Της Μαρίας Πετρίτση. Έσκυψε πάνω από το ταψί της προσεκτικά. Εβδομηντάρα, καλοστεκούμενη, χήρα από αρχαιοτάτων.
Μόνη της το είχε μεγαλώσει το παιδί, βοήθεια δεν είχε δεχτεί από κανέναν. Σε χαρά, σε λύπη, σε επιτυχίες και συμφορές, μάνα και πατέρας του μαζί. Εκείνη.
Τι είχε πάθει τελευταία, όλο θυμόταν τα παλιά και μελαγχολούσε. Ένα μήνα νιόπαντρος αυτός, τρεις κάτω από την ίδια στέγη. Κάτω δεν το πολυπήγαινε, εικοσιπέντε χρονώ παιδί να θέλει γάμους, τουλάχιστον όμως ήταν κοντά της. Κάτι δεν ήτανε κι αυτό;
Κάρφωσε από ένα αστεράκι γλυκάνισο στο κάθε κυδώνι, τα έλουσε με το ζεστό κρασί και πασπάλισε με λίγη ζάχαρη ακόμα. Στο πλάι τους στρίμωξε από ένα ξυλάκι κανέλλα και μετά έχωσε μαλακά το στρογγυλό ταψί στο φούρνο. Σε λίγο η κουζίνα ευωδίαζε σιρόπι και ψητή φρουτένια σάρκα. Κάθισε στην καρέκλα και περίμενε. Το πορτοκαλί φως του φούρνου έκανε το δωμάτιο να φαίνεται σαν ψεύτικο, παραμυθένιο. Κοίταξε σκεπτική τα χέρια της, παρατήρησε τα ρυτιδιασμένα δάχτυλα, τα κοντοκομμένα νύχια. Από το υπνοδωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα. Αφουγκράστηκε για λίγο και έριξε μια ματιά στο γλυκό που ψηνόταν. Σηκώθηκε νηφάλια, διέσχισε το διάδρομο και κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα. Εκείνος κάτι μουρμούριζε, αυτή φαινόταν να πλησιάζει τη χαρά της. Περίμενε λίγα δευτερόλεπτα, τον άκουσε να πνίγει μια φωνή -στο μαξιλάρι ή κάπου αλλού άραγε;- και μετά απομακρύνθηκε ακροπατώντας.
Τον σκέφτηκε να πέφτει δίπλα της γυμνός, αποκαμωμένος, με το στήθος ξεσκέπαστο και τα μαλλιά ανακατεμένα. «Αν δεν είμαι εγώ εκεί να τον φροντίσω, αυτή από πλευρίτη θα μου το στείλει το παιδί», συλλογίστηκε και μια τσιμπιά της μάγκωσε το στήθος σαν τανάλια. Έσκυψε στη σόμπα και δυνάμωσε την ένταση της φωτιάς. Χαλάλι το πετρέλαιο, εκείνος να είναι καλά – αυτό μετράει. Έβρασε η κουζίνα μονομιάς. Μια η θέρμανση, μια ο φούρνος, σε λίγο θα της κοβόταν η ανάσα εκεί μέσα.
Τους είδε που κατέβηκαν αγκαλιά, φρέσκοι και ευχαριστημένοι. Εκείνη σαν σαμιαμίδι, μαυροτσούκαλο μπασμένο και ασθενικό, μιζέρια σκέτη. Αυτός σαν Έλληνας θεός, άστραφτε μέσ’ το λευκό μπουρνούζι.
Στην άκρη του χολ έλαμπε το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Δεν ήξερε ποιος έλαμπε όμως πιο πολύ. Αυτός ή τα φωτάκια.
«Ελάτε, έφτιαξα γλυκό», προσκάλεσε το ζεύγος γλυκερά, και άνοιξε το φούρνο.
Ξεχύθηκαν παντού οι υδρατμοί, μοσχομύρισε ο τόπος. Σέρβιρε από ένα κυδώνι στον καθένα τους -το πιο παχύ σε κείνον φυσικά – και τους κοίταγε που τρώγαν χαρωπά. Πήραν και ξαναπήρανε μερίδα, μέλι το γλυκό, λουκούμι. Σε μισή ώρα είχε πατώσει το ταψί, μαζί και η χαρά της.
«Φούσκωσα μητέρα», χαμογέλασε το εικοσάχρονο θηλυκό και στράφηκε προς το διάδρομο, να πάει να ξαπλώσει.
«Πέντε κομμάτια έφαγες, να μη φουσκώσεις είναι;», πέταξε δήθεν προστατευτικά και κοίταξε το αγόρι. «Αλλά εμείς στο σπίτι μας, να ξέρεις, δε μετράμε!», πρόλαβε αμέσως το βλέμμα του μοναχογιού και του χάιδεψε όλο στοργή τον ώμο.
*Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας.
Τι είχε πάθει τελευταία, όλο θυμόταν τα παλιά και μελαγχολούσε. Ένα μήνα νιόπαντρος αυτός, τρεις κάτω από την ίδια στέγη. Κάτω δεν το πολυπήγαινε, εικοσιπέντε χρονώ παιδί να θέλει γάμους, τουλάχιστον όμως ήταν κοντά της. Κάτι δεν ήτανε κι αυτό;
Κάρφωσε από ένα αστεράκι γλυκάνισο στο κάθε κυδώνι, τα έλουσε με το ζεστό κρασί και πασπάλισε με λίγη ζάχαρη ακόμα. Στο πλάι τους στρίμωξε από ένα ξυλάκι κανέλλα και μετά έχωσε μαλακά το στρογγυλό ταψί στο φούρνο. Σε λίγο η κουζίνα ευωδίαζε σιρόπι και ψητή φρουτένια σάρκα. Κάθισε στην καρέκλα και περίμενε. Το πορτοκαλί φως του φούρνου έκανε το δωμάτιο να φαίνεται σαν ψεύτικο, παραμυθένιο. Κοίταξε σκεπτική τα χέρια της, παρατήρησε τα ρυτιδιασμένα δάχτυλα, τα κοντοκομμένα νύχια. Από το υπνοδωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα. Αφουγκράστηκε για λίγο και έριξε μια ματιά στο γλυκό που ψηνόταν. Σηκώθηκε νηφάλια, διέσχισε το διάδρομο και κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα. Εκείνος κάτι μουρμούριζε, αυτή φαινόταν να πλησιάζει τη χαρά της. Περίμενε λίγα δευτερόλεπτα, τον άκουσε να πνίγει μια φωνή -στο μαξιλάρι ή κάπου αλλού άραγε;- και μετά απομακρύνθηκε ακροπατώντας.
Τον σκέφτηκε να πέφτει δίπλα της γυμνός, αποκαμωμένος, με το στήθος ξεσκέπαστο και τα μαλλιά ανακατεμένα. «Αν δεν είμαι εγώ εκεί να τον φροντίσω, αυτή από πλευρίτη θα μου το στείλει το παιδί», συλλογίστηκε και μια τσιμπιά της μάγκωσε το στήθος σαν τανάλια. Έσκυψε στη σόμπα και δυνάμωσε την ένταση της φωτιάς. Χαλάλι το πετρέλαιο, εκείνος να είναι καλά – αυτό μετράει. Έβρασε η κουζίνα μονομιάς. Μια η θέρμανση, μια ο φούρνος, σε λίγο θα της κοβόταν η ανάσα εκεί μέσα.
Τους είδε που κατέβηκαν αγκαλιά, φρέσκοι και ευχαριστημένοι. Εκείνη σαν σαμιαμίδι, μαυροτσούκαλο μπασμένο και ασθενικό, μιζέρια σκέτη. Αυτός σαν Έλληνας θεός, άστραφτε μέσ’ το λευκό μπουρνούζι.
Στην άκρη του χολ έλαμπε το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Δεν ήξερε ποιος έλαμπε όμως πιο πολύ. Αυτός ή τα φωτάκια.
«Ελάτε, έφτιαξα γλυκό», προσκάλεσε το ζεύγος γλυκερά, και άνοιξε το φούρνο.
Ξεχύθηκαν παντού οι υδρατμοί, μοσχομύρισε ο τόπος. Σέρβιρε από ένα κυδώνι στον καθένα τους -το πιο παχύ σε κείνον φυσικά – και τους κοίταγε που τρώγαν χαρωπά. Πήραν και ξαναπήρανε μερίδα, μέλι το γλυκό, λουκούμι. Σε μισή ώρα είχε πατώσει το ταψί, μαζί και η χαρά της.
«Φούσκωσα μητέρα», χαμογέλασε το εικοσάχρονο θηλυκό και στράφηκε προς το διάδρομο, να πάει να ξαπλώσει.
«Πέντε κομμάτια έφαγες, να μη φουσκώσεις είναι;», πέταξε δήθεν προστατευτικά και κοίταξε το αγόρι. «Αλλά εμείς στο σπίτι μας, να ξέρεις, δε μετράμε!», πρόλαβε αμέσως το βλέμμα του μοναχογιού και του χάιδεψε όλο στοργή τον ώμο.
*Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας.
Σχόλια