Την απόφαση τους να κατέβουν στην Αθήνα, έκαναν γνωστή οι αγρότες, μετά την άκαρπη συνάντηση που είχαν την προηγούμενη εβδομάδα εκπρόσωποι των μπλόκων και των αγροτοκτηνοτροφικών συλλόγων από όλη τη χώρα, με τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη. Αυτή ήταν η απόφαση των περισσότερων μπλόκων, στα οποία συνεχίζουν να βρίσκονται παραταγμένα τα τρακτέρ και τα αγροτικά μηχανήματα, σε περιοχές της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδας, της Μακεδονίας και της Θράκης. Η κάθοδος των τρακτέρ αναμένεται να ξεκινήσει από τη Δευτέρα, με το συλλαλητήριο να πραγματοποιείται την Κυριακή στο κέντρο της πρωτεύουσας. Παράλληλα αγρότες σε διάφορες περιοχές προχωρούν σε πιο δυναμικές ενέργειες, με συμβολικούς αποκλεισμούς κεντρικών οδών και τελωνείων, προειδοποιώντας για τις διαθέσεις τους. Πιο συγκεκριμένα αγρότες από τη Φλώρινα και τη Δυτική Μακεδονία κινήθηκαν προς τα σύνορα στη Νίκη Φλώρινας, παραγωγοί από τον Έβρο προχώρησαν σε αποκλεισμό του τελωνείου των Κήπων, ενώ στο τελωνείο των Ευζώνων ένταση πραγματοποιήθηκε όταν άνδρες της αστυνομίας προσπάθησαν να σταματήσουν διαμαρτυρία αγροτών από την περιοχή της Παιονίας.
Εκτόνωση ή κλιμάκωση
Στην κυβέρνηση ποντάρουν πως η κόπωση μετά από μερικές εβδομάδες κινητοποιήσεων, καθώς και οι χαμηλές προσδοκίες ως προς τις παραχωρήσεις στις οποίες φαίνεται διατεθειμένη να προχωρήσει η κυβέρνηση, θα οδηγήσει τους αγρότες στο σταδιακό άνοιγμα των μπλόκων. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, έδωσε το καρότο, με τις εξαγγελίες για το αγροτικό ρεύμα (ειδική τιμή για 2+8 χρόνια) και το πετρέλαιο (προκαταβολή ΕΦΚ), ενώ άλλα μέλη της κυβέρνησης με το μαστίγιο. Παράλληλα, η κυβέρνηση, με τη συμβολή και των φιλικών προς αυτή ΜΜΕ, προσπαθεί να ενεργοποιήσει και τον κοινωνικό αυτοματισμό, με την ταλαιπωρία των πολιτών από τα μπλόκα, επιδιώκοντας να σπάσει το κλίμα υποστήριξης στα αιτήματα των αγροτών.
Με τα παραπάνω είναι απολύτως λογικό οι αγρότες να θεωρούν ότι μιλούν σε κλειστά αυτιά. Οι άνθρωποι που γνωρίζουν από πρώτο χέρι, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. «Χωρίς παραγωγή, χωρίς γεωργούς και κτηνοτρόφους, θα πεινάσουμε», επαναλαμβάνουν, κάνοντας σκόνη την κυβερνητική προπαγάνδα πως νοιάζονται τάχα μόνο για τις επιδοτήσεις. Για τους αγρότες, αλλά και συνολικά για τους ανθρώπους της περιφέρειας και της πραγματικής παραγωγής, παρά το μούδιασμα, τις αυταπάτες ή την απελπισία, η συνέχιση του αγώνα (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) φαντάζει σήμερα μονόδρομος επιβίωσης.
Με ποια προοπτική;
Το ερώτημα παραμένει. Ποια η προοπτική της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής στη χώρα μας; Τα αιτήματα των αγροτών για μείωση του κόστους παραγωγής (ρεύμα, πετρέλαιο, εφόδια), για προστασία των ελληνικών προϊόντων από των ανταγωνισμό των εισαγωγών και των ελληνοποιήσεων, για προστασία των παραγωγών και των καταναλωτών από τα καρτέλ των μεσαζόντων που αγοράζουν φθηνά και πωλούν πανάκριβα, η αποζημίωση και η συνολικότερη στήριξη των πληγέντων από τις καταστροφές (πλημμυρισμένες εκτάσεις, κατεστραμμένα μηχανήματα, απώλεια ζωικού κεφαλαίου), μαζί με ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για έργα υποδομής και πολιτική προστασίας αποτυπώνουν τις αγωνίες και τους φόβους του αγροτοκτηνοτροφικού κλάδου. Αυτό που προειδοποιούν όλοι, είναι πως με τις συνθήκες αυτές σπρώχνονται ουσιαστικά στην εγκατάλειψη του επαγγέλματος και της γης τους. Η βίαιη προσαρμογή στις «πράσινες» και «ψηφιακές» απαιτήσεις είτε στο όνομα του ανταγωνισμού είτε στο όνομα του εκσυγχρονισμού και της βιωσιμότητας, οδηγεί σε όλο και στενότερα περιθώρια επιβίωσης προς όφελος των πολυεθνικών του τροφίμου που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διεκδικούν τον πλήρη έλεγχο της παραγωγής στον πρωτογενή τομέα.
Μπροστά σε αυτή την εσωτερική και διεθνή πραγματικότητα, καλούμαστε σαν χώρα, σαν κοινωνία και λαός, να αποφασίσουμε όχι αν θα στηρίξουμε τα μπλόκα των αγροτών ή όχι, αλλά αν θα αποδεχτούμε ως μονόδρομο το ξήλωμα της αγροτικής παραγωγής ή αν θα διαμορφώσουμε ένα σχέδιο για την ανασυγκρότηση του πρωτογενούς τομέα, της υπαίθρου, της παραγωγής, που θα περιλαμβάνει και δεν θα απορρίπτει τους ανθρώπους που δουλεύουν την γη και θα αποτελεί πυλώνα εθνικής και κοινωνικής βιωσιμότητας και κυριαρχίας.