» (Ρόντος, Στρος-Καν, Σκιόπα, Άξελροντ και δεν συμμαζεύεται), δεν θέλει να θέσει σε κίνδυνο την κυβέρνηση με επικίνδυνες πρωτοβουλίες στα εθνικά. Από την άλλη, γνωρίζει ότι έχει ημερομηνία λήξης και πρέπει να κάνει ό,τι έχει να κάνει όσο διαθέτει ακόμα πολιτικές δυνάμεις. Όσο ο ελληνικός λαός παραμένει σε μεγάλη σύγχυση, όσο παλεύουν μέσα στην ψυχή του ισχυρότατες αντίθετες δυνάμεις, όπως έδειξε η αμφισημία των δημοτικών εκλογών: το απαράμιλλο πολιτικό του ένστικτο και κάποιο σύνδρομο του Κολοκοτρώνη από τη μια, οι τεράστιες παραδόσεις ραγιαδισμού, ευτελούς ιδιοτέλειας, φόβου και ενοχών από την άλλη. Όσο, κυρίως, δεν συγκροτείται πολιτική εναλλακτική, αριστερή ή δεξιά. Αυτός είναι ο παράγων που σπρώχνει ίσως τη «Διεθνή» και αυτή την Αθήνα να ανοίξει τα καυτά ζητήματα του Αιγαίου στο άμεσο μέλλον. (Και υπό τον όρο ότι οι σχεδιασμοί αυτοί δεν θα ναυαγήσουν επί του απέραντου μαξιμαλισμού της Άγκυρας).
Πετρέλαια και Αιγαίο: το τυρί και η φάκα
Όλο και περισσότερες πληροφορίες συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να προχωρήσει σε μείζονος, στρατηγικής σημασίας ρυθμίσεις στο Αιγαίο. Οι άξονες των ρυθμίσεων περιλαμβάνουν σχέδια «συνεκμετάλλευσης» του πετρελαϊκού πλούτου που εικάζεται ότι υπάρχει σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, αρχής γενομένης, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, με την περιοχή μεταξύ Κρήτης και Ρόδου, περιοχή τα οικονομικά δικαιώματα επί της οποίας ανήκουν καθ’ ολοκληρίαν και πέραν οποιασδήποτε αμφιβολίας στην Ελλάδα. Το νομικό καθεστώς της περιοχής δεν θα διευκρινισθεί, θα αφεθεί για το μέλλον, αλλά θα παύσει όντως και να έχει μεγάλη σημασία, αφού τα τουρκικά κέρδη από την συνεκμετάλλευση θα ισοδυναμούν και παραπάνω με το οικονομικό αποτέλεσμα που θα είχε η αποδοχή των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο! (1)
Η κυβέρνηση ετοιμάζεται επίσης να αποποιηθεί, ανατολικώς του 25ου Μεσημβρινού, του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, που της παρέχουν οι διεθνείς συνθήκες, να μειώσει τον ελληνικό εναέριο χώρο, να αποποιηθεί των δικαιωμάτων σε ΑΟΖ που παρέχει επίσης στην Ελλάδα το Διεθνές Δίκαιο, ενώ πιέζεται από την Άγκυρα να παραιτηθεί των σημαντικότατων δικαιωμάτων στη Θάλασσα της Λυκίας που θεμελιώνει για την Ελλάδα η κυριαρχία στο Καστελλόριζο. Και, αφού κάνει αυτές τις παραχωρήσεις στην Τουρκία, ενδεχομένως να προσφύγει στη Χάγη, επί των υπολοίπων διεκδικήσεων της! Το όλον θα συμπληρωθεί με ένα σύστημα ΝΑΤΟϊκής συνδιαχείρησης των δραστηριοτήτων των πολεμικών αεροποριών στο Αιγαίο.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για την μετατροπή του νησιωτικού όγκου της Ελλάδας σε ζώνη περιορισμένης κυριαρχίας, γιγαντιαία Ίμια, μια περιοχή όλο και πιο πολυεθνική στις δραστηριότητές της, και προοπτικά, ποιος ξέρει, κατοικούμενη από ένα πολύ πιο «πολύχρωμo» απ’ ό,τι σήμερα εθνικό μωσαϊκό.
Φυσικά, η παρούσα κυβέρνηση και, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, η «Διεθνής των Συμβούλων» που τη «μανατζάρει», έχει αποδείξει, πέραν αμφιβολίας, τις εξαιρετικές ικανότητές της, βοηθούσης και της αφλογιστίας Αριστεράς και δεξιάς, να βαφτίζει το κρέας ψάρι και τις εθνικές καταστροφές σωτηρίες της πατρίδας (ποιας ακριβώς παραμένει ερώτημα, εδώ η αλήθεια και οι Ερινύες παίζουν κρυφτούλι με το ψέμα και την προδοσία, προτιμώντας τον όρο πατρίδα από τον όρο Ελλάδα).
Δεν θα μας πει ποτέ η κυβέρνηση ότι παραχωρεί ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην Τουρκία, τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρίες ή το ΝΑΤΟ. Θα παρουσιάσει την αποποίηση του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια ως εθνική επιτυχία επέκτασής τους στα 9! Θα κάνει λόγο για μια νέα εποχή ειρήνης και ευημερίας, εκμεταλλευόμενη το φόβο που η ίδια και η πολιτική της δημιούργησε στον Έλληνα (μετρώντας χάσαμε τον λογαριασμό, αλλά ο κ. Παπανδρέου πρέπει να ’πε ως και σαράντα φορές τη λέξη χρεοκοπία στη δίωρη διακαναλική) για να κάμψει την ευθυκρισία και το φρόνημα των Ελλήνων πολιτών. Μια μερίδα των οποίων θα σκεφθεί τα οφέλη από την εκμετάλλευση των πετρελαίων, όχι το ότι η μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο, θα εκμηδενίσει τελικά και αυτά! (Αντίστοιχο παιχνίδι παίζεται και στην Κύπρο από το Ισραήλ).
Ιστορικός ή ανιστόρητος συμβιβασμός;
Μήπως, όμως, δεν πρέπει τελικά να κάνουμε έναν συμβιβασμό με την Τουρκία; Όπως, όμως, έλεγε ο Λένιν, υπάρχουν συμβιβασμοί και συμβιβασμοί. Ακόμα και μια μερική παραχώρηση εθνικών δικαιωμάτων θα μπορούσε να γίνει δεκτή, αν οδηγούσε πράγματι σε περιβάλλον ειρήνης, φιλίας, συνεργασίας και ασφάλειας, αν γινόταν κατανοητή από την άλλη πλευρά ως χειρονομία καλής θέλησης και όχι ως επιβράβευση του τσαμπουκά της. Καμία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχει σήμερα.
Οι παραχωρήσεις που σχεδιάζει η κυβέρνηση θα επιβεβαιώσουν ακόμα μια φορά το διαρκές συμπέρασμα του τουρκικού κράτους μετά το 1922, ότι με τους Έλληνες περνάει ο τσαμπουκάς: εκδίωξη χωρίς συνέπειες των Ελλήνων από την Πόλη, την Ίμβρο και την Τένεδο στη δεκαετία του ’50 και του ’60, εισβολή στην Κύπρο το 1974 που κατέληξε στην πρόταση αυτοδιάλυσης του κυπριακού κράτους ως λύση του Κυπριακού, το 2004, αμφισβήτηση του καθεστώτος της Λωζάνης στο Αιγαίο, που κατέληξε στην ενθουσιώδη υποστήριξη Αθήνας και Λευκωσίας προς την τουρκική υποψηφιότητα στην Ε.Ε. και μύρια όσα άλλα. Μια ακόμα, μείζων ελληνική παραχώρηση, θα τροφοδοτήσει αναπόφευκτα νέες τουρκικές ορέξεις σε Αιγαίο, Θράκη, Κύπρο.
Οι όροι συνεκμετάλλευσης θα είναι, πιθανότατα, αποικιακοί. Αντί να ωφελήσουν τη χώρα, θα εντείνουν την καταστροφική πορεία της προς προτεκτοροποίηση.
Οι συζητούμενες ρυθμίσεις είναι ασαφείς. Η φιλία προϋποθέτει καλούς λογαριασμούς. Στην ιστορία των ελληνοτουρκικών, η «δημιουργική ασάφεια» των ρυθμίσεων υπήρξε πάντα εργαλείο εξωτερικών δυνάμεων που θέλουν να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την περιοχή και κατεξοχήν μηχανισμός επανέναρξης του ανταγωνισμού.
Αν η ελληνική Αριστερά-κεντροαριστερά θέσει το όποιο κύρος διαθέτει στην υπηρεσία τέτοιων, καθαρά ιμπεριαλιστικών σχεδίων, θα προσυπογράψει η ίδια την καταδίκη της. Αντί να προσφέρει υπηρεσία στον ελληνικό ή τον τουρκικό λαό, θα ενισχύσει εξ αντιδιαστολής αλλά αποφασιστικά, καθαρά φασιστικές, εθνικιστικές, ακροδεξιές τάσεις στον ελληνικό χώρο.
(1) Μιλώντας στη Βουλή, ο κ. Παπανδρέου απέκλεισε, τουλάχιστον υπό τους σημερινούς όρους, συμφωνία συνεκμετάλλευσης. Βεβαίως, τίποτα δεν αποκλείει να επανέρθει το θέμα στο άμεσο μέλλον. Προς το παρόν, όμως, το βάρος πέφτει στις διερευνητικές επαφές. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, η Αθήνα, παρά τη διάθεσή της να κλείσει τα ελληνοτουρκικά, εξακολουθεί να βρίσκεται προ τόσο εξωφρενικών τουρκικών απαιτήσεων που την έχουν τρομάξει.
Konstantakopoulos.blogspot.com
Σχόλια